Παρά τις τεράστιες προκλήσεις, η ΕΕ εμμένει στον πενιχρό προϋπολογισμό της

Τουλάχιστον οι αγροτικές επιδοτήσεις μειώνονται σε μέγεθος

Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν © europarl.europa.eu

Πώς θα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση το 2034; Μόνο ένας χαρισματικός μάντης θα τολμούσε να μαντέψει. Ωστόσο, στις Βρυξέλλες διεξάγεται ένα τελετουργικό ακόμα πιο παράξενο από το μάσημα των φύλλων δάφνης ή την κρυστάλλινη σφαίρα: η κατάρτιση ενός προϋπολογισμού, που δεν θα τεθεί σε ισχύ για πάνω από δύο χρόνια και θα εξακολουθεί να ισχύει σχεδόν για μια δεκαετία από σήμερα. Στις 16 Ιουλίου παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια πρώτη εκδοχή του δημοσιονομικού σχεδίου της ΕΕ, που καλύπτει την επταετή περίοδο από το 2028 έως το 2034. Οι έκτακτες προκλήσεις της ΕΕ θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με ένα πολύ συνηθισμένο πακέτο δαπανών.

Η κατάρτιση προϋπολογισμού για 27 χώρες που εκτείνονται από τη Λαπωνία έως τη Λισαβόνα είναι δύσκολη διαδικασία. Από δημοσιονομικής άποψης, το «πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο», όπως είναι γνωστό στη γλώσσα των Βρυξελλών, είναι περιφερειακής σημασίας. Για δεκαετίες ανέρχεται μόλις στο 1% περίπου της οικονομικής παραγωγής, σε μια ήπειρο όπου ορισμένες εθνικές κυβερνήσεις σπαταλούν πάνω από 50%. Ωστόσο, οι τρόποι με τους οποίους τα χρήματα συγκεντρώνονται και δαπανώνται στέλνουν σημαντικά πολιτικά μηνύματα. Είναι το Παρίσι, το Βερολίνο και άλλες πρωτεύουσες πρόθυμες να παραχωρήσουν περισσότερες εξουσίες στην ΕΕ για να τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τις κοινές προκλήσεις των τελευταίων ετών -από την ασφάλεια και το κλίμα μέχρι την επανεκκίνηση της καθημαγμένης οικονομίας της ηπείρου;

Η πρώτη στρατηγική κίνηση της Επιτροπής είναι να αυξήσει τον προϋπολογισμό, σωρευτικά κατά την επταετία σε τιμές 2025, σε 1,8 τρις ευρώ (2,1 τρις δολάρια). Αν και πρόκειται για μια σημαντική αύξηση από το σημερινό ποσό των 1,2 τρισ. ευρώ, είναι ασήμαντη ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ) όταν ληφθεί υπόψη η μέτρια αύξηση της οικονομικής παραγωγής. Σύμφωνα με την πρόταση, τα προγράμματα της ΕΕ θα κοστίζουν ετησίως 1,15% του ΑΕΕ του μπλοκ, δηλαδή μόλις 0,02 ποσοστιαίες μονάδες. Αν οι προηγούμενοι κύκλοι αποτελούν οδηγό, το ποσοστό αυτό θα μειωθεί από τώρα μέχρι την οριστικοποίησή του στα τέλη του 2027.

Η μέτρια αύξηση φαίνεται να βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, αλλά είναι πιθανώς ό,τι περισσότερο θα μπορούσε να ζητήσει η Επιτροπή, δεδομένων των αντικρουόμενων οδηγιών από τις 27 εμπλεκόμενες εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες πρέπει να συμφωνήσουν ομόφωνα με το πλαίσιο. Ορισμένες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, είναι χρεοκοπημένες και είναι δύσκολο να μπορέσουν να στείλουν περισσότερα χρήματα στις Βρυξέλλες. Χώρες όπως η Γερμανία και η Σουηδία έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν επιθυμούν να πληρώσουν περισσότερα σε ένα κοινό ταμείο από το οποίο παίρνουν λιγότερα απ’ όσα βάζουν. Σχεδόν όλα τα μέλη της ΕΕ είναι και μέλη του ΝΑΤΟ, και ως τέτοια μόλις συμφώνησαν να αυξήσουν τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες από τουλάχιστον 2% σε 3,5% -μια αύξηση μεγαλύτερη από το σύνολο του προτεινόμενου ευρωπροϋπολογισμού.

