Το πρώτο αποθεματικό νόμισμα της Ευρώπης ήταν το τετράδραχμο, στο οποίο ήταν χαραγμένη μια κουκουβάγια. Το σύμβολο της σοφίας προοριζόταν να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους άρχοντες της αρχαίας Αθήνας. Tο ίδιο σύμβολο εμφανίζεται σήμερα στην ελληνική έκδοση του νομίσματος του 1 ευρώ.
Αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο το τετράδραχμο είναι αναγνωρίσιμο στους σύγχρονους οικονομολόγους. Όπως σημειώνει ο Barry Eichengreen από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, σε όλη την ιστορία, όλα τα κορυφαία νομίσματα ανήκαν σε δημοκρατίες. Η Αθήνα ήταν η τελευταία. Ο περιορισμός των ισχυρών, όπως παρέχεται από τους ψηφοφόρους, υπόσχεται έναν βαθμό σταθερότητας -ένα κρίσιμο συστατικό, μαζί με μια μεγάλη οικονομία και στρατιωτική ισχύ, για κάθε αποθεματικό νόμισμα. Σήμερα η απουσία μιας τέτοιας σταθερότητας στην Αμερική ωθεί τους επενδυτές και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αμφισβητήσουν τον ρόλο του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Με το δολάριο να αγωνίζεται, μήπως τώρα θα μπορούσε αυτή να είναι η στιγμή του ευρώ; Τόσο η Christine Lagarde, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), όσο και ο Paschal Donohoe, επικεφαλής του Eurogroup, του φόρουμ των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, μίλησαν πρόσφατα για τους τρόπους ενίσχυσης του διεθνούς ρόλου του νομίσματος. Το ευρώ δεν πρόκειται να αντικαταστήσει το δολάριο, αλλά μπορεί να υπηρετήσει μια όλο και πιο σημαντική λειτουργία. Και αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εκμεταλλευτούν τη συγκυρία, κάποιες δυνητικές κοσμογονικές αλλαγές στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική τάξη θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προς όφελος της Ευρώπης.
Chart: The Economist
Από τη γέννησή του το 1999, το ευρώ είναι ένας από τους διεκδικητές του παγκόσμιου κύρους. Στην πορεία προς τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ήλπιζαν ότι το νόμισμά τους θα μπορούσε, με τον καιρό, να ανταγωνιστεί το δολάριο. Στη συνέχεια, στη δεκαετία του 2010, ήρθε η κρίση του ευρώ. Η ΕΚΤ δεν είχε συσταθεί ως δανειστής έσχατης λύσης, γεγονός που έκανε τα κρατικά ομόλογα ευάλωτα σε μαζικές εκροές. Το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης ήταν διασπασμένο κατά μήκος εθνικών γραμμών και επιρρεπές σε βρόχους καταδίκης που συνέδεαν το επισφαλές δημόσιο χρέος με τα πιο επισφαλή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Οι κεφαλαιαγορές ήταν πολύ μικρές για να αντισταθμίσουν αυτόν τον κίνδυνο. Η ευρωζώνη παρείχε ελάχιστα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία για όσους ήθελαν να αποθηκεύσουν μετρητά: οι εκδότες ομολόγων ήταν είτε πολύ φειδωλοί (στην περίπτωση της Γερμανίας), είτε δεν είχαν αξιοπιστία (στην περίπτωση της Ιταλίας και της Ισπανίας). Κοινό χρέος, που να υποστηρίζεται από ολόκληρο το μπλοκ, δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου. Οι δυσοίωνες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης οδήγησαν τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αποδόσεις κάτω από το μηδέν. Με τα ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία να προσφέρουν χαμηλές αποδόσεις, η ζήτηση για ευρώ ήταν μικρή και δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για παγκόσμιο ρόλο του νομίσματος.
Σήμερα το ευρώ είναι σταθερά αλλά με μεγάλη απόσταση δεύτερο έναντι του δολαρίου, καθώς αντιπροσωπεύει το ένα πέμπτο των παγκόσμιων αποθεματικών των κεντρικών τραπεζών έναντι τριών πέμπτων του δολαρίου, με παρόμοια ποσοστά για την έκδοση ομολόγων σε ξένο νόμισμα. Κατά την τελευταία δεκαετία, καθώς ο κόσμος διαφοροποιήθηκε σταδιακά από το δολάριο, το ευρώ αγωνίστηκε πολύ να κερδίσει έδαφος. Ωστόσο, ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι πιστεύουν τώρα ότι αυτό μπορεί να αλλάξει, για τέσσερις κυρίως λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι η χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης έγινε πιο ασφαλής. Η ΕΚΤ έχει αναδειχθεί σε δανειστή έσχατης λύσης σχεδόν κατ’ όνομα, μια διαδικασία που ξεκίνησε ως απάντηση στην κρίση του ευρώ υπό τον Mario Draghi, τον τότε πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19 η τράπεζα θέσπισε ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων με προϋπολογισμό άνω του 1,8 τρισ. ευρώ (2,1 τρισ. δολάρια). Το 2022, όταν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων διευρύνθηκαν δυσάρεστα γρήγορα εν μέσω πληθωρισμού, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δημιούργησαν ένα πρόγραμμα απεριόριστης αγοράς ομολόγων για να αποτρέψουν την εκτίναξη τέτοιων περιθωρίων στο μέλλον.
