Σχεδόν όπου κι να κοιτάξουμε στον πλούσιο κόσμο, τα οικονομικά των κυβερνήσεων βρίσκονται υπό κατάρρευση. Η Γαλλία, καθώς το χρέος της διογκώνεται, αλλάζει πρωθυπουργούς πιο γρήγορα από ό,τι στις Βερσαλλίες άλλαζαν περούκες. Στις 14 Οκτωβρίου ο Sébastien Lecornu, ο τελευταίος, πρότεινε την καθυστέρηση της αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης που θα αποκαθιστούσε τη ισορροπία στον προϋπολογισμό. Στην Ιαπωνία και οι δύο αντίπαλοι υποψήφιοι για την πρωθυπουργία θέλουν να σπαταλήσουν χρήματα, παρά τα τεράστια χρέη της χώρας τους. Η Βρετανία αναγκάζεται να προβεί σε μεγάλες αυξήσεις φόρων για να καλύψει μια τρύπα στον προϋπολογισμό της, αφού οι μεταρρυθμίσεις κοινωνικής πρόνοιας ως επί το πλείστο εγκαταλείφθηκαν -και παρά την υποτιθέμενη αύξηση των φόρων άπαξ, πέρυσι. Πάνω απ’ όλα, όμως, δεσπόζει το μη βιώσιμο έλλειμμα της Αμερικής που ανέρχεται στο 6% του ΑΕΠ, το οποίο ο πρόεδρος Donald Trump σκέφτεται να αυξήσει με ακόμα περισσότερες φοροαπαλλαγές.
Πόσο καιρό μπορούν οι κυβερνήσεις να ζουν τόσο πολύ πέρα από τις δυνατότητές τους; Το δημόσιο χρέος του πλούσιου κόσμου ανέρχεται ήδη στο 110% του ΑΕΠ. Πριν από την πανδημία, υπήρξε τόσο υψηλό μόνο μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Τότε, η Βρετανία κατάρτιζε σχεδόν έναν αιώνα σφιχτούς προϋπολογισμούς για να αποπληρώσει τους πιστωτές της. Ωστόσο, όπως εξηγεί η ειδική μας έκθεση, οι πολιτικοί σήμερα αγωνίζονται να ισοσκελίσουν τα βιβλία.
Δεν μπορούν να αποφύγουν τους αυξανόμενους λογαριασμούς τόκων και τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες. Η γήρανση του πληθυσμού ασκεί μια ακατανίκητη εκλογική πίεση για χορήγηση περισσότερων χρημάτων. Η αύξηση των φόρων είναι εξίσου δύσκολη. Στην Ευρώπη τα κυβερνητικά έσοδα είναι ήδη υψηλά. Στην Αμερική οι φόροι αποτελούν το εισιτήριο για εκλογική ήττα. Μόνο μία φορά στην εποχή της καθολικής ψηφοφορίας μια οικονομία της G7 πέτυχε μεγάλη μείωση του χρέους της κυρίως σφίγγοντας το ζωνάρι της: Ο Καναδάς από τη δεκαετία του 1990, στο απόγειο της τεχνοκρατικής εποχής. Κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να κάνει κάτι αντίστοιχο σήμερα.
Μπορεί να ελπίζετε ότι η αύξηση της παραγωγικότητας, τροφοδοτούμενη από την τεχνητή νοημοσύνη (AI), θα ανακουφίσει το κράτος από τις δύσκολες δημοσιονομικές επιλογές. Ευσεβής πόθος. Οι χώρες τείνουν να αναπτύσσονται για να βγουν από το χρέος επειδή το εργατικό δυναμικό τους αυξάνεται ή επειδή είναι μικρές και προλαβαίνουν άλλες οικονομίες. Οι πρωτοποριακές τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη είναι διαφορετικές. Οι συντάξεις και οι δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη τείνουν να αυξάνονται με τα εισοδήματα: στα μεγάλα κράτη πρόνοιας θα εκτοξευθούν μαζί με την παραγωγικότητα . Το ίδιο, λένε τα συνήθη οικονομικά μοντέλα, θα συμβεί και με τα επιτόκια. Αν η ΤΝ έχει θαυματουργές επιδράσεις στην ανάπτυξη, οι σημερινές υπέρογκες δαπάνες για κέντρα δεδομένων και τσιπ θα γίνουν ακόμα μεγαλύτερες, γεγονός που θα ανεβάσει τα επιτόκια, καθιστώντας πιο ακριβή την εξυπηρέτηση των παλαιών χρεών και αντισταθμίζοντας το δημοσιονομικό ευεργέτημα που προέρχεται από την ταχύτερη ανάπτυξη.
Επομένως, οι κυβερνήσεις είναι όλο και πιθανότερο να καταφύγουν στον πληθωρισμό και τη χρηματοπιστωτική καταστολή για να μειώσουν την πραγματική αξία των υψηλών χρεών τους, όπως έκαναν τις δεκαετίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο μηχανισμός για μια τέτοια στρατηγική υπάρχει στις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες έχουν μεγάλο αποτύπωμα στις αγορές ομολόγων. Ήδη, λαϊκιστές όπως ο κ. Trump και ο Nigel Farage στη Βρετανία επιτίθενται στις κεντρικές τράπεζες των χωρών τους με προτάσεις που θα αποδυναμώσουν την άμυνα κατά του πληθωρισμού.