Δεδομένων αυτών των περιορισμένων συνθηκών, ακόμα και μια μικρή αύξηση θα μπορούσε να ικανοποιήσει εκείνους που επιδιώκουν την ολοένα και στενότερη ένωση. Ο νέος προϋπολογισμός μπορεί να μην είναι καν αυτό. Το τρέχον επταετές σχέδιο, το οποίο λήγει το 2027, συμπληρώθηκε από ένα εφάπαξ επενδυτικό ταμείο που συνδέθηκε με την πανδημία. Το ταμείο «Next Generation EU» (NGEU) αύξησε, κατά την περίοδο 2021-27, την ετήσια δύναμη δαπανών του μπλοκ κατά περίπου 0,4% του ΑΕΠ, πράγμα που σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός της ΕΕ ήταν σημαντικά μεγαλύτερος για εκείνα τα έτη. Βέβαια, τα χρήματα αυτά ήταν δανεικά και πρέπει να αποπληρωθούν, ξεκινώντας από το 2028, μέσα σε μια περίοδο 30 ετών. Αυτό που κάποτε ενίσχυε τον προϋπολογισμό της ΕΕ θα μετατραπεί σύντομα σε βάρος.

 

Chart: The Economist

Ελλείψει πολύ περισσότερων χρημάτων, η ΕΕ θέλει τουλάχιστον να ξοδεύει καλύτερα αυτά που έχει. Αυτό θα ήταν εύκολο, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο κατανέμονται σήμερα τα χρήματα. Από τη δεκαετία του 1960, ένας από τους βασικούς πυλώνες του προϋπολογισμού είναι η κοινή αγροτική πολιτική, η οποία χρησιμοποιεί σήμερα το ένα τρίτο των μετρητών του μπλοκ για να ράνει τους ευρωπαίους αγρότες με επιδοτήσεις. Τα κονδύλια «συνοχής» που πηγαίνουν για την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων και άλλα παρόμοια, κυρίως στις φτωχότερες περιοχές, αποτελούν ένα άλλο τρίτο. Όπως και με τις υπόλοιπες δαπάνες -συμπεριλαμβανομένων των πάντων, από τη χρηματοδότηση των επιστημών μέχρι την εξωτερική βοήθεια και τους μισθούς των ευρωκρατών, – η δαπάνη αποφασίζεται σε μεγάλο βαθμό εκ των προτέρων. Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ ζητούν περισσότερα περιθώρια για να ανακατανέμουν στο μέλλον τα χρήματα για να τα βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν απρόσμενες κρίσεις.

Η Επιτροπή προτείνει αρκετές χρήσιμες καινοτομίες, αν και με λιγοστές λεπτομέρειες. Μία από αυτές είναι η συγχώνευση των αγροτικών επιδοτήσεων και των ταμείων συνοχής σε ένα ενιαίο ταμείο, ένα σταθερό ποσό το οποίο κάθε εθνική κυβέρνηση θα διαχειρίζεται με βάση τις οδηγίες της ΕΕ. Η συγχώνευση πολλών προγραμμάτων μαζί μοιάζει σαν μια προσπάθεια να περικοπούν σιωπηλά οι γεωργικές επιδοτήσεις. Το νέο σύστημα μπορεί να βοηθήσει να εκτραπεί η οργή των αγροτών από τις «Βρυξέλλες» προς τις εθνικές αρχές, οι οποίες στο μέλλον θα πρέπει να εξηγούν στους διαδηλωτές που πετάνε κοπριά γιατί περικόπηκε η χρηματοδότηση συγκεκριμένων γεωργικών προγραμμάτων ή αγροτικών δρόμων.

Μια άλλη καινοτομία είναι να χρησιμοποιηθεί ο προϋπολογισμός ως πηγή μόχλευσης για τις Βρυξέλλες. Για να αποκτήσουν πρόσβαση στο μερίδιό τους από τα χρήματα του NGEU, οι εθνικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να περάσουν «διά πυρός και σιδήρου» -υποσχόμενες να μεταρρυθμίσουν τις αγορές εργασίας, ας πούμε, ή να τα δαπανήσουν για το πρασίνισμα της οικονομίας. Οι χώρες που περιφρόνησαν το κράτος δικαίου, ιδίως η Ουγγαρία, είδαν δισεκατομμύρια ευρώ να παρακρατούνται. Τέτοιου είδους «αιρεσιμότητα» μπορεί πλέον να εφαρμοστεί στο μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της ΕΕ.

