Το μεγαλύτερο στρατιωτικό σχέδιο της Ευρώπης θα μπορούσε να καταρρεύσει

Οι βιομηχανικές διαμάχες θέτουν σε κίνδυνο το Future Combat Air System

H Dassault δείχνει το δρόμο στα μεγάλα μη επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη, αξιοποιώντας τεχνολογίες από το nEURONn © Dassault Aviation

Θα πάρει ποτέ μπρος; Δεν θα ήταν ποτέ εύκολο για τη Γαλλία και τη Γερμανία, δύο μεγάλες χώρες με εντελώς διαφορετικές πολιτικές και στρατηγικές κουλτούρες, να συνεργαστούν σε ένα από τα πιο πολύπλοκα εξοπλιστικά έργα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Από τη σύλληψή του, το 2017, το Future Combat Air System (FCAS), το οποίο περιλαμβάνει ένα μαχητικό αεροσκάφος «έκτης γενιάς», ένα σμήνος αυτόνομων μη επανδρωμένων αεροσκαφών και ένα επικοινωνιακό «νέφος μάχης», συναντά συνεχώς εμπόδια. Ωστόσο τώρα, καθώς η προθεσμία για τη μετάβαση του FCAS στη δεύτερη φάση του πλησιάζει, κατά την οποία πρέπει να κατασκευαστεί ένα πρωτότυπο του μαχητικού αεροσκάφους νέας γενιάς (NFG), πολλοί φοβούνται ότι μπορεί να καταρρεύσει εντελώς. «Δεν σημειώνουμε καμία πρόοδο με αυτό το σχέδιο», δήλωσε πρόσφατα απογοητευμένος, ο Friedrich Merz, καγκελάριος της Γερμανίας. «Τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχιστούν ως έχουν».

Η περίπτωση του FCAS, που προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία έως το 2040, έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία από τότε που το οραματίστηκαν ο Emmanuel Macron και η Angela Merkel. Τα σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη είναι υπερβολικά ακριβά και πολύπλοκα για να τα αναπτύξει μόνη της οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Ο πόλεμος του Vladimir Putin στην Ουκρανία και η αποδυνάμωση των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας έχουν ενισχύσει την ανάγκη για ενδυνάμωση της αμυντικής αυτονομίας της Ευρώπης. Η τεράστια κλίμακα του FCAS αναμένεται επίσης να ενισχύσει την αμυντική και τεχνολογική καινοτομία, δημιουργώντας παράλληλα πολλές θέσεις εργασίας σε ολόκληρη την ήπειρο.

Όμως, οι βιομηχανικές διαμάχες θέτουν όλα αυτά σε κίνδυνο. Η Dassault, η γαλλική εταιρεία αεροδιαστημικής που ηγείται της κατασκευής του NGF, θεωρεί τη δομή διακυβέρνησης του έργου απελπιστικά γραφειοκρατική. «Δεν θα δεχθώ τρία άτομα να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και να αποφασίζουν για όλες τις τεχνικές πτυχές που απαιτούνται για την πτήση ενός αεροσκάφους υψηλών επιδόσεων», γκρίνιαξε την περασμένη εβδομάδα ο Eric Trappier, ο διευθύνων σύμβουλος της Dassault. «Δώστε μας τη δυνατότητα να διαχειριστούμε αυτό το πρόγραμμα». Από την άλλη, η Airbus, η οποία εκπροσωπεί τόσο τη Γερμανία όσο και την Ισπανία, τον τρίτο εταίρο του προγράμματος, υπερτερεί της Dassault, και δεν θέλει να βρεθεί σε υποδεέστερο ρόλο.

Η γαλλική κυβέρνηση ανησυχεί ότι, αν δεν τροποποιήσει τους κανόνες, θα διακινδυνεύσει την τήρηση της προθεσμίας. Έως το 2040 χρειάζεται ένα νέο μαχητικό για να αντικαταστήσει τα Rafale, τα οποία φέρουν μέρος της πυρηνικής αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Η συμμετοχή της Γερμανίας στο νατοϊκό «πυρηνικό μερίδιο» σημαίνει ότι και εκείνη χρειάζεται αεροσκάφη με πυρηνικές δυνατότητες. Ωστόσο, η αύξηση του στόλου των αμερικανικών F-35 της Luftwaffe καθιστά την προθεσμία λιγότερο πιεστική. Επιπλέον, Γερμανοί και Ισπανοί επισημαίνουν ότι η κατανομή των εργασιών έχει ήδη συμφωνηθεί εδώ και χρόνια.

