Γιατί οι σημερινοί πτυχιούχοι την έχουν πατήσει

H αγορά εργασίας βρίσκεται υπό κατάρρευση

Πτυχιούχοι ©Freepik

Αλλοίμονο στους νέους. Για δεκαετίες ο δρόμος για μια ωραία ζωή ήταν ξεκάθαρος: πήγαινες στο πανεπιστήμιο, έβρισκες δουλειά για πτυχιούχους και μετά έβγαζες χρήμα. Σήμερα, όμως, οι σκληρά εργαζόμενοι νέοι φαίνεται να έχουν λιγότερες επιλογές από ό,τι στο παρελθόν.

Να ασχοληθούν με την τεχνολογία; Οι μεγάλες εταιρείες μειώνουν τις θέσεις εργασίας. Να δουλέψουν στο Δημόσιο; Τα πράγματα εκεί δεν είναι όπως παλιά. Να γίνουν μηχανικοί; Πολλές καινοτομίες, από τα ηλεκτρικά οχήματα μέχρι τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πραγματοποιούνται πλέον στην Κίνα. Δικηγόροι; Η τεχνητή νοημοσύνη θα τους πάρει σύντομα τη δουλειά. Δημοσιογράφοι; Καλά κρασιά.

Σε όλη τη Δύση, οι νέοι πτυχιούχοι χάνουν την προνομιακή τους θέση, και σε ορισμένες περιπτώσεις, την έχουν ήδη χάσει. Τα στοιχεία για τις θέσεις εργασίας υποδηλώνουν την αλλαγή. Ο Matthew Martin της εταιρείας συμβούλων Oxford Economics, πραγματοποίησε μια έρευνα μεταξύ Αμερικανών ηλικίας 22 έως 27 ετών με πτυχίο Bachelor ή ανώτερο. Για πρώτη φορά στην ιστορία, το ποσοστό ανεργίας τους είναι πλέον σταθερά υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο. Η αύξηση της ανεργίας των πρόσφατων πτυχιούχων οφείλεται σε εκείνους που αναζητούν εργασία για πρώτη φορά.

Οι κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις είναι βαθιές – και η τάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην Αμερική. Σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανεργία των νέων με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πλησιάζει το γενικό ποσοστό ανεργίας της ηλικιακής τους ομάδας (βλ. Διάγραμμα 1). Ανάλογες εξελίξεις παρατηρούνται και στη Βρετανία, τον Καναδά και την Ιαπωνία. Ακόμα και οι πιο προνομιούχοι -όπως οι απόφοιτοι προγραμμάτων ΜΒΑ- αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Το 2024, μόλις το 80% των αποφοίτων της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Στάνφορντ είχε βρει εργασία μέσα σε τρεις μήνες από την αποφοίτησή του, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2021 ήταν 91%. Στην καφετέρια του Στάνφορντ, οι φοιτητές φαίνονται χαλαροί και ευδιάθετοι με την πρώτη ματιά. Αν τους παρατηρήσει όμως κανείς πιο προσεκτικά, μπορεί να διακρίνει τον φόβο στα μάτια τους.

Μέχρι πρόσφατα το επίδομα πτυχίου αυξανόταν (βλ. διάγραμμα 2). Τελευταία, όμως, συρρικνώθηκε, μεταξύ άλλων στην Αμερική, τη Βρετανία και τον Καναδά. Χρησιμοποιώντας στοιχεία για τους νέους Αμερικανούς από το υποκατάστημα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, εκτιμούμε ότι το 2015 ο μέσος απόφοιτος πανεπιστημίου κέρδιζε 69% περισσότερα από τον μέσο απόφοιτο λυκείου. Μέχρι πέρυσι, το επίδομα πτυχίου είχε συρρικνωθεί στο 50%.

Οι θέσεις εργασίας είναι επίσης λιγότερο ικανοποιητικές. Μια μεγάλη έρευνα δείχνει ότι το «χάσμα ικανοποίησης των πτυχιούχων» στην Αμερική, δηλαδή πόσο πιο πιθανό είναι οι πτυχιούχοι να πουν ότι είναι «πολύ ικανοποιημένοι» με τη δουλειά τους σε σχέση με τους μη πτυχιούχους, είναι πλέον περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες, πολύ κάτω από τις επτά μονάδες του παρελθόντος.

