Η Δύση επανεξετάζει τον τρόπο διεξαγωγής των πολέμων

Η τολμηρή επιδρομή της Ουκρανίας στη Ρωσία περιέχει διδάγματα για τις ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις. Αλλά χωρίς χρήματα δεν γίνεται τίποτα

Ένοπλες Δυνάμεις της Ουκρανίας©EPA/127TH TERRITORIAL DEFENSE BRIGADE HANDOUT HANDOUT EDITORIAL USE ONLY/NO SALES

Τα ουκρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη που αναδύθηκαν μέσα από φορτηγά στην ενδοχώρα της Ρωσίας την 1η Ιουνίου, επιτέθηκαν σε ρωσικά αεροδρόμια και χτύπησαν περίπου δώδεκα βομβαρδιστικά, θα συμπεριληφθούν στη λίστα των μεγάλων επιδρομών της στρατιωτικής ιστορίας. Η επιχείρηση συνδύασε το παλαιό, καλό σαμποτάζ με το εμβληματικό όπλο του πολέμου στην Ουκρανία, καταδεικνύοντας δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι η νέα τεχνολογία, που αναπτύσσεται εφευρετικά, μπορεί να είναι δυσανάλογα θανατηφόρα, και το άλλο, ότι το πεδίο της μάχης εκτείνεται πλέον βαθιά πίσω από τις γραμμές του μετώπου, ανατρέποντας τις παραδοχές των τελευταίων 25 ετών.

Η αμυντική ανασκόπηση της Βρετανίας, που δημοσιεύθηκε την επόμενη ημέρα, αξίζει επαίνους για την αναγνώριση και των δύο αυτών διδαγμάτων. Χρησιμεύει επίσης ως ένα λειτουργικό παράδειγμα της νέας, πιο ευέλικτης σκέψης που θα χρειαστούν η Ευρώπη και η Ασία για να διαχειριστούν τις ταχύτατες καινοτομίες που μεταμορφώνουν τον πόλεμο. Ωστόσο, η ανασκόπηση υπογραμμίζει παράλληλα το δυσκολότερο πρόβλημα της μετατροπής μιας τέτοιας σκέψης σε πραγματικότητα – την εξεύρεση χρημάτων.

Μετά από δεκαετίες εφησυχασμού, η Βρετανία, αλλά και οι σύμμαχοί της, αναγνωρίζουν ότι πρέπει να προετοιμαστούν για πόλεμο. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα οφείλει να δημιουργήσει τα πυρομαχικά, τις δυνάμεις και τις τεχνολογίες για μάχες στο εξωτερικό, αλλά και να διασφαλίσει το εσωτερικό μέτωπο. Μετά τον ψυχρό πόλεμο, η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (RAF), όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές, εξοικονόμησε χρήματα κλείνοντας βάσεις και συγκεντρώνοντας τα αεροσκάφη της σε όλο και λιγότερα σημεία. Η αιφνιδιαστική επίθεση της Ουκρανίας είναι μια υπενθύμιση του γιατί αυτό τώρα είναι λάθος. Η ανασκόπηση αναφέρει ότι η RAF πρέπει να μάθει από την αρχή πώς να πολεμά από ένα ευρύτερο φάσμα θέσεων και να διασπείρει τα πυρομαχικά, τα ανταλλακτικά και τα καύσιμά της.

Η αρχή της ανθεκτικότητας έχει πλέον ευρύτερες διαστάσεις: ο πλεονασμός ισχύει τόσο για τα υποθαλάσσια καλώδια, τους ηλεκτρικούς υποσταθμούς και τις επικοινωνίες όσο και για τις αεροπορικές βάσεις. Η βρετανική ανασκόπηση ορθώς καλεί για μια προσέγγιση «ολόκληρης της κοινωνίας» στην οποία η βιομηχανία, η οικονομία, η ακαδημαϊκή κοινότητα, η εκπαίδευση και οι απλοί άνθρωποι θα είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για κρίσεις.

Ο τρόπος σκέψης για τη στρατιωτική τεχνολογία πρέπει να είναι εξίσου ευέλικτος. «Οι αναδυόμενες τεχνολογίες», προειδοποιεί η ανασκόπηση, «αλλάζουν ήδη τον χαρακτήρα του πολέμου βαθύτερα από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της ανθρώπινης ιστορίας». Η Βρετανία και οι σύμμαχοί της έχουν αργήσει να προσαρμοστούν. Η ανασκόπηση ασκεί κριτική για το γεγονός ότι για αμυντικά έργα αξίας άνω των 20 εκατομμυρίων λιρών, η ανάθεση μιας σύμβασης διαρκεί κατά μέσο όρο 6,5 χρόνια, ενώ συνιστά το 10% του ετήσιου προϋπολογισμού των αμυντικών προμηθειών να διατίθεται στις νέες τεχνολογίες.

