Τη δεκαετία του 1960 μια ομάδα νεαρών επαναστατών, οι Yippies, πίστευαν ότι η Αμερική μπορούσε να αλλάξει με σοκ και θέαμα. Θεωρούσαν το σύστημα διεφθαρμένο και αποφάσισαν να το εκθέσουν μπροστά στις κάμερες. Έριχναν δεσμίδες από δολάρια στο πάτωμα του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και καλούσαν τον κόσμο σε τελετουργικά-διαδηλώσεις με στόχο να «αιωρηθεί» το Πεντάγωνο. Ορισμένοι πίστευαν ότι αν ένοπλοι αστυνομικοί ή στρατιώτες επιτίθονταν στους διαδηλωτές, τότε οι πολίτες θα έβλεπαν την ωμή αλήθεια, ότι ζούσαν, δηλαδή, σε ένα φασιστικό καθεστώς, και θα εξεγείρονταν.
Η πραγματικότητα, όμως, αποδείχθηκε πιο σκληρή. Η «σιωπηλή πλειοψηφία» παρακολούθησε τα εντυπωσιακά αυτά σκηνικά και… ψήφισε Richard Nixon. Οι Yippies, με όλα τα χάπενινγκ και την αντισυμβατική τους τέχνη, κατέληξαν να βρεθούν στη λάθος πλευρά ενός βαθιού πολιτικού ρήγματος: του ποιος υπερασπίζεται την τάξη;
Στέλνοντας στρατό στο Λος Άντζελες, ο πρόεδρος Donald Trump δεν προσπαθεί απλώς να επιβάλει την τάξη -προσπαθεί να δείξει ότι αυτός είναι ο προστάτης της. Από την άλλη πλευρά, η δήμαρχος της πόλης, Karen Bass, και ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια, Gavin Newsom, βλέπουν τις κινήσεις του σαν εύφλεκτο υλικό σε ήδη αναμμένες φωτιές. Αυτή η αντιπαράθεση δεν είναι απλώς τοπικό επεισόδιο· είναι ένα τεστ πολιτικής ισχύος με εθνικές προεκτάσεις.
Ο κ. Trump φαίνεται να εγκαινιάζει μια νέα στρατηγική σύγκρουσης: εσκεμμένη ένταση, με στόχο να δείξει ότι εκείνος κρατά τα ηνία όταν οι Δημοκρατικοί χάνουν τον έλεγχο. Αν αυτή η «φόρμουλα κρίσης» αποδειχθεί αποτελεσματική, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα την επαναλάβει. Οι περισσότερες μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ -με υψηλούς αριθμούς μεταναστών χωρίς χαρτιά και δημοκρατικές διοικήσεις- προσφέρουν γόνιμο έδαφος για το πολιτικό του πείραμα. Ο Trump ποντάρει ότι ο φαύλος κύκλος διαμαρτυριών, ταραχών και κρατικής παρέμβασης ενισχύει τη δική του εικόνα και σπρώχνει τους αντιπάλους του πιο κοντά στα άκρα.
Ο διχασμός στην αμερικανική πολιτική δεν αποτελεί πια είδηση· είναι σχεδόν δεδομένος. Στο Διαδίκτυο άνθρωποι επιτίθενται ο ένας στον άλλον με μίσος, αλλά συχνά αυτό μένει σε προσωπικό επίπεδο, μακριά από την πραγματική πολιτική πράξη. Παρά την τοξικότητα, το σύστημα -οι εκλογές, τα δικαστήρια, οι θεσμοί- εξακολουθεί να λειτουργεί ως διαιτητής.
Όμως η σύγκρουση στο κέντρο του Λος Άντζελες μοιάζει να ξεφεύγει από το συνηθισμένο πλαίσιο. Αυτήν τη φορά δεν πρόκειται για μάχες που ο κ. Trump δίνει με με πανεπιστήμια ή δικηγορικά γραφεία -εδώ μιλάμε για στολές, κράνη και όπλα. Η βία δεν νοιάζεται ποιος την ξεκίνησε· μπορεί να πυροδοτήσει ντόμινο. Αν η κατάσταση ξεφύγει, η σπίθα μπορεί να ανάψει και αλλού.
