Για τον Viktor Orban ήταν ένας εφιάλτης που έλαβε σάρκα και οστά. Στις 28 Ιουνίου, περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι πλημμύρισαν τους δρόμους της Βουδαπέστης στο Pride parade, διαδηλώνοντας υπέρ των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων και αγνοώντας προκλητικά την κυβερνητική απαγόρευση. Ο ακροδεξιός πρωθυπουργός, που κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της Ουγγαρίας από το 2010, βλέπει το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Οι δημοσκοπήσεις τον τελευταίο καιρό καταγράφουν συνεχώς πτώση για το κόμμα του, το Fidesz, το οποίο πλέον υποσκελίζεται από μια νέα πολιτική δύναμη: το κόμμα του Peter Magyar, ενός συντηρητικού που σηκώνει τη σημαία κατά της διαφθοράς. Με τις εκλογές του Απριλίου να πλησιάζουν, η παλιά, δοκιμασμένη συνταγή του Orban -επιθέσεις στους ομοφυλόφιλους, στους μετανάστες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση- μοιάζει πια να έχει χάσει την αποτελεσματικότητά της.
Ωστόσο, η διαφθορά δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο οι ψηφοφόροι έχουν στραφεί εναντίον της κυβέρνησης. «Η ουγγρική οικονομία δεν πάει πουθενά», λέει ο Peter Virovacz, οικονομολόγος της τράπεζας ING. Έπειτα από μια καλή πορεία την τελευταία δεκαετία, η χώρα έχει ξεμείνει από δυνάμεις.
Η ομάδα των χωρών του Βίζεγκραντ της Κεντρικής Ευρώπης, ή V4 (η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Σλοβακία), έχουν ισχυρές οικονομίες εδώ και χρόνια. Τώρα, με εξαίρεση την Πολωνία, περνούν μια δύσκολη περίοδο. Και οι τέσσερις, εν όψει του εμπορικού πολέμου του Donald Trump, έχουν αναθεωρήσει τις προσδοκίες τους προς τα κάτω. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, φέτος, η Πολωνία εξακολουθεί να αναμένει ανάπτυξη 3,3%,. Ωστόσο, η Ουγγαρία αναμένεται να αναπτυχθεί μόλις κατά 0,8%, η Σλοβακία κατά 1,5% και η Τσεχική Δημοκρατία κατά 1,9%.
Τα τελευταία πέντε χρόνια οι χώρες του V4 βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωπες με κρίσεις. Η πανδημία ήταν το πρώτο πλήγμα. Ακολούθησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που εκτόξευσε τις τιμές της ενέργειας στα ύψη και επιβράδυνε την ανάπτυξη, που τόσο χρειάζονται για να πλησιάσουν τα επίπεδα της Δυτικής Ευρώπης. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, νέοι πονοκέφαλοι κάνουν την εμφάνισή τους: οι αυξανόμενοι δασμοί πλήττουν σκληρά τις ανοιχτές οικονομίες των V4, ενώ τα προβλήματα της γερμανικής βιομηχανίας προσθέτουν επιπλέον πίεση. Η Γερμανία, άλλωστε, είναι ο βασικός εμπορικός και επενδυτικός εταίρος τους -συναλλάσσεται με τις τέσσερις αυτές χώρες περισσότερο απ’ ό,τι με την Αμερική ή την Κίνα.
«Η ευρύτερη εικόνα εξακολουθεί να σχετίζεται με την ανθεκτικότητα», λέει ο Richard Grieveson του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Μελετών της Βιέννης. Η κατανάλωση και οι επενδύσεις είναι ισχυρές και οι αγορές εργασίας σφιχτές. Οι άμεσες εμπορικές ροές μεταξύ των V4 και της Αμερικής είναι χαμηλές, οπότε ο άμεσος αντίκτυπος των δασμών του κ. Trump είναι σχετικά μέτριος. Οι σλοβακικές εξαγωγές προς την Αμερική αντιστοιχούν στο 4% του ΑΕΠ, ενώ για τις άλλες τρεις χώρες το ποσοστό είναι 1%-3%. Η Πολωνία, έχοντας μια μεγάλη εσωτερική αγορά 39 εκατ. ανθρώπων, μεγαλύτερη από τις άλλες τρεις μαζί, ανησυχεί λιγότερο,. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών το 2023 ανήλθαν στο 58% του ΑΕΠ της Πολωνίας. Για τη Σλοβακία ήταν 91%.
Αυτό που θα βλάψει περισσότερο είναι οι παράπλευρες απώλειες των δασμών, οι οποίες προέρχονται από τους στενούς δεσμούς των V4 με τις εξαρτώμενες από τις εξαγωγές βιομηχανίες της Γερμανίας, οι οποίες αντιμετώπιζαν προβλήματα ακόμη και πριν ο κ. Trump ξεκινήσει τον εμπορικό πόλεμο. Η οικονομία της Γερμανίας συρρικνώθηκε ελαφρώς τόσο το 2023, όσο και το 2024. Η αυτοκινητοβιομηχανία, η μεγαλύτερη της Γερμανίας, αντιμετωπίζει μειωμένη ζήτηση και αυξανόμενο κινεζικό ανταγωνισμό. Οι δασμοί 25% του κ. Trump στις ευρωπαϊκές εισαγωγές αυτοκινήτων έχουν προσθέσει στα προβλήματά της.