Οι επενδυτές έχουν επίσης διαπιστώσει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα στηρίξει τις κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, και μάλιστα με γενναιόδωρο τρόπο. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το μπλοκ δημιούργησε ένα σχέδιο ανάκαμψης ύψους 807 δισ. ευρώ, χρηματοδοτούμενο από το κοινό χρέος της Ε.Ε., για να βοηθήσει όσους έμειναν πίσω. Επιπλέον, η ΕΚΤ έχει πλέον εδραιωθεί ως η εποπτική αρχή των 114 μεγαλύτερων τραπεζών της Ευρώπης, οι οποίες κατέχουν μαζί το 82% του συνολικού τραπεζικού ενεργητικού της ηπείρου.
Ένας δεύτερος λόγος αισιοδοξίας είναι ότι οι επενδύσεις στην Ευρώπη έγιναν πιο απλές. Το ταμείο της Ευρώπης για την ανάκαμψη από την πανδημία δημιούργησε πολύ κοινό χρέος και, συνεπώς, ασφαλή περιουσιακά στοιχεία που είναι πραγματικά ευρωπαϊκά. Η Γερμανία πρόκειται μάλιστα να αρχίσει να ξοδεύει μεγάλα ποσά, εν μέσω μιας ηπειρωτικής, χρηματοδοτούμενης από το έλλειμμα «κραιπάλης» στις αμυντικές δαπάνες, οι οποίες, σύμφωνα με τους αξιωματούχους, θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να αυξηθούν από το 2% στο 3,5% του ΑΕΠ.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι οι θεσμοί της Ευρώπης φαίνονται πλέον πιο ελκυστικοί, τουλάχιστον σε σύγκριση με τους αμερικανικούς. Τα ακροδεξιά κόμματα είναι ισχυρά και κερδίζουν έδαφος σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Ένα από αυτά βρίσκεται στην εξουσία στην Ιταλία. Ταυτόχρονα, όμως, το ευρώ είναι το κοινό νόμισμα 20 κυρίαρχων κρατών και έχει μια άκρως ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα που το επιβλέπει. Τα μέλη θα δυσκολευτούν να συμφωνήσουν σε οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο διακυβέρνησης του νομίσματος, πόσω μάλλον σε αυτήν που απαιτείται για να το εργαλειοποιήσουν για γεωπολιτικά οφέλη. Επιπλέον, οι κυρώσεις σε άλλες χώρες θα απαιτούσαν τη συγκατάθεση και των 27 μελών της Ε.Ε. Το κράτος δικαίου είναι κεντρικό στοιχείο σε κάθε πτυχή της Ε.Ε. Οι ασφαλιστικές δικλίδες του μπλοκ δεν αμφισβητούνται, ούτε και η ευρεία συναίνεση, η οποία διαμορφώθηκε έπειτα από δεκαετίες συμβιβασμών και συνδιαλλαγής, ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ανοικτή στο εμπόριο και τις ξένες επενδύσεις. Η ΕΚΤ δημιούργησε ένα πλαίσιο για την παροχή ρευστότητας σε χώρες εκτός ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να είναι πιο ελκυστικό για τις χώρες που πλήττονται από την κρίση απ’ ό,τι το σύστημα ανταλλαγής νομισμάτων της Fed, αν ο κ. Trump συνεχίσει την τρέχουσα πορεία του. Κανείς δεν θέλει να δώσει μόχλευση στον Αμερικανό πρόεδρο.