Η πιο τολμηρή και ταχύτερη αναδιοργάνωση των στρατιωτικών υπηρεσιών αποτελεί επίσης μέρος της συνταγής. Το Βασιλικό Ναυτικό θα επιταχύνει τη δημιουργία μιας «υβριδικής» αεροπορικής πτέρυγας αεροπλανοφόρων, με εξελιγμένα και απλά μη επανδρωμένα αεροσκάφη που θα πετούν παράλληλα με τα F-35. Ο στρατός θα έχει ένα μείγμα εξοπλισμού 20-40-40. Οι επανδρωμένες πλατφόρμες θα αποτελούν μόνο το 20% του εξοπλισμού. Θα ελέγχει μη επανδρωμένες πλατφόρμες που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν (40%), καθώς και «αναλώσιμα» όπως βλήματα, πύραυλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη κρούσης μιας χρήσης (40%).

Η Βρετανία έχει μια καλή ευκαιρία να πειραματιστεί με αυτόν τον τρόπο, επειδή μεγάλες χερσαίες δυνάμεις όπως η Γερμανία επεκτείνουν τις παραδοσιακές χερσαίες δυνάμεις τους. Σοφά, ωστόσο, η ανασκόπηση αντιστέκεται στον πειρασμό να αποκηρύξει τον παλιό, μεγάλο εξοπλισμό. Δεν μπορεί κάθε πράξη πολέμου να διεξάγεται με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε φορτηγά. Για παράδειγμα, η ανασκόπηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα άρματα μάχης εξακολουθούν να είναι σημαντικά, κυρίως επειδή προστατεύουν τα στρατεύματα σε ένα ολοένα και πιο διαφανές πεδίο μάχης. Η δέσμευση για την κατασκευή έως και δώδεκα επιθετικών υποβρυχίων υπενθυμίζει ότι ένα από τα μεγαλύτερα και ακριβότερα όπλα, το πυρηνικό υποβρύχιο, παραμένει ένα από τα πιο ισχυρά.

Μέχρι εδώ, όλα καλά. Όμως, το κραυγαλέο χάσμα μεταξύ φιλοδοξίας και χρημάτων παραμένει. Η Βρετανία σχεδιάζει να δαπανά 2,5% του ΑΕΠ για την άμυνα έως το 2027, με μια αόριστη φιλοδοξία για 3% έως το 2034. Αυτό είναι εξόφθαλμα ανεπαρκές. Η Ρωσία επανεξοπλίζεται γρήγορα, ενώ η Αμερική αφήνει να εννοηθεί ότι θα αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ευρώπη. Η Γερμανία, αντιμέτωπη με τις ίδιες απειλές, θα μπορούσε να δαπανά διπλάσια ποσά από τη Βρετανία μέχρι το 2029.

Στην σύνοδο κορυφής στις 24 Ιουνίου, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ είναι πιθανό να συμφωνήσουν σε ένα στόχο 3,5% του ΑΕΠ για την άμυνα. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε επώδυνες αυξήσεις φόρων, περικοπές κοινωνικής πρόνοιας ή δανεισμό. Ωστόσο, είναι δύσκολο να δούμε πώς η Ευρώπη μπορεί να στηρίξει την Ουκρανία, να αποτρέψει τη Ρωσία και να καλύψει τα κενά που αφήνει η Αμερική με πολύ λιγότερα.

Το 2014 οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν σε έναν στόχο 2% – και τον αγνόησαν. Αυτή τη φορά, το χρονοδιάγραμμα είναι εξίσου σημαντικό με τον στόχο. Δεν έχει νόημα να αναβάλλουμε τις δαπάνες για τη δεκαετία του 2030. «Μέχρι πρόσφατα… ένας πόλεμος εναντίον μιας άλλης χώρας με προηγμένες στρατιωτικές δυνάμεις ήταν αδιανόητος», αναφέρει η βρετανική αμυντική ανασκόπηση, προειδοποιώντας ότι η σύγκρουση θα ήταν θανατηφόρα και μακροχρόνια. Με άλλα λόγια, το καλύτερο είναι να αποτρέψουμε έναν τέτοιο πόλεμο παρά να τον διεξάγουμε.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com