Ο Sam Altman: ένας οραματιστής με πρόβλημα αξιοπιστίας

Δύο βιβλία αφηγούνται μια παρόμοια ιστορία για την OpenAI. Πολύ ανησυχητικό

Ο Σαμ Άλτμαν © EPA/GIAN EHRENZELLER

The Optimist. By Keach Hagey. W.W. Norton, 384 σελίδες, 31,99 δολάρια και 25 λίρες Αγγλίας.

Empire of AI. By Karen Hao, Penguin Press, 496 σελίδες, 32 δολάρια και 25 λίρες Αγγλίας.

Σύμφωνα με τον ελληνικό μύθο, ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την χάρισε στους ανθρώπους, μια πράξη που πλήρωσε ακριβά αφού τον έδεσαν για πάντα σε έναν βράχο, όπου ένας αετός τον βασάνιζε καθημερινά τρώγοντας το συκώτι του. Αυτό ήταν το τίμημα της πρώτης μεγάλης τεχνολογίας της ανθρωπότητας. Στον 21ο αιώνα, η ιστορία του Sam Altman συνιδρυτή και επικεφαλής της OpenAI, μοιάζει επίσης με αυτή του Προμηθέα. Ηγήθηκε της δημιουργίας του ChatGPT, το οποίο ξεκίνησε στα τέλη του 2022, καταπλήσσοντας τον κόσμο: ξαφνικά οι επαναστατικές δυνατότητες και οι κίνδυνοι της δημιουργικής τεχνιτής νοημοσύνης απελευθερώθηκαν. Ένα χρόνο αργότερα οι ιδιότροποι θεοί – δηλαδή το μη κερδοσκοπικό συμβούλιο της OpenAI – προσπάθησαν να τον εξορίσουν. Σε αντίθεση με τον Προμηθέα, όμως, ο κ. Altman βγήκε από τη δοκιμασία αλώβητος.

Η ιστορία του αποτελεί το θέμα δύο εξαιρετικών νέων βιβλίων, τα οποία εξερευνούν το σκοτεινό μείγμα ιεραποστολικού ζήλου, αντιπαλότητας και δυσπιστίας στην OpenAI κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για τη γέννηση του ChatGPT. Οι εντάσεις είναι ακόμα πιο εμφανείς στο χάος που οδήγησε στην προσπάθεια απόλυσης του κ. Altman κατά τη διάρκεια του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην αίθουσα συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου τον Νοέμβριο του 2023.

Απόδειξη της ικανότητας των συγγραφέων – δημοσιογράφων, είναι οι βαθιά τεκμηριωμένες και συναρπαστικές περιγραφές, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στις 20 Μαΐου, σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά το ίδιο το γεγονός. Και το ακόμα καλύτερο είναι ότι αφηγούνται την ιστορία με διαφορετικούς τρόπους.

Το βιβλίο της Keach Hagey «The Optimist» (Ο αισιόδοξος) είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί η επίσημη εκδοχή. Είχε πρόσβαση στον κ. Altman και σε πολλούς από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ιστορίας του, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας και των φίλων του. Η προσωπικότητά του είναι αρκετά ζωντανή και περίπλοκη, ώστε η ιστορία της να μην καταφεύγει σε εντυπωσιασμούς, ούτε να τον αγιοποιεί.

Η Karen Hao δεν είχε την ίδια πρόσβαση για το «Empire of AI» (Η αυτοκρατορία της ΤΝ). Η OpenAI την κράτησε σε απόσταση, γεγονός που δίνει στην περιγραφή της περισσότερο ενδιαφέρον. Και τα δύο βιβλία αποκαλύπτουν ενοχλητικά χαρακτηριστικά για τον κ. Altman, την OpenAI και την κουλτούρα της Silicon Valley, τα οποία είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου εν μέσω της διαφημιστικής εκστρατείας για την δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη.

Ο κ. Altman είναι ένας γοητευτικός χαρακτήρας. Όπως λέει η κα Hagey, τα πρώτα πράγματα που παρατηρείς πάνω του είναι το μικρό του ανάστημα και η ένταση του βλέμματός του, «σαν να μιλάει στο πιο σημαντικό πρόσωπο στον κόσμο». Μεγαλωμένος στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής, από νεαρή ηλικία έδειξε την κλίση του στην τεχνολογίας, ενώ ήταν εκπληκτικά πνευματώδης. Αποδείχθηκε γεννημένος σταυροφόρος: στα 17 του σόκαρε μια σχολική συνέλευση αποκαλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του προκειμένου να προωθήσει τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.

