Σιγά-σιγά, η ανθεκτικότητα της παγκόσμιας οικονομίας φυλλορροεί

Η ανάπτυξη άντεξε θεαματικά, δεδομένης της γεωπολιτικής, αλλά δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα

Παγκόσμια οικονομία © Freepik

Καθώς ο Donald Trump συνεχίζει τον εμπορικό του πόλεμο και σκέφτεται να απολύσει τον Jerome Powell, τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, οι αναλυτές μελετούν τα δεδομένα -και εκμεταλλεύονται την παραμικρή βουτιά στα χρηματιστήρια και την άνοδο του πληθωρισμού ως απόδειξη της βλάβης. Αν όμως κάνουμε ένα βήμα πίσω, αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το πόσο ήρεμα κυλούν όλα αυτά. Την τελευταία δεκαετία η παγκόσμια τάξη πραγμάτων έχει ανατραπεί από λαϊκιστές, δικτάτορες και πολέμους. Ωστόσο, η οικονομία συνεχίζει ακάθεκτη. Εκτός από μια σύντομη συρρίκνωση όταν τέθηκαν σε ισχύ τα lockdowns κατά την περίοδο της πανδημίας, το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξάνεται από το 2011, με έναν διόλου ευκαταφρόνητο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 3%. Σε όλο τον πλούσιο κόσμο η ανεργία βρίσκεται κοντά σε χαμηλό ρεκόρ. Τόσο ο αμερικανικός δείκτης S&P 500, όσο και ο παγκόσμιος δείκτης μετοχών MSCI βρίσκονται κοντά σε υψηλά ρεκόρ.

Chart: The Economist

Αυτή η ανθεκτικότητα, μια υπερδύναμη που μοιάζει με τεφλόν, αποτελεί αιτία για πανηγυρισμούς. Σημαίνει ότι οι δίδυμες μάστιγες της ύφεσης και της ανεργίας κρατιούνται μακριά. Το πρόβλημα είναι ότι τώρα οι απειλές αυξάνονται. Επειδή οι κυβερνήσεις δεν εκτιμούν την ανθεκτικότητα της οικονομίας, υπονομεύουν τις θεμελιώδεις πηγές της δύναμής της.

Για να συνειδητοποιήσουμε τον κίνδυνο, ας δούμε αρχικά αυτά που έδωσαν ώθηση στη μακρά επέκταση. Σε όλο τον κόσμο, η οικονομική πολιτική αντισταθμίζει πλέον αποτελεσματικότερα τη ζήτηση. Μετά τη μακρά αγωνία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών αποφάσισαν ότι μια καθοριστική δημοσιονομική τόνωση ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποτρέψουν τον οικονομικό πόνο, και τα χαμηλά επιτόκια έκαναν τις παρεμβάσεις τους προσιτές.

Εν τω μεταξύ, η πολιτική στον αναδυόμενο κόσμο βελτιώθηκε. Ο αριθμός των κεντρικών τραπεζών που στόχευαν τον πληθωρισμό αυξήθηκε σε 34 το 2022, από μόλις 5 το 2000. Περισσότερες κυβερνήσεις άφησαν τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες να κυμαίνονται και εξέδωσαν χρέος σε τοπικό νόμισμα, προστατεύοντάς τις από τις ιδιοτροπίες των αμερικανικών επιτοκίων, γεγονός που βοήθησε στην αποφυγή κρίσεων χρέους, ακόμα και τη στιγμή που τα επιτόκια αυξήθηκαν και οι κορυφώσεις των τιμών των εμπορευμάτων έκαναν τη ζωή των εισαγωγέων δυσκολότερη.

Η σταθερότερη ζήτηση καλύφθηκε από μια όλο και πιο ευέλικτη προσφορά. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι πρώτες ελλείψεις σε μάσκες και τσιπς έπεισαν τους πολιτικούς ότι οι αγορές δεν ήταν αξιόπιστες. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες, όμως, ανταποκρίθηκαν γρήγορα: το απολυμαντικό χεριών κυκλοφόρησε σε τεράστιες συσκευασίες και οι αποστολές τσιπς αυξήθηκαν το 2021. Πιο πρόσφατα, η υπεραφθονία πετρελαίου – χάρη εν μέρει στους Αμερικανούς παραγωγούς σχιστολιθικών γεωτρήσεων – σήμαινε ότι ακόμα και τη στιγμή που το Ισραήλ και στη συνέχεια η Αμερική βομβάρδιζαν το Ιράν, η τιμή του αργού πετρελαίου άλλαξε ελάχιστα.

