Για να αποφύγει τα χειρότερα, η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο του πεπρωμένου της

Αν δεν το κάνει, η Κίνα θα εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες της ηπείρου

Ευρώπη © Freepik

Για ολόκληρες δεκαετίες η Ευρωπαϊκή Ένωση έβρισκε παρηγοριά στην πεποίθηση ότι κατείχε το κλειδί για το μέλλον. Η αλήθεια είναι ότι η Κίνα κυριαρχούσε στη μεταποίηση και η Αμερική διέθετε μεγαλύτερους στρατούς, αλλά στο βασίλειο του νόμου και των κανονισμών η παγκόσμια υπερδύναμη βρισκόταν στις Βρυξέλλες. Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, μόνο η ΕΕ κατανοούσε την αλχημεία της μετατροπής των εθνικών κρατών σε μπλοκ που είναι μεγαλύτερα από το άθροισμα των μερών τους.

Σήμερα, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Η Κίνα δεν κάνει απλώς ντάμπινγκ στις εξαγωγές και επιδοτεί τις εταιρείες της αλλά ανταγωνίζεται και καινοτομεί περισσότερο από μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκινητοβιομηχανίας. Πέρυσι το εμπορικό έλλειμμα της Γερμανίας με την Κίνα ανήλθε σε 66 δισ. ευρώ (76 δισ. δολάρια)- φέτος μπορεί να διευρυνθεί σε πάνω από 85 δισ. ευρώ, δηλαδή σε περίπου 2% του ΑΕΠ. Το ανησυχητικό είναι ότι η Κίνα εκμεταλλεύεται την εξάρτηση της Ευρώπης, εργαλειοποιώντας τα εμπάργκο ή την απειλή τους στα τσιπ και τις σπάνιες γαίες. Αυτό συνέβη από τη στιγμή που ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αμφισβήτησε τη δέσμευση της Αμερικής να εγγυηθεί την ασφάλεια του ΝΑΤΟ. Και σαν να μην έφτανε το ένα κακό, ο κ. Τραμπ εκμεταλλεύτηκε την παρατεταμένη στρατιωτική εξάρτηση της Ευρώπης, για να επιβάλει μια εμπορική συμφωνία που οι Ευρωπαίοι μισούν.

Η ΕΕ σχεδιάστηκε να ευημερεί σε έναν προβλέψιμο κόσμο κανόνων και διαδικασιών. Σήμερα, είναι παγιδευμένη ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη που διεκδικούν το νόμο της ζούγκλας. Σε συνομιλίες μεταξύ Αμερικής και Κίνας που έχουν κατακλυσμιαίες  συνέπειες για την οικονομία της ίδιας της Ευρώπης, αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση. Αν η Ευρώπη δεν θέλει να παρασυρθεί στην ασημαντότητα, πρέπει επειγόντως να βρει ένα νέο, ορθολογικό τρόπο χρήσης της εξουσίας.

Μέχρι στιγμής, αυτή η φιλοδοξία προκαλεί δύο πολύ διαφορετικές αντιδράσεις – και δυστυχώς, και οι δύο θα μπορούσαν να γυρίσουν μπούμερανγκ. Στις Βρυξέλλες και σε ορισμένες πρωτεύουσες γίνεται λόγος για τη χρήση της εμπορικής προστασίας και της βιομηχανικής πολιτικής για τη στήριξη της στρατηγικής παραγωγής. Ορισμένες βιομηχανίες είναι πράγματι στρατηγικές, αλλά η δικαιολογία της εθνικής ασφάλειας εγκυμονεί τον κίνδυνο να προστατευθούν τα πάντα, από τα σιτηρά μέχρι την ξυλεία, γεγονός που θα επιτάχυνε την παρακμή της Ευρώπης. Ακόμα και τη στιγμή που οι δασμοί θεωρούνται δικαιολογημένοι, δεν παύουν να αποτελούν φόρο για τους ήδη υπερφορολογημένους καταναλωτές της Ευρώπης και, όπως έδειξαν οι δασμοί στα ηλεκτρικά οχήματα, μπορεί να μην πετύχουν αυτό που επιδιώκουν.

