Δέκα χρόνια μετά, το “Wir schaffen das” αποδείχθηκε πύρρειος νίκη

Η προφητική ανοησία της μεταναστευτικής πολιτικής της Angela Merkel

Η Άνγκελα Μέρκελ ©EPA/CLEMENS BILAN / POOL

Ήταν η χειρότερη ή η καλύτερη πολιτική; Μπορεί να μην είχε καν σχεδιαστεί ως πολιτική. Στα τέλη του καλοκαιριού του 2015, καθώς ένα κύμα Σύρων, Αφγανών και άλλων κινούνταν προς την Ευρώπη σε αναζήτηση καταφυγίου, η Angela Merkel ανακοίνωσε ότι η Γερμανία θα τους δεχόταν όλους. Η ανακοίνωση αυτή ξάφνιασε τόσο τους επικριτές όσο και τους υποστηρικτές της καγκελαρίου. Ανατρέποντας τη μεταναστευτική πολιτική, μήπως η μεθοδική-έως-του-σημείου-της-καταστολής ηγέτιδα αποκάλυψε μια βιαστική τάση στο πιο επιβαρυμένο ίσως θέμα της ευρωπαϊκής πολιτικής; Η απάντηση της κ. Merkel τόσο στους οπαδούς όσο και στους αρνητές ήρθε με τη μορφή μιας φράσης που έμελλε να σηματοδοτήσει τα 16 χρόνια της καγκελαρίας της: Wir schaffen das, μπορούμε να το διαχειριστούμε. Πάνω από 1 εκατομμύριο μετανάστες έκαναν σύντομα τη Γερμανία σπίτι τους. Μια δεκαετία αργότερα, η κ. Merkel αποδείχθηκε σωστή, αλλά κατά κάποιον τρόπο η νίκη της ήταν πύρρειος. Η Γερμανία τα κατάφερε, και μάλιστα καλύτερα απ’ ό,τι κανείς θα περίμενε. Όμως το κόστος εκείνης της απόφασης ήταν ότι ενίσχυσε σημαντικά τους πολιτικούς της αντιπάλους.

Η πορεία προς την επέτειο της εξαγγελίας της κας Merkel στις 31 Αυγούστου σημαδεύτηκε από μια αστική ανατροπή. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ένα κόμμα που χαρακτηρίζεται από τόσο βαθιά ριζωμένη ξενοφοβία που οι υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας το έχουν χαρακτηρίσει ως «εξτρεμιστικό», βρέθηκε στην κορυφή ορισμένων εθνικών δημοσκοπήσεων (το 2015 ήταν μια περιθωριακή πολιτική δύναμη, πολύ μικρή για να μπει στο κοινοβούλιο). Για τους επικριτές του Wir schaffen das, πρόκειται για το αποτέλεσμα αυτού που θεωρούν ως αφελή καλοσύνη της κ. Merkel προς τους ξένους. Ναι, φυσικά η Γερμανία θα μπορούσε να διαχειριστεί το ζήτημα, όπως θα μπορούσε να κάνει κάθε πλούσια χώρα άνω των 80 εκατομμυρίων ανθρώπων που δέχεται ένα μεγάλο κύμα μεταναστών.

Όμως πολλοί από τους Γερμανούς που αναγκάστηκαν να κάνουν τη διαχείριση δεν ήταν οι ευκατάστατοι φιλελεύθεροι τύποι που υποδέχονταν τους Σύρους στους σιδηροδρομικούς σταθμούς με αρκουδάκια και λουλούδια. Το βάρος έπεσε κυρίως σε εκείνους που ζούσαν μακριά από το σύγχρονο Βερολίνο ή το Μόναχο και που οι συμμαθητές των παιδιών τους δεν μιλούσαν πλέον γερμανικά. Περίμεναν ότι το κράτος θα τους φρόντιζε, αλλά αντίθετα ένιωσαν ότι η ίδια τους η καγκελάριος τους πατρονάρει. Σήμερα επτά στους δέκα Γερμανούς αισθάνονται ότι το κράτος έχει υπερφορτωθεί. Η ενστικτώδης αίσθηση ότι οι αρχές χάνουν τον έλεγχο -η ρητορική των λαϊκιστών πολιτικών, όπως γνωρίζουν καλά οι Βρετανοί- ρίζωσε το 2015.

Όσοι επευφημούσαν τότε την προσέγγιση της κας Merkel μπορούν να αισθανθούν κάποια δικαίωση. Γι’ αυτούς η Willkommenskultur εκείνου του καλοκαιριού ήταν μια πράξη εθνικής λύτρωσης, ένα ηθικό φτερό στο καπέλο της Γερμανίας. Ξεχάστε τις βρόμικες πολιτικολογίες. Είχαν μια ηγέτιδα που ακολούθησε την πυξίδα της και πήρε τη χώρα μαζί της. Το κόστος ήταν υψηλό. Όλα τα πράγματα που αξίζουν έχουν κόστος, αλλά όχι ανεξέλεγκτο, όπως ακριβώς είχε πει η ίδια. Οι καταστροφολογικές προβλέψεις ότι οι μετανάστες θα έπαιρναν επιδόματα για δεκαετίες και θα υποβάθμιζαν το κράτος πρόνοιας εις βάρος των γηγενών αποδείχθηκαν εκτός πραγματικότητας. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου τα δύο τρίτα των μεταναστών που εισήλθαν το 2015 τώρα εργάζονται, με ποσοστά απασχόλησης παρόμοια με αυτά των γηγενών Γερμανών (αν και οι γυναίκες μετανάστριες δεν τα πήγαν τόσο καλά). Αν και δαπανηροί από πλευράς παροχών, οι νεοεισερχόμενοι συνέβαλαν στην άμβλυνση των ανησυχιών των επιχειρήσεων για έλλειψη εργατικού δυναμικού στη γερμανική οικονομία.

Δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί, παλιοί και νέοι, τους οποίους η κ. Merkel είχε παρασύρει στην προσπάθειά της να υποδεχθεί τους κατατρεγμένους του κόσμου. Η Ευρώπη είχε βοηθήσει τη Γερμανία να ανακάμψει από την ηθική άβυσσο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια επέτρεψε την ενοποίησή της το 1991. Είτε το ήθελε είτε όχι, η κ. Merkel θεωρήθηκε ότι ανταποδίδει τη χάρη, διότι το άνοιγμα των συνόρων ήταν ευλογία όχι μόνο για τους μετανάστες, αλλά και για τους γείτονες της Γερμανίας, οι οποίοι δεν είχαν καμία όρεξη να αντιμετωπίσουν τις εισερχόμενες μάζες. Τώρα μπορούσαν να τους στέλνουν στη Γερμανία. Ο Viktor Orban της Ουγγαρίας έβαλε λεωφορεία για να βοηθήσουν στη μεταφορά των μεταναστών προς τον Βορρά.

Εδώ η κ. Merkel υπολόγισε λάθος. Είχε περιγράψει τη διαχείριση των μεταναστών ως «το επόμενο μεγάλο ευρωπαϊκό σχέδιο», μια γλώσσα παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του ευρώ ή της Ζώνης Σένγκεν χωρίς διαβατήρια. Ωστόσο, οι απαιτήσεις της Γερμανίας από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να βοηθήσουν παίρνοντας το «δίκαιο μερίδιό» τους σε μετανάστες έπεσαν στο κενό. Το αποτέλεσμα ήταν η Γερμανία να επαναφέρει εν μέρει τους ίδιους συνοριακούς ελέγχους που είχε καταργήσει η Σένγκεν. Κι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά της. Σήμερα οι έλεγχοι διαβατηρίων είναι διαδεδομένοι εντός της ζώνης.

Επιπλέον, υπήρχε και μια βρόμικη υπόγεια πλευρά στην αξιακή στάση της κ. Merkel, όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να δέχεται χιλιάδες πρόσφυγες την ημέρα επ’ αόριστον. Ο μόνος τρόπος για να ανακοπεί η ροή των μεταναστών ήταν να δωροδοκηθούν οι γείτονες της Ευρώπης, ιδίως η Τουρκία, να κρατήσουν τους Σύρους και άλλους στο έδαφός τους, αντί να τους αφήσουν να περιπλανώνται στην ΕΕ. Αυτό είχε αποτέλεσμα το μπλοκ να υποκλίνεται σε ισχυρούς άνδρες, όπως ο Recep Tayyip Erdogan, τη στιγμή που οι αυταρχικοί τρόποι τους θα έπρεπε να στιγματίζονται.

Με δεδομένο τον έντονο τόνο γύρω από τη μετανάστευση, είναι δύσκολο να εξαχθεί ένα διαφοροποιημένο συμπέρασμα. Ωστόσο, είναι πάρα πολύ εύκολο να εξαχθούν λάθος συμπεράσματα. Το να αποδίδεται η άνοδος του AfD αποκλειστικά στα γεγονότα του 2015 είναι μια τέτοια περίπτωση. Ακόμα και η κ. Merkel παραδέχθηκε ότι η «πολωτική» στάση της πριν από μια δεκαετία βοήθησε στην άνοδο του κόμματος. Όμως δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας. Οι ιδεολογικοί σύμμαχοι του κόμματος προηγούνται στις δημοσκοπήσεις σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η Γερμανία έχει μια μοναδική ιστορία, αλλά δεν ήταν ποτέ πιθανό να γλιτώσει εντελώς από το κύμα του σκληρού δεξιού λαϊκισμού που έχει κατακλύσει μεγάλο μέρος της ηπείρου.

Όποια κι αν είναι η γνώμη του καθενός για το Wir schaffen das, έχει παλαιώσει μάλλον καλύτερα από τις πολιτικές της κ. Merkel, που επέτρεψαν στη γερμανική οικονομία να εξαρτηθεί από το φυσικό αέριο από τη Ρωσία και τις εξαγωγές προς την Κίνα, για να μην αναφέρουμε το βιαστικό κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων της. Ωστόσο, μια δεκαετία μετά, δεν έχουν απομείνει και πολλά από το «can-do» πνεύμα της του 2015. Το ίδιο το κόμμα της κ. Merkel, που επέστρεψε στην εξουσία, έχει αποκηρύξει την προσέγγισή της και έχει αυστηροποιήσει τους κανόνες ασύλου της Γερμανίας. Η Ευρώπη εφαρμόζει ένα «μεταναστευτικό σύμφωνο» που αντιμετωπίζει τους αιτούντες άσυλο λιγότερο ευγενικά. Φαίνεται τώρα ότι η κ. Merkel ξόδεψε το πολιτικό της κεφάλαιο σε ένα στοίχημα του οποίου η απόδοση αποδείχθηκε παροδική. Μήπως αυτό την καθιστά αδέξια; Ίσως – αλλά μια γενναιόδωρη και ανθρώπινη αδέξια.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com