Όμως, καθώς πλέον τα θεμελιώδη στοιχεία του καπιταλισμού από τεφλόν φαίνονται επισφαλή, θα πρέπει να ανησυχούμε. Το κόστος των ακτιβιστικών πολιτικών αυξάνεται. Οι πολιτικοί στον πλούσιο κόσμο ξόδεψαν πάνω από το 10% του ΑΕΠ για να στηρίξουν τη ζήτηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ στην Ευρώπη διέθεσαν, κατά μέσο όρο, άλλο ένα 3% κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης. Τα επιτόκια του δεκαετούς κρατικού χρέους είναι τώρα κατά μέσο όρο 3,7%, από 1% κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Ωστόσο, επειδή οι ψηφοφόροι περιμένουν όλο και περισσότερο από το κράτος να παρέμβει και η δημοσιονομική εξυγίανση είναι δύσκολη, τα χρέη αυξάνονται. Ακόμα και τη στιγμή που η οικονομία της πήγαινε καλά πέρυσι, η Αμερική είχε έλλειμμα 7% του ΑΕΠ. Η προσπάθεια της Βρετανίας να περικόψει τα επιδόματα για τους ανάπηρους κατέληξε σε δάκρυα. Οι γαλλικές συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις φαίνονται εξίσου καταδικασμένες. Με κάθε αύξηση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης σήμερα, η ικανότητα των κυβερνήσεων να επέμβουν την επόμενη φορά που θα προκύψουν προβλήματα περιορίζεται σημαντικά.

Επιπλέον, το ένστικτο της προστασίας επεκτείνεται τώρα και στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Οι τιμές παίζουν κρίσιμο ρόλο σε μια οικονομία της αγοράς, στέλνοντας μηνύματα σχετικά με το τι είναι σπάνιο και τι άφθονο, αλλά οι κυβερνήσεις προσπαθούν να τις παρακάμψουν στο όνομα της προστασίας των πορτοφολιών και των θέσεων εργασίας των ψηφοφόρων. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 2022 ο πλούσιος κόσμος είχε 1.000 μέτρα βιομηχανικής πολιτικής σε ισχύ, από 100 το 2017. Ενώ ο κ. Trump χρησιμοποιεί δασμούς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζεται σε επιδοτήσεις και αυστηρότητες, ενώ φέρεται να μελετά ένα σχέδιο αγοράς τρόφιμων από τις τοπικές αγορές για το πρόγραμμα σχολικών γευμάτων.

Όλα αυτά θα κάνουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες πιο εύθραυστες. Η πανδημία αποκάλυψε ότι ο διαφοροποιημένος εφοδιασμός ήταν πιο ανθεκτικός από την τοπική παραγωγή, η οποία θα μπορούσε να εξουδετερωθεί από ένα lockdown ή μια φυσική καταστροφή. Και οι κυβερνήσεις δεν είναι οι καλύτεροι υποστηρικτές της νέας προσφοράς. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος του αμερικανικού reshoring, η άνοδος της σχιστολιθικής βιομηχανίας, δεν προέκυψε λόγω πολιτικής, αλλά επειδή οι επιχειρηματίες εντόπισαν μια ευκαιρία.

Η ιστορία διδάσκει ότι καμία οικονομία δεν μένει ακίνητη για πάντα. Όσο περισσότερο διαρκεί μια περίοδος ανάπτυξης, τόσο πιο πρόθυμοι γίνονται οι πολιτικοί, οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις να ρισκάρουν -επισπεύδοντας έτσι το αναπόφευκτο τέλος της. Στις 16 Ιουλίου ο κ. Trump δήλωσε πως είναι «εξαιρετικά απίθανο» να αποπέμψει τον κ. Powell. Αν όμως άλλαζε γνώμη, διακινδυνεύοντας την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, η ηρεμία της τελευταίας δεκαετίας θα δεχόταν σοβαρό πλήγμα. Μέχρι στιγμής η οικονομία συνεχίζει να αιφνιδιάζει ευχάριστα -και ίσως να το κάνει για λίγο ακόμα. Όμως το τεφλόν έχει αρχίσει να φθείρεται.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com