Πώς η Ιρλανδία έγινε η Σαουδική Αραβία της παγκόσμιας μετανάστευσης κερδών

Σήμερα αποτελεί δημοφιλή προορισμό για την τεχνολογία και τη φαρμακοβιομηχανία

Ιρλανδία ©pixabay

Στις 6 Ιουνίου η Ευρώπη έλαβε μια απροσδόκητα θετική είδηση: η οικονομία της φαίνεται να αναπτύσσεται με ρυθμό διπλάσιο από τις αρχικές εκτιμήσεις. Αν και η νέα μέτρηση αφορά μια μετριοπαθή αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,6% το πρώτο τρίμηνο σε σύγκριση με το προηγούμενο, σε μια περίοδο χαμηλών προσδοκιών, ακόμη και αυτή η πρόοδος γίνεται δεκτή με ανακούφιση. Είναι όμως αυτό ένδειξη αναζωογόνησης της γερμανικής ή της γαλλικής οικονομίας, ύστερα από χρόνια στασιμότητας; Όχι ακριβώς. Αν εξετάσει κανείς προσεκτικά τα στοιχεία, ένα δεδομένο ξεχωρίζει: η Ιρλανδία κατέγραψε εντυπωσιακή αύξηση του ΑΕΠ της κατά 9,7%. Μια χώρα που αντιπροσωπεύει περίπου το 1% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνέβαλε σε πάνω από το ήμισυ της συνολικής ανάπτυξης του μπλοκ. Ένας ανυποψίαστος αναγνώστης των οικονομικών δεικτών θα μπορούσε εύλογα να σκεφτεί πως η Ιρλανδία ανακάλυψε κοιτάσματα πετρελαίου, χωρίς κανείς να το προσέξει.

Η αλήθεια δεν απέχει και τόσο. Η εκρηκτική άνοδος του ΑΕΠ της Ιρλανδίας τα τελευταία χρόνια δεν οφείλεται σε κάποιο θαύμα της παραγωγικότητας ή του εργατικού δυναμικού της. Η απροσδόκητη ευημερία της χώρας δεν προέρχεται από την ανακάλυψη πετρελαίου, αλλά από μια παγκόσμια αναδιάταξη της φορολογικής βάσης. Πολυεθνικοί κολοσσοί έχουν βρει σ’ αυτήν τη μικρή, υγρή γωνιά της Ευρώπης το ιδανικό μέρος για να δηλώσουν τα κέρδη τους από διεθνείς δραστηριότητες. Τεχνολογικές εταιρείες όπως η Apple και η Microsoft μεταφέρουν στην Ιρλανδία δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας -ορισμένα από τα πιο πολύτιμα στον κόσμο. Μέσω των ιρλανδικών θυγατρικών τους, αυτά τα δικαιώματα αξιοποιούνται για την είσπραξη εσόδων από άλλες χώρες με υψηλότερη φορολογία, πέραν της Ιρλανδίας και των ΗΠΑ. Παρόμοιες πρακτικές ακολουθούν και φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες παράγουν φάρμακα υψηλής ζήτησης στην Ιρλανδία, ακόμη κι αν η ανάπτυξή τους έγινε εξ ολοκλήρου σε αμερικανικά εργαστήρια. Μέσα από ένα περίπλοκο δίκτυο δικαιωμάτων και τελών αδειοδότησης, οι λογιστές -σχεδόν καλλιτέχνες της οικονομικής φαντασίας- καταφέρνουν να μεταφέρουν κέρδη με τρόπο που θα ζήλευε ακόμα και ο James Joyce. Και το αποτέλεσμα; Αυτά τα κέρδη φορολογούνται με μόλις 12,5%, έναν από τους χαμηλότερους συντελεστές παγκοσμίως.