Σε όλη του την καριέρα, συνδύασε τη φιλοδοξία του για τεχνολογική δημιουργία που αλλάζει τον κόσμο με το χάρισμά του στην αφήγηση ιστοριών που τον βοηθούν να συγκεντρώσει μεγάλα χρηματικά ποσά για να χρηματοδοτήσει τα όνειρά του. Ξεκίνησε με μια τηλεφωνική εφαρμογή εντοπισμού θέσης που ονομάζεται Loopt. Έκτοτε, τα μεγάλα του στοιχήματα περιλαμβάνουν ένα κρυπτονόμισμα που υποστηρίζεται από σαρώσεις ματιών για την πιστοποίηση της ψηφιακής ταυτότητας σε έναν κόσμο τεχνητής νοημοσύνης, την παράταση της ζωής μέσω της τεχνολογίας κυτταρικής αναζωογόνησης, την πυρηνική σύντηξη και, φυσικά, την αναζήτηση της υπερ-νοημοσύνης.

Κάποιοι παρομοιάζουν τις ικανότητές του με το «πεδίο διαστρέβλωσης της πραγματικότητας» του Steve Jobs. O συνιδρυτής της Apple είχε το χάρισμα να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν στο αδύνατο, αλλά, σε αντίθεση με τον Jobs, ο οποίος ήταν συχνά τραχύς, ο κ. Altman είναι ένας ευαίσθητος ακροατής που ξέρει να πλαισιώνει αυτά που προσφέρει με τρόπους που οι άνθρωποι βρίσκουν γοητευτικούς.

Από νωρίς, οι ικανότητές του στους ανθρώπους προσέλκυσαν ισχυρούς μέντορες. Ο Paul Graham, συνιδρυτής του Y Combinator (YC), μιας θερμοκοιτίδας νεοφυών επιχειρήσεων, δήλωσε για τον κ. Altman: «Θα μπορούσατε να τον ρίξετε με αλεξίπτωτο σε ένα νησί γεμάτο κανίβαλους, να επιστρέψετε σε πέντε χρόνια και να το βρείτε βασιλιά τους». Πράγματι, ο κ. Graham και η σύντροφός του, Jessica Livingston, παρέδωσαν τα ηνία της YC στον κ. Altman μέσα σε λίγα χρόνια, προσφέροντάς του, σε ηλικία 28 ετών μια θέση σχεδόν ασυναγώνιστης δύναμης στη σκηνή των νεοφυών επιχειρήσεων της Silicon Valley.

Ακόμα και τότε, υπήρχαν επιφυλάξεις σχετικά με την ειλικρίνειά του. «Όταν ο Sam χαμογελάει, το κάνει σκόπιμα», λέει ένας πρώην ιδρυτής της YC στην κα Hao. «Ο Sam χαμογέλασε αυθόρμητα μόνο μία φορά, όταν [ο κ. Graham] του δήλωσε να αναλάβει την YC». Στη Loopt, την οποία πούλησε για 43 εκατ. δολάρια το 2012, οι συνάδελφοί του προσπάθησαν δύο φορές να πείσουν το διοικητικό συμβούλιο να τον απολύσει από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου επειδή, όπως λέει η κα Hagey, ακολουθούσε τις δικές του ιδέες χωρίς να τους ενημερώνει. Οι ανησυχίες τους για την αξιοπιστία του εξιστορούνται και στα δύο βιβλία – ακόμα και αν, τελικά, οι χρηματοδότες του παρέμειναν πιστοί.

Ομοίως, στην YC, ο κ. Graham και η κα Livingston απογοητεύτηκαν από την παράλληλη απασχόληση του κ. Altman στην OpenAI, την οποία ξεκίνησε με τον Elon Musk και άλλους το 2015, ενώ διοικούσε ακόμα την YC. Η κα Livingston τον απέλυσε, αλλά όπως αφηγείται η κα Hagey, άφησε χάος στο πέρασμά του. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι εποπτευόταν από ένα μη λειτουργικό διοικητικό συμβούλιο, αλλά είχε χρησιμοποιήσει το μετοχικό κεφάλαιο της YC για να βοηθήσει να προσελκύσει ανθρώπους στην OpenAI. Λέει ότι ορισμένοι εταίροι της YC είδαν μια πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, «ή τουλάχιστον μια απρεπή αξιοποίηση του εμπορικού σήματος της YC για τα προσωπικά σχέδια του Altman».

Αυτές οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές. Και οι δύο μαρτυρίες υποδηλώνουν ότι η φιλοδοξία, η ταχύτητα και ο αργυλόλαλος τρόπος του να λέει στους ανθρώπους αυτό που θέλουν να ακούσουν, έφτασαν κοντά στο να διαλύσουν την OpenAI. Παραδόξως, μερικά από αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά βοήθησαν την OpenAI να συγκεντρώσει τα τεράστια χρηματικά ποσά, την υπολογιστική ισχύ και τους όγκους δεδομένων που αντλούνται από το διαδίκτυο για να τροφοδοτήσουν τα μοντέλα της, και βοήθησαν την εταιρεία να αποκτήσει το προβάδισμα στη δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη.