Chart: The Economist
Η συγκυρία πλήττει σκληρά την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία. Η Mercedes, η Volkswagen (VW) και η BMW είναι μεγάλοι επενδυτές και στις τρεις χώρες. Η Audi (κομμάτι της VW) απασχολεί περισσότερους από 11.000 εργαζόμενους στο εργοστάσιό της στο Gyor, στη δυτική Ουγγαρία. Στο Kecskemet, νότια της Βουδαπέστης, ένα εργοστάσιο της Mercedes απασχολεί πάνω από 5.000 εργαζόμενους. Η αυτοκινητοβιομηχανία είναι «το διαμάντι του στέμματος» της βιομηχανικής καρδιάς της κεντρικής Ευρώπης, όπως αναφέρεται σε πρόσφατο έγγραφο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR). Παράγει το 9% του ΑΕΠ τόσο στην Τσεχική Δημοκρατία, όσο και στη Σλοβακία.
Το έγγραφο του ECFR προειδοποιεί ότι η βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης θα μπορούσε να μαραθεί εάν οι αυτοκινητοβιομηχανίες κλείσουν τα εργοστάσιά τους λόγω του ανταγωνισμού από τις κινεζικές μάρκες. Ένα άλλο πιθανό σενάριο είναι μια «κινεζικοποιημένη ενδοχώρα», με κινεζικές εταιρείες να εξαγοράζουν ή να δημιουργούν αυτοκινητοβιομηχανίες στην κεντρική Ευρώπη. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη ξεκινήσει. Τον Μάιο η κινεζική εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων BYD ανακοίνωσε ότι θα εγκαταστήσει την ευρωπαϊκή της έδρα στην Ουγγαρία, όπου κατασκευάζει ένα τεράστιο εργοστάσιο. Η κινεζική CATL κατασκευάζει ένα τεράστιο εργοστάσιο μπαταριών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα στην ουγγρική πόλη Ντέμπρετσεν. Η Volkswagen φέρεται να εξετάζει κινεζικές προσφορές για αγορά μέρους της πλεονάζουσας δυναμικότητάς της.
Η οικονομία της Πολωνίας είναι πιο διαφοροποιημένη και η αυτοκινητοβιομηχανία παίζει μικρότερο ρόλο, αλλά η Γερμανία εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της, αντιπροσωπεύοντας το ένα τέταρτο του εμπορίου, ενώ παραμένει ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος επενδυτής της. Παρέχει το 16% των άμεσων ξένων επενδύσεων.
Η στενή διασύνδεση των V4 με τις γερμανικές βιομηχανικές εφοδιαστικές αλυσίδες έχει και μια θετική πλευρά. Η περιοχή αναμένεται να επωφεληθεί από τα τεράστια επενδυτικά προγράμματα στον τομέα της άμυνας και των υποδομών που δρομολόγησε ο Friedrich Merz, ο νέος Γερμανός καγκελάριος. Ο κ. Grieveson πιστεύει ότι, από το επόμενο έτος, τα δημοσιονομικά κίνητρα της Γερμανίας θα έχουν δευτερογενή αποτελέσματα στις V4.
Κάποιοι ελπίζουν ότι -αν έρθει- η ειρήνη στην Ουκρανία θα δώσει ώθηση. Η ανασυγκρότηση «θα αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης», προβλέπει ο Adrian Stadnicki του Γερμανικού Συνδέσμου Επιχειρήσεων Ανατολικής Ευρώπης. Μια μελέτη των Ηνωμένων Εθνών, της Ε.Ε. και της Παγκόσμιας Τράπεζας εκτιμά το κόστος της ανοικοδόμησης σε μισό τρισεκατομμύριο δολάρια. Βέβαια, το κατά πόσο μπορούν να συγκεντρωθούν τέτοια ποσά σε μια εποχή σφιχτών προϋπολογισμών και μειωμένου παγκόσμιου ενδιαφέροντος, φαίνεται αμφίβολο.
Ο Zoltan Torok, οικονομολόγος της αυστριακής τράπεζας Raiffeisen στη Βουδαπέστη, συμφωνεί πως η ειρήνη μπορεί να φέρει νέα πνοή στην περιοχή. Ωστόσο, δεν πιστεύει ότι αυτό αρκεί για να απελευθερώσει τις V4 από την παγίδα του μεσαίου εισοδήματος -με πιθανή εξαίρεση την Πολωνία. Ο κίνδυνος είναι ξεκάθαρος: να μείνουν στάσιμες σε ένα μεταβατικό στάδιο οικονομικής ανάπτυξης. Το μεγάλο τους έλλειμμα είναι η καινοτομία. Με επενδύσεις μόλις 1%-2% του ΑΕΠ στην έρευνα και την ανάπτυξη, αυτή η εικόνα δύσκολα θα αλλάξει σύντομα. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο που, όπως λέει ο κ. Torok, «η διάθεση των ουγγρικών επιχειρήσεων είναι καταθλιπτική». Αυτήν τη στιγμή, όπως φαίνεται, ο παλμός στους δρόμους της Βουδαπέστης είναι περισσότερος απ’ ό,τι στις αίθουσες των επιχειρηματικών συσκέψεων.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com