Η διόρθωση του κράτους πρόνοιας μοιάζει εκλογικά αδύνατη

Οι εργαζόμενοι που γερνούν τα πηγαίνουν καλύτερα απ' ό,τι αναμενόταν, αλλά εξακολουθούν να απαιτούν οικονομική βοήθεια

Συνταξιούχοι © Freepik

Αν αναφέρετε την φράση «κοινωνικό συμβόλαιο» σε έναν νέο Γάλλο, ίσως να μη σκεφτεί το έργο του Jean-Jacques Rousseau του 1762, αλλά ένα μιμίδιο, το  οποίο δείχνει έναν νεαρό επαγγελματία, τον «Nicolas». Κάθεται, με το κεφάλι στα χέρια, με βέλη που ξεκινούν απ’ αυτόν και δείχνουν προς διάφορες συνομοταξίες φορολογουμένων, μεταξύ των οποίων ο «Bernard και η Chantal, 70 ετών», οι οποίοι ξοδεύουν τις συντάξεις τους σε κρουαζιέρες και κοκτέιλ. Η εικόνα έχει ταξιδέψει κι αλλού – στη Βρετανία οι συνταξιούχοι «Simon και Linda» αποσπούν μετρητά από τον «Nick», ενώ έχει μπει στη γλώσσα των πολιτικών. «Πάντα ο Nicolas είναι αυτός που πληρώνει», δήλωσε τον Αύγουστο ο Bruno Retailleau, υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας. Οι σύμβουλοι του προέδρου Emmanuel Macron λέγεται ότι «παρακολουθούν στενά» το «κίνημα» Nicolas qui paie.

Από την ίδρυση του κράτους πρόνοιας, οι επικριτές του προειδοποιούσαν ότι θα το καταλάμβαναν και θα το καταχράζονταν συνασπισμοί με πολιτική δύναμη. Ο Milton Friedman είχε δηλώσει το 1977 ότι μια πανίσχυρη μεσαία τάξη «θα εξασφάλιζε οφέλη για τον εαυτό της εις βάρος τόσο των πολύ πλουσίων όσο και των πολύ φτωχών». Έκανε λάθος. Αντιθέτως, πρόκειται για έναν συνασπισμό των ηλικιωμένων — και όσων τους υποστηρίζουν — που επιχειρεί να αποσπάσει οικονομική βοήθεια από τον Nicolas.

Η γήρανση των πληθυσμών αναδιαμορφώνει πλήρως τη σύνθεση των κρατικών δαπανών (βλ. διάγραμμα 1). Τα κράτη πρόνοιας εξακολουθούν να στηρίζουν τους φτωχούς. Ακόμα και η Αμερική που βρίσκεται στο κόκκινο, λόγω χρέους, παρέχει βοηθήματα στο κατώτερο πεμπτημόριο σε επίπεδο 90% του εισοδήματός τους προ φόρων. Όμως, από το 1980 οι μεταβιβάσεις προς τους ηλικιωμένους και οι δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη – οι οποίες επικεντρώνονται σε συντριπτικό βαθμό σε αυτούς – αυξήθηκαν κατά περίπου 5% του ΑΕΠ στην ομάδα των πλούσιων χωρών του ΟΟΣΑ, αύξηση διπλάσια από αυτή των άλλων κοινωνικών δαπανών.  Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι προηγμένες οικονομίες της G20, με τις τρέχουσες πορείες τους, μέχρι το 2030, θα ξοδεύουν ετησίως επιπλέον 2,4% του ΑΕΠ για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη, σε σχέση με το 2023.

Ορισμένοι θεωρούν αυτή την αυξανόμενη μεταφορά πόρων ως αναπόφευκτη. Το κράτος λέγεται ότι είναι ένα πέπλο. Συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές δεν μπορούν να αλλάξουν το γεγονός ότι καθώς η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζόμενους αυξάνεται, οι ηλικιωμένοι πρέπει με κάποιον τρόπο να υποστηριχθούν. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι αρχίζουν να εξετάζουν την ιδέα ότι η γήρανση του πληθυσμού δεν χρειάζεται να αποτελεί θεμελιώδες οικονομικό εμπόδιο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι εργάζονται περισσότερο και πιο παραγωγικά από ό,τι παλαιότερα, ζουν περισσότερο και συγκεντρώνουν πλούτο.

Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs σε ένα έγγραφο που δημοσιεύτηκε φέτος, διαπίστωσαν ότι, ακόμα και τη στιγμή που οι κοινωνίες γερνάνε, από το 2000, η απασχόληση στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει αυξηθεί ελαφρώς ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού. Καθώς το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση αυξήθηκε από 78 σε 82 έτη, ο μέσος πραγματικός εργασιακός βίος αυξήθηκε από 34 σε 38 έτη. Έτσι, οι γηράσκουσες κοινωνίες κατέληξαν τα τελευταία χρόνια να έχουν περισσότερους εργαζόμενους για κάθε εξαρτώμενο άτομο, όχι λιγότερους.

Οι ηλικιωμένοι γίνονται πιο παραγωγικοί. Σύμφωνα με στοιχεία που επεξεργάστηκε το ΔΝΤ, ένα άτομο ηλικίας 70 ετών το 2022, έχει τη γνωστική ικανότητα ενός 53χρονου του 2000. Η βελτίωση μεταξύ των ατόμων άνω των 50 ετών είναι τόσο μεγάλη που, χρησιμοποιώντας τη σχέση μεταξύ της εγκεφαλικής ικανότητας και του εισοδήματος, συνεπάγεται αύξηση των μέσων αποδοχών κατά 30% μεταξύ εκείνων που έχουν δουλειά. Η τάση προς την «υγιή γήρανση» αρκεί για να προσθέσει, μεταξύ 2025 και 2050, 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στην προβλεπόμενη ετήσια παγκόσμια ανάπτυξη, μειώνοντας τη συνολική αρνητική επίδραση της γήρανσης κατά περίπου ένα τρίτο. «Η δημογραφία δεν είναι πεπρωμένο», υποστηρίζει ο Joseph Davis της Vanguard, μιας εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, έχοντας μοντελοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο η γήρανση επηρέασε την αμερικανική ανάπτυξη από το 1890.

Η αύξηση της υγιούς μακροζωίας βοηθά στην αντιμετώπιση ενός άλλου σημαντικού προβλήματος: την παγκόσμια μείωση της γονιμότητας. Ο μέσος ρυθμός γονιμότητας που απαιτείται για να συμβαδίζουν οι γεννήσεις με τους θανάτους θεωρείται ότι είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Αν όμως το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται με ρυθμό 0,25 έτη ετησίως – το ιστορικό πρότυπο στον πλούσιο κόσμο – οι οικονομολόγοι της Goldman υπολογίζουν ότι το ποσοστό γονιμότητας αντικατάστασης πέφτει σε μόλις 1,6-1,7. Αυτό σημαίνει ότι τις τελευταίες δεκαετίες, πολλές πλούσιες χώρες θα είχαν δει αύξηση του πληθυσμού τους ακόμα και αν δεν υπήρχε μετανάστευση.

Τα τελευταία καλά νέα είναι ότι ένας γηραιότερος πληθυσμός θα πρέπει να σημαίνει χαμηλότερα πραγματικά επιτόκια. Οι ηλικιωμένοι, έχοντας δημιουργήσει περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, τα εξαντλούν αργά. Τα τεράστια χαρτοφυλάκιά τους παρέχουν άφθονη προσφορά κεφαλαίου. Ο Adrien Auclert του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και οι συνεργάτες του προβλέπουν σε ένα έγγραφο εργασίας ότι, υπό τις ίδιες συνθήκες,  η γήρανση των πληθυσμών θα μειώσει τα παγκόσμια πραγματικά επιτόκια κατά πάνω από μία ποσοστιαία μονάδα, μέχρι το 2100. Μια άλλη εργασία από μια επικαλυπτόμενη ομάδα συγγραφέων διαπιστώνει ότι η δημοσιονομική επίδραση των χαμηλότερων επιτοκίων από τη γήρανση του πληθυσμού θα μπορούσε να επιτρέψει στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ της Αμερικής να αυξηθεί βιώσιμα στο 250% μέχρι το 2100.