Η υπομονή εξαντλείται απ’ όλες τις πλευρές. «Η Dassault δεν αντιμετωπίζει το FCAS ως στρατηγική αναγκαιότητα αλλά ως βιομηχανικό τρόπαιο», λέει ο Volker Mayer-Lay, βουλευτής των Χριστιανοδημοκρατών του κ. Merz που συμμετέχει στην επιτροπή άμυνας της Bundestag. Θέλει η Γερμανία να αποχωρήσει αν ο κ. Trappier δεν υποχωρήσει. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι οι Γάλλοι ομόλογοί τους έχουν χάσει τον έλεγχο της βιομηχανίας. Ορισμένοι στη Γαλλία υποψιάζονται ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις θέλουν απλώς να αποκτήσουν την τεχνογνωσία τους. Μια γαλλογερμανική συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου τον Αύγουστο υποτίθεται ότι θα έβαζε το FCAS ξανά σε τροχιά, αλλά το κλίμα από τότε έχει μόνο επιδεινωθεί. «Η εντύπωσή μου είναι ότι όλοι απομακρύνονται από αυτό το σχέδιο», λέει ο Christian Mölling, σύμβουλος του κέντρου μελετών European Policy Centre.

Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης παίρνουν φωτιά. Από την πλευρά της Γερμανίας, μια εναλλακτική λύση στο FCAS θα ήταν απλώς να αγοράσει περισσότερα F-35, να τα συνδυάσει με drones και να ελπίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη και η τεχνολογία θα λύσουν τελικά το πρόβλημα. Ωστόσο, αυτό δύσκολα θα μείωνε την εξάρτηση από την Αμερική. Μια άλλη θα ήταν να ενταχθεί στο Global Combat Air Programme (GCAP), ένα βρετανικό-ιταλικό-ιαπωνικό σχέδιο. Αλλά δεδομένου ότι το GCAP είναι πολύ προχωρημένο, οι Γερμανοί θα αναγκάζονταν να παίξουν δευτερεύοντα ρόλο.

Όσον αφορά τη Γαλλία, ο κ. Trappier λέει ότι, αν χρειαστεί, μπορεί να προχωρήσει μόνη της. Κανείς δεν αμφισβητεί τα τεχνικά προσόντα της Dassault. Όμως, η περιορισμένη σε μετρητά γαλλική κυβέρνηση δύσκολα θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει ένα τόσο περίπλοκο σύστημα όπως το FCAS. Βέβαια, η κατάρρευση του έργου θα ήταν καταστροφική τόσο στις γαλλογερμανικές σχέσεις όσο και στην ευρωπαϊκή «στρατηγική αυτονομία» που ο κ. Macron επιδιώκει εδώ και καιρό. «Εξακολουθεί να είναι προς το συμφέρον κάθε χώρας να το προάγει», λέει ο Emil Archambault, ειδικός σε θέματα άμυνας στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.

Έτσι, οι εταίροι ενδέχεται να παραμείνουν εγκλωβισμένοι ο ένας με τον άλλον. Το γεγονός ότι η Γαλλία δεν έχει ακόμη σχηματίσει κυβέρνηση δεν διευκολύνει την κατάσταση. Μόλις αυτό συμβεί, οι υπουργοί Άμυνας των τριών χωρών θα συναντηθούν για να προσπαθήσουν να χαράξουν μια κοινή πορεία προς τα εμπρός. Ο κ. Merz έχει δεσμευθεί να βρεθεί λύση έως το τέλος του έτους. Οι αξιωματούχοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα του συμβιβασμού, ενώ ορισμένοι εξετάζουν την αφαίρεση κάποιων από τα πιο περίπλοκα στοιχεία του σχεδίου. Ωστόσο, οι τεχνικές λύσεις έχουν τα όριά τους. Τελικά, το μέλλον του FCAS πιθανότατα θα εξαρτηθεί από το αν οι κ.κ. Merz και Macron θα καταφέρουν να βρουν μια διέξοδο — ή αν θα αναγκαστούν να το εγκαταλείψουν οριστικά.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.