Σε μια περίπτωση, γνωστή ως «το διαζύγιο», αποξένωσε τόσο πολύ ορισμένους από τους ερευνητές της OpenAI που επικεντρώνονταν στην ασφάλεια, ώστε εγκατέλειψαν την εταιρεία και, το 2021, ίδρυσαν μία από τις κύριες ανταγωνίστριές της, την Anthropic. Σε μια άλλη περίπτωση, γνωστή ως «η έκρηξη», απολύθηκε με εντυπωσιακό τρόπο αφού οι κορυφαίοι υπαρχηγοί του και το διοικητικό συμβούλιο έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του επειδή, όπως αναφέρουν και τα δύο βιβλία, τους παρέθεσε αντικρουόμενες ιστορίες και δεν κατάφερε να τους δώσει σαφείς απαντήσεις σχετικά με τις επενδυτικές δραστηριότητες του ιδίου και της OpenAI. Ωστόσο, επέστρεψε θριαμβευτικά λίγες ημέρες αργότερα, όταν συνειδητοποίησαν ότι χωρίς αυτόν η εταιρεία θα μπορούσε να καταρρεύσει.

Και στα δύο αυτά επεισόδια, τα οποία αναφέρονται ενδελεχώς και στα δύο βιβλία, υπάρχει η ιδεολογική διαμάχη μεταξύ εκείνων που, όταν αναπτύσσουν τη δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη, προτιμούν την ταχύτητα, κι εκείνων που υπερασπίζονται την ασφάλεια. Η OpenAI έχει υποφέρει σε μεγάλο βαθμό από ένα εσωτερικό ρήγμα μεταξύ των «καταστροφολόγων» και των «αισιόδοξων». Πολλοί από τους «καταστροφολόγους» ανήκουν στο κίνημα του αποτελεσματικού αλτρουισμού, μια φιλανθρωπική φιλοσοφία που αποσκοπεί στην εξεύρεση του πιο αποτελεσματικού τρόπου για να βοηθήσουμε τους άλλους, το οποίο έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τους πιθανώς καταστροφικούς κινδύνους της τεχνητής νοημοσύνης. Οι «αισιόδοξοι», ή «αποτελεσματικοί επιταχυντές», ανησυχούν περισσότερο για το αν η Αμερική δεν κερδίσει τον αγώνα της Τεχνητής Νοημοσύνης. Αν χάσει θα κερδίσει η Κίνα. Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνει η κα Hao, πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η καθεμία προσπαθεί να διευρύνει τα όρια της μηχανικής υπερ-νοημοσύνης όσο είναι ασφαλές ή δυνατό – ακόμα και αν η μία προειδοποιεί για «φωτιά και θειάφι» και η άλλη προσφέρει « παραδείσια οράματα».

Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι αντιπαλότητες σε έναν τομέα γεμάτο από οιονεί ιδιοφυΐες και τα τεχνολογικά άλματα που πραγματοποιούν για να κρατηθούν ο ένας μπροστά από τον άλλον. Και τα δύο βιβλία καταγράφουν τη διαμάχη μεταξύ του κ. Musk και του κ. Altman, η οποία καταγράφεται γλαφυρά στο πλαίσιο της αγωγής που έχει καταθέσει ο κ. Musk εναντίον της OpenAI, του αφεντικού της, και της Microsoft, του μεγαλύτερου επενδυτή στην κερδοσκοπική οντότητα της OpenAI.

Σε πολλά σημεία, τα δύο βιβλία αποκλίνουν με τρόπους που υπογραμμίζουν το ερώτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της κοινής τους ιστορίας: ο σκοπός, η αναζήτηση της υπερνοητικής τεχνητής νοημοσύνης, αγιάζει τα μέσα; Η κα Hagey φαίνεται να το πιστεύει. Εξηγεί κάποια από τη συμπεριφορά του κ. Altman ως αποστροφή προς τις συγκρούσεις και ως νοοτροπία «πάμε γρήγορα και σπάμε πράγματα», κοινή στη Silicon Valley.

Η κα Hao, εν τω μεταξύ, κατηγορεί την OpenAI για προδοσία της αποστολής της. Επικρίνει όχι μόνο τον κ. Altman, αλλά και τους επικεφαλής των αντίπαλων εταιρειών, οι οποίοι, όπως δηλώνει, βρίσκονται στον ίδιο αγώνα εξουσίας. Λέει ότι τα μοντέλα της δημιουργικής ΤΝ είναι «τερατουργήματα», που καταναλώνουν πάρα πολλά δεδομένα, ενέργεια και φυσικούς πόρους. Το παρακάνει, ωστόσο, παρομοιάζοντας την OpenAi και άλλα εργαστήρια με αποικιακές αυτοκρατορίες.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία και από τα δύο βιβλία, οι ανησυχίες της για τον κ. Altman φαίνονται βάσιμες. Σε κάθε οργανισμό ένας διευθύνων σύμβουλος που δεν φαίνεται πλήρως αξιόπιστος αποτελεί πρόβλημα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο τιμόνι μιας εταιρείας όπως η OpenAI, η οποία αναπτύσσει δυνητικά προμηθεϊκές τεχνολογίες.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com