Είναι κακό οι απόφοιτοι να χάνουν τα προνόμιά τους; Από ηθικής άποψης, όχι ακριβώς. Καμία ομάδα δεν έχει το δικαίωμα να ξεπερνά τον μέσο όρο. Ωστόσο, πρακτικά, μπορεί και να είναι. Η ιστορία δείχνει ότι όταν οι έξυπνοι άνθρωποι -ή οι άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι έξυπνοι- τα πάνε χειρότερα από ό,τι νομίζουν ότι θα έπρεπε, τότε συμβαίνουν άσχημα πράγματα.

Ο Peter Turchin, επιστήμονας από το Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, υποστηρίζει ότι η «υπερπαραγωγή των ελίτ» ήταν η άμεση αιτία όλων των ειδών των αναταραχών ανά τους αιώνες, με τις «αντι-ελίτ» να ηγούνται της επίθεσης. Για παράδειγμα, οι ιστορικοί αναγνωρίζουν «το πρόβλημα της περίσσειας μορφωμένων ανδρών» ως παράγοντα που συνέβαλε στις ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848. Ο Luigi Mangione θα ήταν μέλος της αντι-ελίτ. Ο κ. Mangione, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, θα έπρεπε να ζει μια ευημερούσα ζωή. Όμως, δικάζεται για τη φερόμενη δολοφονία του διευθύνοντος συμβούλου μιας ασφαλιστικής εταιρείας υγείας. Το χαρακτηριστικότερο είναι ο βαθμός στον οποίο ο κόσμος συμπάσχει με την αποξένωσή του: Ο κ. Mangione έλαβε δωρεές που ξεπερνούν κατά πολύ το 1 εκατ. δολάρια.

Γιατί οι απόφοιτοι χάνουν τα προνόμιά τους; Ίσως η τεράστια επέκταση των πανεπιστημίων μείωσε τα πρότυπα. Αν τα προνομιούχα ιδρύματα δέχονται λιγότερο ταλαντούχους υποψηφίους και στη συνέχεια κάνουν χειρότερη δουλειά στη διδασκαλία τους, οι εργοδότες μπορεί με την πάροδο του χρόνου να περιμένουν λιγότερες διαφορές μεταξύ του μέσου αποφοίτου και του μέσου μη αποφοίτου. Μια πρόσφατη μελέτη της Susan Carlson του Pittsburg State University, και των συναδέλφων της, υποδηλώνει ότι πολλοί φοιτητές σήμερα είναι λειτουργικά αναλφάβητοι. Ένας ανησυχητικός αριθμός σπουδαστών Αγγλικών, για παράδειγμα, δυσκολεύεται να κατανοήσει το “Bleak House” του Charles Dickens,. Πολλοί παραξενεύονται από την εναρκτήρια πρόταση: «Michaelmas term lately over, and the Lord Chancellor sitting in Lincoln’s Inn Hall» (Η περίοδος Michaelmas μόλις τελείωσε, και ο Λόρδος Καγκελάριος κάθεται στο Lincoln’s Inn Hall).

Το βέβαιο είναι ότι ορισμένα πανεπιστήμια προσφέρουν άχρηστα μαθήματα σε υποψηφίους που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται καν εκεί. Από την άλλη πλευρά, μακροπρόθεσμα, υπάρχει μικρή συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των αποφοίτων πανεπιστημίων και του επιδόματος πτυχίου: για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1980,και τα δύο αυξήθηκαν στην Αμερική. Επιπλέον, αν μιλήσετε με τους φοιτητές των περισσότερων πανεπιστημίων, ιδίως των προνομιούχων, θα δείτε ότι δεν είναι ηλίθιοι. Οι φοιτητές του Στάνφορντ είναι εξαιρετικά έξυπνοι. Πολλοί φοιτητές στην Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ κάποτε χάζευαν και μάλιστα πανηγύριζαν, αν έπαιρναν πτυχίο περνώντας οριακά τη βάση. Όχι πια.

