Η γενιά Z μπορεί να μονοπωλεί τη συζήτηση γύρω από τις επενδύσεις —με τα κρυπτονομίσματα, το FOMO[1], τις μετοχές-meme και τις παιχνιδοποιημένες πλατφόρμες— όμως, πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες που αλλάζουν πραγματικά το τοπίο. Η εκρηκτική άνοδος του αμερικανικού χρηματιστηρίου τα τελευταία χρόνια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους ηλικιωμένους επενδυτές, οι οποίοι αποδεικνύονται πιο τολμηροί από ποτέ.
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια μια σιωπηλή αλλά επαναστατική μεταστροφή βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι Αμερικανοί ηλικίας 70 ετών και άνω κατέχουν πλέον το 39% όλων των μετοχών και των αμοιβαίων κεφαλαίων (τα οποία επενδύουν κυρίως σε μετοχές)—ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της περιόδου 1989-2009. Η θεαματική αυτή μετατόπιση αποτυπώνει μια αλλαγή νοοτροπίας: η ανοχή των ηλικιωμένων Αμερικανών στον επενδυτικό κίνδυνο έχει αυξηθεί δραματικά. Πολλοί εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές συμβουλές που προτάσσουν την προστασία του πλούτου και στρέφονται στην επιθετικότερη ανάπτυξη του πλούτου τους, κάτι που σημαίνει ότι σε περίπτωση ύφεσης, οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν ιδιαίτερα σοβαρές.
Το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας εξηγεί μόνο ένα μέρος της εκτίναξης του χρηματιστηριακού πλούτου που κατέχουν οι ηλικιωμένοι. Το 2010, μόλις το 9% των Αμερικανών ήταν 70 ετών και άνω· σήμερα το ποσοστό αυτό έχει φτάσει το 12%. Ωστόσο, αυτή η δημογραφική μεταβολή αποτελεί μόνο την επιφάνεια της ιστορίας. Αν η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα είχε διατηρήσει σταθερές τις επενδυτικές της κατανομές, το μερίδιό της στον χρηματιστηριακό πλούτο θα είχε αυξηθεί μόλις κατά το μισό από αυτό που πραγματικά συνέβη μετά την κρίση του 2007-09.Αντίθετα, τα τελευταία πέντε χρόνια η μετατόπιση υπήρξε εντυπωσιακά ταχεία: σχεδόν το μισό της αύξησης των 24 τρισ. δολαρίων σε μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια έχει συσσωρευτεί από τους Αμερικανούς άνω των 70 ετών.
Η νεοαποκτηθείσα «ασημένια» εμπιστοσύνη της Αμερικής είναι επίσης προϊόν του αυξανόμενου πλούτου της. «Αν δεν έχω μια ασυνήθιστα μεγάλη διάρκεια ζωής, έχω αρκετά για να επιβιώσω για το υπόλοιπο της ζωής μου», λέει ο Jay Gourley, ένας 77χρονος που σπουδάζει μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο George Mason. «Μπορώ… να αναλάβω κάποιο ρίσκο χωρίς να ανησυχώ μήπως χρειαστεί να πανικοβληθώ». Ο κ. Gourley διατηρεί ένα χαρτοφυλάκιο με περίπου 8% σε μετρητά και το υπόλοιπο σε ένα μείγμα αμοιβαίων κεφαλαίων δείκτη και μεμονωμένων μετοχών. Εάν πιεζόταν, θα μετατόπιζε τις μετοχές του σε πιο συντηρητικούς κλάδους αντί να τις ανακατανέμει σε ομόλογα.