Η μεγάλη μετανάστευση των κερδών έχει τρεις επιπτώσεις στην Ιρλανδία. Η μία είναι ότι διαστρεβλώνει το ΑΕΠ τόσο πολύ, που οι Ιρλανδοί αξιωματούχοι χρησιμοποιούν τα δικά τους μέτρα για την ανάπτυξη. Πολύ πιο πραγματικός είναι ο εταιρικός φόρος από τις ξένες επιχειρήσεις που εισρέει στο δημόσιο ταμείο του Δουβλίνου. Με 20 δισ. ευρώ (23 δισ. δολάρια) ετησίως και συνεχώς αυξανόμενος, μπορεί να μην είναι του επιπέδου της Σαουδικής Αραβίας, αλλά είναι αρκετός για να καλύψει το κόστος των σχολείων και των νοσοκομείων, λέει το Ιρλανδικό Συμβουλευτικό Φορολογικό Συμβούλιο, ένα επίσημο όργανο παρακολούθησης. Αυτές οι εισροές συμπληρώνονται από την τοπική απασχόληση από ξένες εταιρείες -είτε σε μακρινά φαρμακευτικά εργοστάσια, είτε σε τεχνολογικά γραφεία στο κέντρο του Δουβλίνου-, η οποία αντιπροσωπεύει το 11% του εργατικού δυναμικού και το ένα τρίτο του φόρου εισοδήματος.

Δυστυχώς, το κόλπο είναι θετικό μόνο για την Ιρλανδία. Το αποτέλεσμα της φορολογικής αρπαγής της Ιρλανδίας σημαίνει ότι οι άλλοι χάνουν. Η Αμερική, κυρίως, έχει κάθε λόγο να γκρινιάζει. Πέρα από τα κέρδη που θα μπορούσε να έχει φορολογήσει η ίδια, μια παρενέργεια αυτής της υπερατλαντικής οδύσσειας κερδών είναι η εμφάνιση τεράστιων εξαγωγών αγαθών, καθώς, ας πούμε, τα χάπια Viagra που αναπτύσσονται στην Αμερική πωλούνται στους Αμερικανούς μέσω του Κορκ. Όσο ψευδαισθητικό κι αν είναι, το τεράστιο έλλειμμα αγαθών της Αμερικής με την Ιρλανδία -το μεγαλύτερο έπειτα από εκείνα με την Κίνα, το Μεξικό και το Βιετνάμ, όλες μάλλον μεγαλύτερες οικονομίες από την Ιρλανδία- αποτελεί στις μέρες μας πρόβλημα.

Ο πρόεδρος Donald Trump εξισώνει τις εισαγωγές αγαθών με την κλοπή αμερικανικών θέσεων εργασίας και αγνοεί τις ακόμα μεγαλύτερες πληρωμές υπηρεσιών της Ιρλανδίας προς την Αμερική, οι οποίες σχετίζονται επίσης με το παιχνίδι του φορολογικού αρμπιτράζ. Η συνήθως φιλική επίσκεψη του taoiseach -του ιρλανδικού ισοδύναμου του πρωθυπουργού, μια λέξη της οποίας η προφορά είναι τόσο ακατανόητη για τους ξένους όσο και η ιρλανδική φορολογική λογιστική- στον Λευκό Οίκο τον Μάρτιο πραγματοποιήθηκε σε ψυχρό κλίμα, καθώς ο κ. Trump είπε στον Micheál Martin ότι η Αμερική φέρθηκε σαν «ηλίθια» στις συναλλαγές της με την Ιρλανδία. Ως ένας από τους σπάνιους προέδρους που δεν επικαλείται ιρλανδική καταγωγή, ο κ. Trump παρέλειψε να αναφέρει ότι οι προσπάθειες να τερματιστεί η ιρλανδική φορολογική μετατόπιση κατά την πρώτη θητεία του βοήθησαν αντίθετα στην υπερτροφοδότησή τους.

Οι Ευρωπαίοι είναι επίσης εκνευρισμένοι. Οι «αμοιβαίοι δασμοί» με τους οποίους απείλησε ο κ. Trump τον Απρίλιο βασίζονται σε έναν (τρελό) τύπο που περιλαμβάνει μόνο το εμπόριο αγαθών, το οποίο οι φορολογικές ατασθαλίες της Ιρλανδίας διογκώνουν. Αν δεν ήταν μέλος της Ε.Ε., ο τύπος θα κατέληγε σε δασμούς 15% και όχι 20%. Για κάποιους στην Ε.Ε. η λύση είναι προφανής: η Αμερική θα πρέπει να μειώσει το έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών με την Ευρώπη, χτυπώντας την Ιρλανδία φορολογικά και όχι επιβάλλοντας δασμούς σε όλες τις επιχειρήσεις της Ε.Ε.