Οι αυξήσεις των τιμών είναι αντιδημοφιλείς – ρωτήστε τον καημένο τον Joe Biden – αλλά δεν χρειάζονται πολιτική υποστήριξη για να ξεκινήσουν. Κανείς δεν τις ψήφισε ούτε τη δεκαετία του 1970 ούτε το 2022. Όταν οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να συμμαζευτούν και εφαρμόζουν οικονομικές πολιτικές που δεν είναι βιώσιμες, οι εξάρσεις του πληθωρισμού απλώς συμβαίνουν. Μέχρι να ξυπνήσουν οι αγορές, είναι ήδη πολύ αργά.
Ένας λόγος παραπάνω για να σκεφτούμε το μέλλον και να προβληματιστούμε για το πώς ο πληθωρισμός βλάπτει την οικονομία και την κοινωνία. Αναδιανέμει τον πλούτο άδικα: από τους πιστωτές στους οφειλέτες, από εκείνους που έχουν μετρητά και ομόλογα σε εκείνους που κατέχουν πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, όπως σπίτια, και από εκείνους που συμφωνούν για συμβόλαια και μισθούς με όρους μετρητών σε εκείνους που είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να προβλέπουν υψηλότερες τιμές. Προκαλεί αυτό που ο John Maynard Keynes ονόμασε «αυθαίρετη αναδιάταξη του πλούτου». Και αυτό θα μπορούσε να συμβεί ακριβώς τη στιγμή που οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν άλλες μεταφορές πλούτου που οι χαμένοι θα τις θεωρήσουν επίσης άδικες: στην αγορά εργασίας, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη αναλαμβάνει εργασίες ρουτίνας σε γραφεία, αλλά και μέσω της κληρονομιάς, καθώς οι baby boomers κληροδοτούν τεράστιο περιουσιακό πλούτο σε όσους τυχερούς έχουν τους «σωστούς» γονείς.
Αυτή η πολύπλευρη «ζύμωση» των περιουσιών θα μπορούσε να καταστρέψει τη μεσαία τάξη, η οποία «δένει» τις δημοκρατίες, και να διαταράξει το κοινωνικό συμβόλαιο. Τον 20ό αιώνα η Αργεντινή, που μαστιζόταν από τον πληθωρισμό, μετατράπηκε από μια από τις πλουσιότερες νεαρές χώρες του κόσμου σε μια οικονομία μεσαίου εισοδήματος που έπεφτε από τη μια κρίση στην άλλη. Ο ανταγωνισμός που μαινόταν στο Μπουένος Άιρες δεν ήταν για το ποιος θα μπορούσε να καινοτομήσει ή να είναι ο πιο παραγωγικός, αλλά για το ποιος θα μπορούσε να κατακτήσει το κράτος και να εκμεταλλευτεί τη δύναμή του για να τον βοηθήσει να αποφύγει τις δημευτικές συνέπειες του πληθωρισμού. Αυτό είναι το μέλλον για τις χώρες όπου οι ηγέτες αρνούνται ή αποφεύγουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στην προσπάθειά τους για αναδιανομή. Πριν από μια δεκαετία αυτή η εφημερίδα προέτρεπε τις αναδυόμενες αγορές όπως η Βραζιλία και η Ινδία να λάβουν υπόψη τους την παραβολή της Αργεντινής. Σήμερα η προειδοποίησή μας απευθύνεται στις πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου.
Ωστόσο, αυτό το καθοδικό σπιράλ δεν είναι αναπόφευκτο. Οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών τη δεκαετία του 1970 οδήγησαν και στην εκλογή του Ronald Reagan και της Margaret Thatcher, που αντιμετώπισαν το «υγιές χρήμα» ως θεμέλιο του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κράτους και πολίτη. Καθιέρωσαν μια νέα οικονομική ορθοδοξία: αν τα δημόσια χρέη επρόκειτο να τιμηθούν, τότε έπρεπε να είναι και δικαιολογημένα — και βιώσιμα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ διεξήγαγε έναν πόλεμο κατά του πληθωρισμού που καθιέρωσε την αξιοπιστία των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών για μια ολόκληρη γενιά. Αυτό το τεχνοκρατικό μοντέλο εξαπλώθηκε. Η μείωση του πληθωρισμού στις περισσότερες αναδυόμενες αγορές από τη δεκαετία του 1990 ήταν θαυματουργή. Ακόμα και ο εξουθενωμένος Javier Milei μπορεί να επιτρέψει στην Αργεντινή να ευημερήσει.
Ποιον δρόμο θα ακολουθήσει ο πλούσιος κόσμος — τον καταστροφικό ή τον συνετό; Σε πολλές χώρες, όταν ξεσπάσει η δημοσιονομική κρίση, οι λαϊκιστές θα βρίσκονται ήδη στην εξουσία. Ίσως τότε τους καταλογιστεί η ευθύνη για το χάος, αυξάνοντας τις πιθανότητες επιστροφής στη δημοσιονομική πειθαρχία. Παντού, ένας συνασπισμός αποταμιευτών και κατόχων ομολόγων θα σταθεί απέναντι στον πληθωρισμό. Το κατά πόσο η φωνή τους θα εισακουστεί, θα εξαρτηθεί από μια σειρά συγκρούσεων ανάμεσα στις αγορές ομολόγων και στους πολιτικούς — συγκρούσεων που, σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως αποδειχθούν σκληρές.
Αν ο κόσμος καταφέρει να αναδυθεί με μικρότερα χρέη και με επίγνωση των κινδύνων του υπερβολικού δανεισμού, τότε μια μορφή ανανέωσης παραμένει εφικτή. Η εναλλακτική είναι οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη να παραδοθούν στο χάος.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από το www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.