Επιπλέον, υπάρχει ένας τελευταίος λόγος αισιοδοξίας: η κατάσταση του διεθνούς εμπορίου. Καθώς η Αμερική αποσύρεται από το παγκόσμιο εμπόριο, η Ευρώπη θα κληθεί να παίξει σημαντικότερο ρόλο. Τα αγαθά και οι υπηρεσίες που τιμολογούνται σε ευρώ θα δημιουργήσουν βοηθητικές αγορές στο νόμισμα, μεταξύ άλλων στη χρηματοδότηση του εμπορίου, την ασφάλιση και τα παράγωγα αντιστάθμισης για τα επιτόκια και τα νομίσματα. Αν και τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα συναλλάγματος εξακολουθούν να κυριαρχούνται από το δολάριο, τα παράγωγα επιτοκίων σε ευρώ πρόσφατα ξεπέρασαν εκείνα του δολαρίου. Οι νέοι εμπορικοί δεσμοί θα οδηγήσουν επίσης στη δημιουργία πιστωτικών και καταθετικών λογαριασμών με βάση το ευρώ σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν ζήτηση για περιουσιακά στοιχεία σε ευρώ και, τελικά, αποθεματικά κεντρικών τραπεζών σε ευρώ, δεδομένου ότι κάθε δανειστής έσχατης λύσης πρέπει να εφοδιαστεί με τα νομίσματα που κατέχουν τα τοπικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Chart: The Economist
Η Ευρώπη έχει την ευκαιρία να αναλάβει την ηγεσία μιας νέας φιλελεύθερης εμπορικής τάξης, η οποία θα δημιουργήσει ευκαιρίες για τη διαμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Ursula von der Leyen, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημειώνει αισιόδοξα πως «πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο [θέλουν] να συνεργαστούν στενότερα μαζί μας». Σύμφωνα με έρευνα της ΕΚΤ, στη δεκαετία του 2000 οι ανατολικοί γείτονες της ζώνης του ευρώ άρχισαν να τιμολογούν τις συναλλαγές σε ευρώ λόγω των στενότερων εμπορικών δεσμών με το μπλοκ. Η ίδια δυναμική μπορεί τώρα να υιοθετηθεί κι αλλού. Το κεφάλαιο τείνει να ακολουθεί τη γεωπολιτική ευθυγράμμιση. Η έρευνα της Elisabeth Kempf, τότε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, και των συν-συγγραφέων της διαπιστώνει ότι οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και οι τράπεζες επενδύουν λιγότερο σε χώρες με κυβερνήσεις που ακολουθούν πολιτικές τάσεις διαφορετικές από τις δικές τους (όπως μετράται με βάση τις πολιτικές δωρεές ή τις σχέσεις τους).
Ωστόσο, τέτοιες ευκαιρίες δεν θα έρθουν ουρανοκατέβατες. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να προβούν σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Για αρχή, οι χώρες με μεγάλο χρέος, ιδιαίτερα η Γαλλία και η Ιταλία, θα πρέπει να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη ώστε να παραμείνουν δημοσιονομικά βιώσιμες, αντί να προσθέτουν στον σωρό των επενδύσιμων ομολόγων απλώς και μόνο για να κάνουν τους προϋπολογισμούς τους να λειτουργήσουν. Η Γερμανία, η Ολλανδία και οι σκανδιναβικές χώρες πρέπει να πράξουν το αντίθετο. Να χρησιμοποιήσουν, δηλαδή, τον δημοσιονομικό τους χώρο για επενδύσεις, δημιουργώντας παράλληλα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία. Η οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την Ε.Ε. θα συμβάλει στην αύξηση των αποδόσεων όλων των περιουσιακών στοιχείων σε ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών ομολόγων, καθιστώντας τα με τη σειρά τους ελκυστικότερα.
Chart: The Economist
Η Ευρώπη χρειάζεται επίσης μεγαλύτερες και βαθύτερες κεφαλαιαγορές για να δώσει στους επενδυτές περισσότερα περιουσιακά στοιχεία στα οποία μπορούν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν επικεντρωθεί μέχρι στιγμής στα εύκολα κέρδη όταν προσπαθούν να συνδέσουν τις κατακερματισμένες εθνικές αγορές μεταξύ τους, ασχολούμενοι με θέματα όπως η διαδικασία με την οποία τιτλοποιούνται τα περιουσιακά στοιχεία, αντί για πιο αμφιλεγόμενα θέματα, όπως η εναρμόνιση του πτωχευτικού δικαίου και η ρύθμιση των επιχειρήσεων. Η ταχύτερη πρόοδος στα σχέδια της ΕΚΤ για τη σύνδεση τρίτων χωρών με το εσωτερικό σύστημα πληρωμών της θα βοηθούσε, όπως και ένα διεθνές σκέλος για το ψηφιακό ευρώ.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θα ήθελαν η ήπειρος να εξαρτάται λιγότερο τόσο από την Αμερική, όσο και από την Κίνα. Ένα πιο διεθνές ευρώ θα μείωνε το κόστος δανεισμού για τις εθνικές κυβερνήσεις, κάτι που θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο σε μια εποχή αυξανόμενων αμυντικών δαπανών. Προς το παρόν, ελάχιστοι πολιτικοί θα διατυπώσουν τέτοιες φιλοδοξίες, καθώς γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την οργή της κυβέρνησης Trump, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Η διεθνής χρηματοδότηση έχει τη δική της λογική και μπορεί να καταποντίσει τα νομίσματα ακόμα και χωρίς στομφώδεις ομιλίες. Ρωτήστε τους Αθηναίους. Το γνωρίζουν καλά.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com