Η μία πλευρά στην Αμερική τον επευφημεί. Γι’ αυτό το κομμάτι της Αμερικής, το Λος Άντζελες και άλλες μεγάλες πόλεις είναι μέρη όπου οι εσωτερικοί εχθροί καραδοκούν και οι εισβολείς κυματίζουν τις σημαίες ξένων χωρών. Αντί να αποκρούσουν αυτούς τους ξένους εχθρούς, λέει η ιστορία, οι Δημοκρατικοί δήμαρχοι και κυβερνήτες τους υποθάλπουν, εμποδίζοντας την κυβέρνηση να κρατήσει τους Αμερικανούς ασφαλείς. Οι Δημοκρατικοί όχι μόνο επιτρέπουν να παραβιάζονται οι κανόνες, αλλά ανταμείβουν τους παραβάτες των κανόνων με νομική προστασία και οφέλη. Με αυτόν τον τρόπο δεν σέβονται τον πρόεδρο και τον λαό που του έδωσε εντολή, αλλά και τους υπηρετούντες αστυνομικούς και στρατιώτες. Ο κ. Trump οφείλει να διασφαλίσει ότι το Σικάγο και η Νέα Υόρκη έχουν την ίδια μεταχείριση.
Για την άλλη πλευρά, αυτό που συμβαίνει προσβάλλει τις θεμελιώδεις αξίες της Αμερικής. Ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, η οποία κάποτε κάλεσε την Εθνοφρουρά για να προστατεύσει τα πολιτικά δικαιώματα ενάντια στις επιθυμίες των ρατσιστών κυβερνητών, πρόκειται τώρα να χρησιμοποιήσει τα στρατεύματα για να καταστείλει τα πολιτικά δικαιώματα και να διώξει τους έγχρωμους. Ναι, οι μετανάστες χωρίς χαρτιά που διαπράττουν σοβαρά εγκλήματα πρέπει να απελαύνονται, αλλά η κυβέρνηση κυνηγάει τους νομοταγείς, σκληρά εργαζόμενους μετανάστες. Ο πρόεδρος είναι ένας υποκριτής που πανηγυρίζει για τη βίαιη διαμαρτυρία που πραγματοποιήθηκε στο όνομά του στις 6 Ιανουαρίου 2021. Προτιμά τη διακυβέρνηση του ενός ανδρός από τη διάκριση των εξουσιών, ενώ θέλει τα στρατεύματα στους αμερικανικούς δρόμους να αποτελέσουν κομμάτι της καθημερινότητας των πολιτών: δείτε, για παράδειγμα, την στρατιωτική παρέλαση που έχει προγραμματίσει για τα γενέθλιά του στις 14 Ιουνίου.
Όλα αυτά θυμίζουν ανησυχητικά τη δεκαετία του 1960, κι όχι μόνο επειδή τότε ήταν η τελευταία φορά που ένας Αμερικανός πρόεδρος ανέπτυξε την Εθνοφρουρά παρά τις αντιρρήσεις ενός κυβερνήτη. Ευτυχώς -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- υπάρχουν διαφορές.
Η μία αφορά την κλίμακα. Όταν στη γειτονιά Watts του Λος Άντζελες σημειώθηκαν ταραχές το 1965, 34 άτομα έχασαν τη ζωή τους και 1.000 συνελήφθησαν. Στις διαδηλώσεις αυτής της εβδομάδας κάηκαν κάποια αυτοκίνητα και εκτοξεύτηκαν κάποιες κροτίδες εναντίον των αστυνομικών, αλλά η βία ήταν περιορισμένη και οι διαδηλώσεις υπήρξαν στενά ελεγχόμενες από την αστυνομία. Η κ. Bass, η οποία είναι και η ίδια υπέρ της τάξης, κήρυξε σοφά απαγόρευση της κυκλοφορίας. Μερικές εκατοντάδες συνελήφθησαν. Ευτυχώς, κανείς δεν έχασε τη ζωή του.
Μια άλλη διαφορά αφορά τους στρατιώτες. Όταν η Εθνοφρουρά αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1960, η Αμερική βρισκόταν σε πόλεμο και ορισμένοι διαδηλωτές συμπαθούσαν τον εχθρό. Η δεκαετία που γέννησε τον νόμο για τα πολιτικά δικαιώματα και το όνειρο του Martin Luther King έληξε με τέσσερις νεκρούς φοιτητές από πυρά της Εθνοφρουράς στο Πανεπιστήμιο Κεντ Στέιτ στο Οχάιο. Το 2025, αντίθετα, οι σχέσεις μεταξύ πολιτών και στρατού βρίσκονται σε διαφορετική βάση. Οι περισσότεροι στρατιώτες δεν θέλουν να βρίσκονται στους δρόμους αντιμέτωποι με άλλους Αμερικανούς. Όταν πρόσφατα στρατιώτες με παραλλαγή κατέβηκαν να αστυνομεύσουν το μετρό της Νέας Υόρκης, κατόπιν αιτήματος του κυβερνήτη, κανείς δεν το είδε ως προάγγελο φασισμού.