Η Επιτροπή φάνηκε πιο πρόθυμη να αναδείξει τα χρήματα για ένα νέο «ταμείο ανταγωνιστικότητας» ύψους άνω των 50 δισ. ευρώ ετησίως. Τα κεφάλαια αυτά θα πληρώνουν για πρωτοβουλίες καινοτομίας σε επίπεδο ΕΕ, όπως η έρευνα για μπαταρίες, η βασική επιστήμη και πολλά άλλα. Ορισμένα από τα χρήματα θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση των αμυντικών φιλοδοξιών της Ένωσης, για παράδειγμα τη διευκόλυνση της κινητικότητας των στρατευμάτων, αν και οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί παραμένουν στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών.

Ωστόσο, το ποσό των νέων μετρητών για τη βελτίωση των δυνατοτήτων καινοτομίας της ΕΕ, αν και είναι ευπρόσδεκτο, υπολείπεται κατά πολύ αυτού που κάποιοι ζητούσαν. Σε μια έκθεση για την υποτονική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, που δημοσιεύθηκε πέρυσι, ο Mario Draghi, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, δήλωσε ότι η ήπειρος χρειάζεται να βρει επενδύσεις ύψους 800 δισ. ευρώ ετησίως για να ανακτήσει την οικονομική της ζωντάνια. Μόνο ένα μέρος θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από το δημόσιο ταμείο και ο προϋπολογισμός της ΕΕ είναι μόνο ένα κλάσμα αυτού. Όμως πολλές από τις χώρες του μπλοκ έχουν παρόμοιες ανάγκες -εθνική ασφάλεια, εκσυγχρονισμό των ηλεκτρικών δικτύων κ.ο.κ.-, οι οποίες θα μπορούσαν να επιτευχθούν φθηνότερα από κοινού. Ο λιγοστός προϋπολογισμός μοιάζει με μια χαμένη ευκαιρία για τους Ευρωπαίους να προσπαθήσουν να επιτύχουν περισσότερα από κοινού.

Όλοι φαίνονται απογοητευμένοι με τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Η Γαλλία και η Πολωνία γκρινιάζουν ήδη για τις προοπτικές μικρότερων αγροτικών επιδοτήσεων -απαραίτητων, κατά τη δική τους ανάγνωση, για την «επισιτιστική ασφάλεια». Οι φτωχότερες χώρες, ιδίως στην Κεντρική Ευρώπη, είναι εξοργισμένες με τη μείωση των κονδυλίων συνοχής, των οποίων είναι οι κύριοι δικαιούχοι. Οι «σφιχτές» χώρες, κυρίως στη βόρεια Ευρώπη, είναι αντίθετες με κάθε είδους αύξηση των δαπανών της ΕΕ. Η Γερμανία «απέρριψε» τον προϋπολογισμό αμέσως μετά την ανακοίνωσή του.

Η Επιτροπή διαβεβαίωσε τις κυβερνήσεις ότι δεν θα χρειαστεί να βάλουν το χέρι πιο βαθιά στην τσέπη τους. Αντιθέτως, η ΕΕ σκοπεύει να αυτοχρηματοδοτηθεί μέσω της είσπραξης δικών της φόρων (ήδη εισπράττει μερίδιο από τους τελωνειακούς δασμούς στις εισαγωγές, αλλά κατά τα λοιπά στηρίζεται κυρίως στις εθνικές εισφορές.) Έχουν πέσει στο τραπέζι διάφορες νέες πηγές εσόδων, όπως φόροι στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ή στον καπνό. Ωστόσο, τέτοιες εισφορές απαιτούν την ομόφωνη έγκριση των κρατών-μελών, τα οποία συνήθως προστατεύουν σθεναρά τη φορολογική τους κυριαρχία. Αν δεν υπάρξει συμφωνία, οι αποπληρωμές του NGEU ίσως χρειαστεί να καλυφθούν από περικοπές σε άλλα τμήματα του προϋπολογισμού. Ορισμένοι, ανάμεσά τους και ο κ. Draghi, έχουν προτείνει μια νέα φάση κοινού δανεισμού -κάτι που η Γερμανία και άλλες «φειδωλές» χώρες θεωρούν προς το παρόν αδιανόητο.

Αφού αποκαλύφθηκε το σχέδιο, αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι «ένας μαραθώνιος χειρουργικών κινήσεων», σύμφωνα με τον Lucas Guttenberg του Ιδρύματος Bertelsmann, ενός γερμανικού κέντρου μελετών. Ελάχιστοι στις Βρυξέλλες έχουν ξεχάσει το τελικό σπριντ των τελευταίων διαπραγματεύσεων για τον προϋπολογισμό του 2020: τέσσερις συνεχόμενες ημέρες και νύχτες παζαρέματος μεταξύ των ηγετών της ΕΕ. Το 2027 θα βρεθούν και πάλι να παλεύουν για ένα χρηματικό ποσό πολύ μικρό για να κάνει μεγάλη διαφορά.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com