Γιατί, λοιπόν, η γήρανση αποτελεί παρόλα αυτά δημοσιονομικό πρόβλημα; Η απάντηση είναι όπως του Friedman: οι ηλικιωμένοι έχουν πολιτική δύναμη. Μπορούν να αντισταθούν στις αλλαγές στη δομή του κράτους πρόνοιας και έτσι να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα που απαριθμήθηκαν παραπάνω, διατηρώντας παράλληλα τα οφέλη που καθορίστηκαν όταν τα γηρατειά ήταν συντομότερα και πιο ζοφερά. Κατά την υιοθέτησή τους, οι δημόσιες συντάξεις στη Βρετανία και τη Γερμανία προσέφεραν πενιχρή υποστήριξη στους άνω των 70 ετών, όταν το προσδόκιμο ζωής ήταν 45-50. Καθώς όμως το προσδόκιμο ζωής εκτοξεύτηκε, η ηλικία στην οποία μπορούσαν να αξιωθούν οι δημόσιες συντάξεις δεν ακολουθούσε τον ίδιο ρυθμό. Μεταξύ του 1972 και του 2000 το μέρος της ζωής που ένας άνδρας στον ΟΟΣΑ μπορούσε να αναμένει να περάσει ως συνταξιούχος αυξήθηκε από το ένα έκτο στο ένα τέταρτο περίπου. Έκτοτε οι κυβερνήσεις κατέβαλαν προσπάθειες για να αυξήσουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης σύμφωνα με την αύξηση της μακροζωίας, αλλά πρόκειται για μικροαλλαγές σε σύγκριση με την τάση δεκαετιών. Σήμερα, λοιπόν, υπάρχουν πολύ περισσότεροι συνταξιούχοι που όχι μόνο διεκδικούν τα εισοδήματά τους, αλλά και ψηφίζουν για τη διατήρησή τους.

Οι άνδρες λαμβάνουν σύνταξη, κατά  μέσο όρο, για 18 χρόνια. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ αναμένεται να αυξηθούν τις επόμενες δεκαετίες. Ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων η Φινλανδία, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία και η Σουηδία, αυξάνουν την ηλικία συνταξιοδότησης λιγότερο από ένα προς ένα με το προσδόκιμο ζωής, ακριβώς επειδή δεν θέλουν να μειωθεί το ποσοστό της ζωής κατά τη συνταξιοδότηση. Το 1930 ο John Maynard Keynes προέβλεψε ότι οι άνθρωποι θα εργάζονταν μόνο 15 ώρες την εβδομάδα έναν αιώνα αργότερα. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι εξακολουθούν να εργάζονται πλήρες ωράριο, αλλά η αύξηση της διάρκειας των συνταξιοδοτήσεων είναι τέτοια που οι ώρες της τυπικής ζωής που περνούν χωρίς να εργάζονται έχουν αυξηθεί περισσότερο από ό,τι υπονοούσε η πρόβλεψη του Keynes, έγραψε ο Nicholas Crafts του Πανεπιστημίου Warwick το 2022.

Οι προτάσεις για πραγματοποίηση ακόμα και μικρών αλλαγών στις συνταξιοδοτικές παροχές  προκαλούν οργή και διαμαρτυρίες. Το 2023 περισσότεροι από 1 εκατομμύριο Γάλλοι διαδήλωσαν κατά της σταδιακής αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Η μεταρρύθμιση προωθήθηκε με τη χρήση ειδικών συνταγματικών εξουσιών. Η Ιταλία αποδυνάμωσε τις μεταρρυθμίσεις για τη συνταξιοδότηση που είχαν νομοθετηθεί το 2011. Η κυβέρνηση των Εργατικών της Βρετανίας ανακοίνωσε το 2024 ότι θα ελέγξει τα μέσα για το «χειμερινό επίδομα καυσίμων» – ένα ετήσιο καθολικό βοήθημα 300 λιρών (405 δολαρίων) που για τους περισσότερους δικαιούχους έχει ελάχιστη σχέση με τη θέρμανση. Αναγκάστηκε σχεδόν να αποσύρει την πρόταση. Καθώς οι πληθυσμοί γερνούν, η πολιτική φαίνεται να έχει μετατραπεί σε πόλεμο προσφορών: αναλύοντας τις διακηρύξεις των πολιτικών κομμάτων σε 65 χώρες, οι ερευνητές του ΔΝΤ διαπίστωσαν ότι τόσο τα αριστερά όσο και τα δεξιά κόμματα έχουν γίνει αισθητά πιο επεκτατικά στις υποσχέσεις τους από το 1990 περίπου (βλ. διάγραμμα 2).  Οι μετατοπίσεις της πολιτικής ρητορικής προς τον επεκτατισμό τείνουν να ακολουθούνται από μεγαλύτερα ελλείμματα.