Μια τελευταία διαφορά είναι ότι η αποστολή στρατευμάτων στο Λος Άντζελες, εύστοχα, δεδομένης της πιο διάσημης βιομηχανίας της πόλης, έχει να κάνει με την παράσταση και το θέαμα και όχι με την πραγματική ανάγκη επιβολής της τάξης. Ο κ. Trump το αναγνώρισε σιωπηρά με τον τρόπο που ομοσπονδοποίησε την Εθνοφρουρά της Καλιφόρνια, θέτοντας κανόνες που επιτρέπουν στα στρατεύματα να προστατεύουν ομοσπονδιακή περιουσία, αλλά να μην εμπλέκονται στον έλεγχο του πλήθους ή τη διαχείριση της μετανάστευσης.
Για τον κ. Trump το ελκυστικό της αποστολής των πεζοναυτών είναι ότι μπορεί να πει: «Στείλτε τους πεζοναύτες!». Του επιτρέπει να κάνει αυτό που του αρέσει περισσότερο: να τρομοκρατεί τους φιλελεύθερους, να δείχνει σκληρός και να κυριαρχεί στις ειδήσεις. Με αυτόν τον τρόπο παράγονται εικόνες με στρατιώτες να αντιμετωπίζουν ανθρώπους τυλιγμένους σε μεξικανικές σημαίες, με φλόγες στο προσκήνιο και καπνό στο φόντο. Ο Elon Musk και οι φάκελοι Epstein είναι ήδη αρχαία ιστορία. Υπάρχει καλύτερο;
Ωστόσο, αυτό που εξυπηρετεί τον κ. Trump είναι επικίνδυνο για την Αμερική. Ο πρόεδρος είναι ένα είδος αντιδραστικού Yippie και οι απερίσκεπτες ενέργειές του φαίνονται σχεδιασμένες να προκαλούν τους αντιπάλους του. Παρ’ όλο που οι διοικητές του στρατού θέλουν να μείνουν μακριά από την πολιτική, ο κ. Trump πραγματοποίησε συγκέντρωση στο Fort Bragg στις 10 Ιουνίου, όπου ξεσήκωσε τα στρατεύματα στον πυρετό του MAGA. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πώς στο Λος Άντζελες ή στις άλλες πόλεις όπου έχουν προγραμματιστεί διαδηλώσεις αυτό το Σαββατοκύριακο μια αντιπαράθεση θα μπορούσε να εξελιχθεί σε περαιτέρω αταξία ή θανατηφόρα βία.
Η Αμερική βρίσκεται σε μια επικίνδυνη καμπή. Ο κ. Gavin Newsom, μιλώντας στις 10 Ιουνίου, δεν μάσησε τα λόγια του. Στρέφοντας το βλέμμα στον πρόεδρο Trump, τον κατηγόρησε ότι επιλέγει «το θέατρο αντί για την πραγματική δημόσια ασφάλεια». Στήριξε το δικαίωμα στην ειρηνική διαμαρτυρία -αλλά με μια καθαρή κόκκινη γραμμή: «Η εγκληματική συμπεριφορά δεν θα γίνει ανεκτή. Τελεία και παύλα».
Όμως το δυνατότερο μήνυμα εκείνης της μέρας δεν ήρθε από μικρόφωνα ή επίσημες δηλώσεις. Ήρθε από τους ίδιους τους διαδηλωτές, όταν στάθηκαν αμίλητοι μπροστά στα στρατεύματα της Εθνοφρουράς και άφησαν λουλούδια στα πόδια τους. Σε μια χώρα που συχνά μοιάζει διχασμένη, εκείνη η πράξη έμοιαζε σαν υπενθύμιση ότι υπάρχει ακόμη κάτι κοινό: η ελπίδα για μια άλλη Αμερική, στην οποία και οι δύο πλευρές μπορούν να κοιταχτούν στα μάτια και να ονειρευτούν ξανά μαζί.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com