Ίσως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Ιρλανδοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι εμφανίστηκαν διστακτικοί να συζητήσουν φορολογικά ζητήματα κατά την πρόσφατη επίσκεψη του συντάκτη του άρθρου. Ωστόσο, τα όσα ακούγονται τόσο στις παμπ, όσο και στις αίθουσες συνεδριάσεων του Δουβλίνου αποκαλύπτουν αρκετά για τη θέση της κυβέρνησης στο ζήτημα. Η επίσημη γραμμή υποστηρίζει πως η Ιρλανδία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί φορολογικός παράδεισος, καθώς οι αμερικανικές πολυεθνικές διαθέτουν ουσιαστική παρουσία στη χώρα -γεγονός που, κατά την άποψή τους, νομιμοποιεί τη μεταφορά σημαντικών εσόδων (και, κατ’ επέκταση, κερδών) στις ιρλανδικές ακτές.

Αυτός ο ισχυρισμός ισχύει, μέχρις ενός σημείου. Όπως σημειώνει ο Aidan Regan από το University College Dublin, «η κλίμακα των κερδών που εγγράφονται στην Ιρλανδία υπερβαίνει κατά πολύ την ουσία των τοπικών δραστηριοτήτων». Ο Kevin Timoney, αναλυτής της χρηματοοικονομικής εταιρείας Davy, υποστηρίζει από την πλευρά του ότι ακόμη και χωρίς τη συνδρομή φορολογικών «τεχνικών», η Ιρλανδία θα διατηρούσε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, χάρη στο υψηλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό της, την πρόσβασή της στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και τη φιλική στάση της απέναντι στα ξένα κεφάλαια.

Ο αδικαιολόγητος δημοσιονομικός «μποναμάς» μπορεί να αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι. Στο Δουβλίνο πολλοί κάτοικοι διαμαρτύρονται πως η εισροή εργαζομένων σε πολυεθνικές όπως η Google έχει επιδεινώσει τη στεγαστική κρίση, αυξάνοντας το κόστος ζωής και επιτείνοντας την έλλειψη στέγης. Παράλληλα, το Ιρλανδικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο έχει εκφράσει ανησυχίες ότι η χώρα κινδυνεύει να προσβληθεί από τη λεγόμενη «ολλανδική ασθένεια» -την οικονομική ανισορροπία που έπληξε τις Κάτω Χώρες τη δεκαετία του 1970, όταν τα έσοδα από το φυσικό αέριο προκάλεσαν υπερθέρμανση του υπόλοιπου οικονομικού τομέα. Σε αντίθεση όμως με τους φυσικούς πόρους, κανείς δεν γνωρίζει πότε μπορεί να εξαντληθεί αυτός ο δημοσιονομικός πλούτος. Το 2023 μόλις τρεις πολυεθνικές εταιρείες αντιστοιχούσαν στο 38% των συνολικών φορολογικών εσόδων από επιχειρήσεις. Αυτό αφήνει την Ιρλανδία εξαιρετικά ευάλωτη στις επιδόσεις και στις αποφάσεις ξένων εταιρειών, πάνω στις οποίες δεν ασκεί ουσιαστικό έλεγχο.

Κανείς, επίσης, δεν γνωρίζει με βεβαιότητα πώς ενδέχεται ο κ. Trump να μεταβάλει τη φορολογική νομοθεσία ή να επιβάλει δασμούς που θα πλήξουν την Ιρλανδία. Ιδανικά, οι ιρλανδικές αρχές θα έπρεπε να έχουν αξιοποιήσει το απρόσμενο φορολογικό πλεόνασμα με φροντίδα, δημιουργώντας ένα μακροπρόθεσμο ταμείο, κατά το πρότυπο της Νορβηγίας, η οποία επένδυσε με προνοητικότητα τα έσοδά της από το πετρέλαιο. Στην πράξη, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όπως επισημαίνει ο Dan O’Brien από το Ινστιτούτο Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο Δουβλίνο, μόλις ένα δέκατο από τα περίπου 160 δισεκατομμύρια ευρώ που συγκεντρώθηκαν την τελευταία δεκαετία μέσω της φορολόγησης επιχειρήσεων έχει αποταμιευτεί. O συνδυασμός τόλμης και τύχης ωφέλησαν πολύ την Ιρλανδία. Το ερώτημα πλέον είναι αν αυτή η τύχη θα συνεχίσει.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com