Πού οδηγούν όλα αυτά τον Nicolas; Η κατεύθυνση του κράτους πρόνοιας αντικατοπτρίζεται πλήρως στο μιμίδιο, αλλά του διαφεύγουν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι οι συντάξεις είναι δημοφιλείς τόσο στους νέους όσο και στους ηλικιωμένους. Το 2024, τέσσερις στους πέντε Αμερικανούς δήλωσαν στην εταιρεία δημοσκοπήσεων Pew ότι οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης δεν πρέπει επ’ ουδενί να μειωθούν, μια άποψη που συμμερίζονται ευρέως όλες οι δημογραφικές ομάδες. Η πλειονότητα των Βρετανών ηλικίας 25-49 ετών πιστεύει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει σίγουρα — ή μάλλον — να διατηρήσει το «τριπλό κλείδωμα», μια εγγύηση πως η κρατική σύνταξη αυξάνεται με βάση τις αποδοχές, τον πληθωρισμό ή το 2,5%, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο· ένας μηχανισμός που εξασφαλίζει ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι συντάξεις αυξάνονται αναλογικά με τους μισθούς. Ο Nicolas, όπως φαίνεται, θέλει η γιαγιά του να έχει μια ωραία ζωή – και να απολαύσει και ο ίδιος μια άνετη σύνταξη.  Οι ηλικιωμένοι έχουν «κλειδώσει» το κράτος πρόνοιας όχι μόνο επειδή αποτελούν μια μεγάλη ομάδα ψηφοφόρων, αλλά επειδή όλοι είναι θετικά διακείμενοι στο να γίνουν αποδέκτες.

Το δεύτερο είναι ότι οι φόροι του Nicolas δεν έχουν αυξηθεί σε καμία περίπτωση στο βαθμό που θα χρειαζόταν για να πληρώσουν για τους ηλικιωμένους – γι’ αυτό και τόσες πολλές κυβερνήσεις δημιουργούν μεγάλα χρέη. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, η συνολική φορολογική σφήνα, ή η διαφορά μεταξύ του μισθού που παίρνει ένας εργαζόμενος και του κόστους που συνεπάγεται η απασχόλησή του, είναι σήμερα κατά μέσο όρο χαμηλότερη από ό,τι ήταν το 2000 για ένα άτομο που κερδίζει το 167% του μέσου μισθού. Ακόμα και στη Γαλλία και τη Βρετανία, η αύξηση της φορολογικής σφήνας είναι μεγαλύτερη κατά λιγότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες.

Ωστόσο,  ο Nicolas έχει ένα πρόβλημα. Εάν οι κυβερνήσεις αποφασίσουν να αποτρέψουν τις δημοσιονομικές κρίσεις με την εξισορρόπηση των προϋπολογισμών, είναι ο πιθανότερος στόχος. Αν και το ισοζύγιο των στοιχείων δείχνει ότι το σφίξιμο του ζωναριού είναι ευκολότερο για την οικονομία όταν περικόπτονται οι δαπάνες αντί να αυξάνονται οι φόροι, η πολιτική μιας κοινωνίας  που γερνάει το καθιστά δύσκολο. Το υπόλοιπο κράτος έχει ήδη συμπιεστεί, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για τις συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη. Από τις μεταρρυθμίσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ιταλία μέχρι τα ελλείμματα στη Βρετανία, οι οικονομολόγοι έχουν συνδέσει την υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών με την άνοδο των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων, τα οποία οι κατεστημένες δυνάμεις προσπαθούν να αναχαιτίσουν. Οι φόροι, ιδίως για τους υψηλότερα αμειβόμενους, θα πρέπει να αυξηθούν — εκτός αν βρεθεί μια πιο βολική διέξοδος από το χρέος, μια πιθανότητα που εξετάζεται στο επόμενο κεφάλαιο.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από το www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.