Για μεγάλο μέρος της επενδυτικής ζωής ενός σημερινού συνταξιούχου, η αγορά ομολόγων παρείχε χρήσιμες αποδόσεις. Από το 1980 έως το 2005 οι αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων είχαν απόδοση κατά μέσο όρο 3,8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον πληθωρισμό ετησίως. Ωστόσο, κατά την επόμενη περίοδο το ποσοστό αυτό έπεσε κάτω από 0,5 ποσοστιαίες μονάδες. Οι επενδυτές ομολόγων κάηκαν από την εκτίναξη των τιμών καταναλωτή που ακολούθησε την πανδημία. Ο Thomas Van Spankeren της RISE Investments, λέει ότι πολλοί ηλικιωμένοι που συμβουλεύει υποθέτουν ότι οι πρόσφατες ισχυρές επιδόσεις των αμερικανικών χρηματιστηρίων θα συνεχιστούν. Γιατί λοιπόν να ασχοληθούν με τις ασήμαντες αποδόσεις των ομολόγων;
Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχει μια άλλη, λιγότερο ορθολογική κινητήρια δύναμη. Οι ηλικιωμένοι επενδυτές είναι εξίσου επιρρεπείς στο FOMO όπως και τα εγγόνια τους. Σύμφωνα με τη Michelle Gessner, χρηματοοικονομική σχεδιάστρια στο Χιούστον, οι περισσότεροι από τους πελάτες της άνω των 70 ετών έχουν επενδύσει τουλάχιστον 60% σε μετοχές. Ένας άλλος χρηματοοικονομικός σχεδιαστής θυμάται μια πελάτισσα που απεβίωσε πρόσφατα, αρκετά μετά τα 90 της -με καθαρή αξία περίπου 20 εκατ. δολάρια- να αγοράζει μετοχές της Nvidia ενώ βρισκόταν στο γηροκομείο.
Μια τέτοια συμπεριφορά θα προβληματίσει ιδιαίτερα τους παρόχους συμβατικών χρηματοοικονομικών συμβουλών. Μια ευρετική μέθοδος, που χρονολογείται τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1950, υποστηρίζει ότι η κατανομή των μετοχών ενός επενδυτή πρέπει να είναι 100 μείον την ηλικία του. Έτσι, ένας 25χρονος θα πρέπει να κατέχει το 75% των περιουσιακών στοιχείων του σε μετοχές, ενώ ένας 75χρονος μόλις το 25%. Αυτή η λογική έχει δημιουργήσει μια βιομηχανία «ηλικιακών» αμοιβαίων κεφαλαίων, οχημάτων που ανακατανέμουν σταθερά από μετοχές σε ομόλογα καθώς ο επενδυτής γερνάει. Για παράδειγμα, το αμοιβαίο κεφάλαιο Target Retirement 2070 που διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Vanguard, έχει τώρα τοποθετήσεις της τάξεως του 90% περίπου στο χρηματιστήριο. Κατά τα επόμενα 45 χρόνια, το ποσοστό αυτό θα μειωθεί σε περίπου 30%.
Βέβαια, ορισμένοι ερευνητές παραμένουν πιο αισιόδοξοι. Το 2014 ο Wade Pfau του American College of Financial Services και ο Michael Kitces, που τότε ανήκε στην Pinnacle Advisory Group, μια άλλη εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, διαπίστωσαν ότι οι ηλικιωμένοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν αυξάνοντας την τοποθέτηση σε μετοχές καθ’ όλη τη διάρκεια της συνταξιοδότησης. Η χρονική στιγμή των αποδόσεων, υποστήριξαν, έχει πραγματικά σημασία. Οι επενδυτές που πωλούν μετοχές και αγοράζουν ομόλογα κατά τη διάρκεια της ύφεσης δεσμεύουν τις απώλειες και δεν έχουν καμία έκθεση σε μια ενδεχόμενη ανάκαμψη. Ιστορικά, σημειώνουν, σε μια περίοδο 30 ετών, ένας επενδυτής που ξεκινά τη συνταξιοδότηση με 30% σε μετοχές και την αυξάνει σταθερά στο 80%, θα έχει πολύ καλύτερες αποδόσεις σε σχέση με κάποιον που κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Άλλοι ερευνητές προχωρούν ένα βήμα παραπέρα. Σε πρόσφατη μελέτη τους, οι Aizhan Anarkulova του Πανεπιστημίου Emory, Scott Cederburg του Πανεπιστημίου της Αριζόνα και Michael O’Doherty του Πανεπιστημίου του Μιζούρι προτείνουν οι επενδυτές να διατηρούν το ένα τρίτο του χαρτοφυλακίου τους σε αμερικανικές μετοχές και τα δύο τρίτα σε μετοχές από τον υπόλοιπο κόσμο. Με βάση εκατοντάδες χρόνια χρηματοοικονομικών δεδομένων από 39 χώρες, εκτιμούν ότι οι επενδυτές που αποσύρουν κάθε χρόνο το 4% των συνταξιοδοτικών τους αποταμιεύσεων έχουν, αν επενδύσουν αποκλειστικά σε βραχυπρόθεσμα ομόλογα, 39% πιθανότητα να ξεμείνουν από χρήματα, έναντι 17% πιθανότητας αν έχουν ένα ισορροπημένο χαρτοφυλάκιο και μόλις 7% για την αγαπημένη τους στρατηγική σε μετοχές μόνο.