Από την πλευρά τους, τα λαϊκιστικά-δεξιά κόμματα της Ευρώπης εκμεταλλεύονται το κύμα δυσαρέσκειας έναντι των ελίτ της ηπείρου. Οι Βρυξέλλες, λένε οι λαϊκιστές ηγέτες, στερούν από τις ευρωπαϊκές οικονομίες τον δυναμισμό και την κυριαρχία. Πιστεύουν ότι οι θεραπείες για τον λήθαργο της Ευρώπης βρίσκονται στις εθνικές πρωτεύουσες. Ωστόσο, ακόμα και αν καμία χώρα δεν ακολουθήσει τη Βρετανία στην έξοδο από την ΕΕ, η κατάρρευση της συνεργασίας στις Βρυξέλλες θα δημιουργήσει ένα τοξικό μείγμα στασιμότητας, αλληλοκατηγοριών και κατακερματισμού που θα οδηγούσε την ΕΕ σε μια επικίνδυνη πορεία: σε έναν κόσμο χωρίς νόμους η δύναμη μετακυλάει στους αριθμούς.

Τι πρέπει να κάνει, λοιπόν, η Ευρώπη; Κατ’ αρχάς, μπορεί ακόμη να κερδίσει από την υπεράσπιση των κανόνων. Ακόμα και αν η ισχύς ανήκει την Αμερική και την Κίνα, οι οποίες περιφρονούν τους παγκόσμιους κανόνες, πολλές μικρότερες χώρες κατανοούν ότι θα επωφεληθούν από έναν λιγότερο αβέβαιο κόσμο. Η ΕΕ, λόγω της τεράστιας αγοράς της και της εμπειρογνωμοσύνης της, έχει συγκλητική δύναμη, ιδίως στο εμπόριο. Θα πρέπει να αναδειχθεί ως η πρωταθλήτρια των ομοϊδεατών χωρών που θέλουν να προχωρήσουν χωρίς την Αμερική, η οποία αντιπροσωπεύει μόνο το 16% του παγκόσμιου εμπορίου. Οι συνομιλίες με την Ινδία και τα πέντε μέλη της Mercosur ήταν μέχρι πρόσφατα βασανιστικά αργές. Οι πρώιμες συνομιλίες με την CPTPP, τα μέλη της οποίας είναι φυσικοί σύμμαχοι της ΕΕ, αξίζουν μεγαλύτερη αίσθηση του επείγοντος. Οι εξαγωγείς της γερμανικής Mittelstand διαπιστώνουν ήδη ότι αναπτυσσόμενες αγορές όπως η Ινδία και η Βραζιλία αντισταθμίζουν τη μείωση της κινεζικής ζήτησης.

Η Ευρώπη μπορεί ακόμη να κρατήσει σκληρή στάση. Σύμφωνα με τους εμπορικούς κανόνες μπορεί να δράσει κατά του κινεζικού ντάμπινγκ και των επιδοτήσεων. Ήταν ανόητο για τις αυτοκινητοβιομηχανίες της Ευρώπης να εξαρτώνται από έναν μόνο προμηθευτή τσιπ -ιδιαίτερα αφού είδαν τη ζημιά από την εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η Ursula von der Leyen, πρόεδρος της Επιτροπής, υποσχέθηκε να δράσει μετά τους περιορισμούς της Κίνας για τις σπάνιες γαίες, αν και θα πάρει χρόνο και θα χρειαστεί χρήμα. Η Κίνα ενδέχεται να προβεί σε αντίποινα κατά των επιχειρήσεων που αποθηκεύουν εξαρτήματα με σπάνιες γαίες: ένας λόγος παραπάνω ώστε οι προμηθευτές να διαφοροποιηθούν γρήγορα. Εάν χρειαστεί, η ΕΕ θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το «μέσο κατά του εξαναγκασμού», το οποίο επιτρέπει αντίμετρα, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις εξαγωγές που είναι ζωτικής σημασίας για την Κίνα.