Παρόλο που ένα χαρτοφυλάκιο με μεγάλο βάρος στις μετοχές μπορεί να έχει νόημα για τους μεμονωμένους επενδυτές, θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στην αγορά, ιδίως κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης. Σε ένα αισιόδοξο σενάριο, οι ηλικιωμένοι αγοράζουν για τα παιδιά και τα εγγόνια τους και αναμένουν ότι οι μετοχές θα κληροδοτηθούν και θα κρατηθούν για δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να αποδειχθούν «σκληρά καρύδια», και να βγουν ενισχυμένοι όπως συνέβη με την ανάκαμψη της αγοράς μετά το 2007-09, τη φούσκα dotcom και το κραχ του 1987. Μια έρευνα της Schroders, μιας άλλης εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, διαπιστώνει ότι, κατά τη διάρκεια της πανδημικής ύφεσης του 2020, μόνο το 25% των επενδυτών ηλικίας 71 ετών και άνω προέβησαν σε αλλαγές στο επίπεδο κινδύνου του χαρτοφυλακίου τους, το μικρότερο ποσοστό από κάθε άλλη ηλικιακή ομάδα.
Όπως φαίνεται, σε μια παρατεταμένη ύφεση η λογική που επικρατεί αλλάζει ριζικά. Οι νεότεροι επενδυτές μπορεί να αισθάνονται πιο ήρεμοι, γνωρίζοντας ότι έχουν δεκαετίες μπροστά τους για να ανακτήσουν τυχόν απώλειες. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, όμως, δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια. Όσοι έχουν στραφεί σε πιο επιθετικές επενδύσεις παρασυρμένοι από το FOMO ίσως μπουν στον πειρασμό να κάνουν απότομη στροφή — να περιορίσουν τις θέσεις τους ή ακόμη και να ξεπουλήσουν τα πάντα, επειδή χρειάζονται ρευστότητα για βασικές ανάγκες, όπως τα έξοδα περίθαλψης. Εάν ο αριθμός αυτών των επενδυτών είναι μεγάλος, μια τέτοια συμπεριφορική μεταστροφή θα μπορούσε να εντείνει την πτώση της αγοράς. Το κατά πόσο οι «ασημένιοι γίγαντες» του χρηματιστηρίου θα αποδειχθούν πιστοί κάτοχοι των περιουσιακών τους στοιχείων ή θα σπεύσουν στην έξοδο, θα φανεί μόνο όταν οι συνθήκες δυσκολέψουν πραγματικά. Και τότε, το αποτέλεσμα θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από ποτέ.
[1] Ο όρος FOMO (Fear of missing out) στα οικονομικά, αναφέρεται στον φόβο της απώλειας μιας επικερδούς επένδυσης ή ευκαιρίας συναλλαγών, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε παράλογες οικονομικές αποφάσεις, όπως η αγορά σε υψηλή τιμή λόγω διαφημιστικής εκστρατείας ή τάσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από το www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.