Μια δεύτερη κίνηση είναι οι ευρωπαϊκές χώρες να αξιοποιήσουν καλύτερα τη δύναμη που διαθέτουν, ενοποιώντας τις οικονομίες τους. Τα κεντρώα κόμματα που βρίσκονται ακόμη στην εξουσία φοβούνται ότι αυτό θα λειτουργήσει ως πλεονέκτημα στα χέρια της λαϊκιστικής δεξιάς. Ωστόσο, η αδράνεια είναι επίσης μια πολιτική, ενώ οι διαφωνίες και η ατολμία των ηγετών απλώς δικαιώνουν το παράπονο ότι οι κυβερνώντες έχουν ξεμείνει από ιδέες και ότι δεν έχουν την ικανότητα που υποτίθεται ότι είναι το συγκριτικό τους πλεονέκτημα.

Αποτυγχάνοντας να ενσωματωθεί, η ΕΕ αφήνει ένα πλεονέκτημα ανεκμετάλλευτο. Μια ενιαία αγορά που σχεδιάστηκε για τα αγαθά αποτυγχάνει να βοηθήσει τις οικονομίες στις οποίες κυριαρχούν οι υπηρεσίες. Η Ευρώπη μιλάει για απελευθέρωση της αγοράς με μεγάλη ευθυκρισία, αλλά η παρόρμηση για ρύθμιση είναι συνήθως ισχυρότερη. Οι κυβερνήσεις είναι διστακτικές απέναντι σε σχέδια για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, ιδίως την έκθεση που συνέταξε πέρυσι ο Mario Draghi, φοβούμενες ότι τέτοιες κινήσεις θα τους κοστίσουν επιρροή ή θα αναστατώσουν την τάδε ή την δείνα ομάδα συμφερόντων. Παράλληλα, με πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει για την ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και των αγορών ενέργειας, οι πολιτικοί θα πρέπει να αντισταθούν στην μόδα της μεταποίησης. Η αποβιομηχάνιση δεν είναι μια άσκοπη ανησυχία, αλλά οι θέσεις εργασίας στα εργοστάσια θα μειώνονταν ακόμα και χωρίς τον κινεζικό ανταγωνισμό.

Για να είναι πιο αποτελεσματικά, τα μέτρα θα απαιτήσουν μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό. Η πρόνοια είναι πολύ ακριβή και η γραφειοκρατία πολύ αναποτελεσματική. Η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα παρεμποδίζονται από τις ρυθμίσεις. Ο σχεδιασμός είναι συχνά πολύ ευάλωτος στην αμφισβήτηση. Το κόστος της ενέργειας αποτελεί δυσβάστακτο φόρο για τους κατασκευαστές.

Σε πολλούς στις Βρυξέλλες όλα αυτά ίσως ακούγονται σαν μια εξαιρετικά φιλόδοξη εντολή. Το να λέει κανείς τι πρέπει να γίνει είναι εύκολο· το δυσκολότερο, είναι να υπερβεί τα εμπόδια που κρατούν 27 ανεξάρτητες χώρες από το να δράσουν συντονισμένα στην πιο πρόσφατη και ίσως μεγαλύτερη αποστολή της Ευρώπης. Οι ηγέτες πρέπει να αντιληφθούν την απειλή και να αφυπνιστούν. Πρέπει επίσης να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι η αλλαγή, έτσι κι αλλιώς, έρχεται. Το δίλημμα για την Ευρώπη είναι σαφές: θα κρατήσει το πεπρωμένο της στα χέρια της ή θα αφήσει την Κίνα και την Αμερική να επιβάλουν τις σαρωτικές αλλαγές; Η επιλογή ανήκει στην Ευρώπη.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από το www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.