Ένα πρόσφατο έγγραφο της Leila Bengali από το υποκατάστημα της Fed στο Σαν Φρανσίσκο, σε συνεργασία με συναδέλφους της, προσφέρει έναν ακόμη λόγο για να αμφισβητήσουμε την άποψη ότι οι απόφοιτοι είναι απλώς ακατάλληλα προετοιμασμένοι. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η μείωση της αξίας του πανεπιστημιακού τίτλου στην αγορά εργασίας οφείλεται κυρίως σε παράγοντες που σχετίζονται με τη ζήτηση – συγκεκριμένα, στη μείωση του ρυθμού τεχνολογικής προόδου που απαιτεί εξειδικευμένες δεξιότητες. Με απλά λόγια, οι εργοδότες μπορούν πλέον να αναθέτουν εργασίες, που κάποτε απαιτούσαν πτυχίο, σε εργαζομένους χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις θέσεις εργασίας που απαιτούν τη στοιχειώδη χρήση της τεχνολογίας. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, πολλοί άνθρωποι μπορούσαν να εξοικειωθούν με έναν υπολογιστή μόνο αν φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο. Τώρα όλοι διαθέτουν smartphone, πράγμα που σημαίνει ότι και οι μη πτυχιούχοι είναι επιδέξιοι με την τεχνολογία. Οι συνέπειες είναι σαφείς. Σύμφωνα με το Indeed, έναν ιστότοπο για θέσεις εργασίας, σχεδόν σε κάθε τομέα της οικονομίας, οι εκπαιδευτικές απαιτήσεις γίνονται λιγότερο επίπονες. Ο κλάδος των επαγγελματικών και επιχειρηματικών υπηρεσιών της Αμερικής απασχολεί περισσότερους ανθρώπους χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση από ό,τι πριν από 15 χρόνια, παρόλο που είναι πλέον λιγότεροι.

Οι εργοδότες έχουν επίσης περικόψει θέσεις εργασίας σε κλάδους φιλικούς προς τους πτυχιούχους. Από το 2009 έως το 2024, σε ολόκληρη την ΕΕ, ο αριθμός των νέων 15-24 ετών που απασχολούνται στα χρηματοοικονομικά και τις ασφάλειες μειώθηκε κατά 16%. Μόνο η Αμερική, έχει ελάχιστα περισσότερες θέσεις εργασίας στις «νομικές υπηρεσίες» από ό,τι το 2006. Μέχρι πρόσφατα, ο προφανής δρόμος για έναν Βρετανό φοιτητή που ήλπιζε να βγάλει χρήματα ήταν ένα πρόγραμμα αποφοίτων σε μια τράπεζα. Από το 2016, ωστόσο, ο αριθμός των εικοσάρηδων στη νομική και χρηματοοικονομική έχει μειωθεί κατά 10%. Μέχρι την τρίτη σεζόν του «Industry», ενός τηλεοπτικού δράματος για πτυχιούχους σε μια τράπεζα του Λονδίνου, ένα μεγάλο μέρος του αρχικού καστ εκδιώχθηκε (ή πέθανε).

Μπροστά στη μείωση των επαγγελματικών ευκαιριών, είναι εύκολο -και δελεαστικό- να ρίξουμε την ευθύνη στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Πράγματι, η τεχνολογία δείχνει ικανή να αυτοματοποιήσει εργασίες γνώσης χαμηλού επιπέδου, όπως η αρχειοθέτηση ή τα καθήκοντα βοηθών δικηγόρων. Ωστόσο, οι τάσεις που περιγράφονται στο άρθρο ξεκίνησαν πολύ πριν εμφανιστεί το ChatGPT. Πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες φαίνεται να έχουν συμβάλει. Κλάδοι που παραδοσιακά απορροφούσαν πτυχιούχους έχουν περάσει δύσκολες περιόδους τα τελευταία χρόνια. Η υποτονική δραστηριότητα στον χώρο των συγχωνεύσεων και εξαγορών περιόρισε τη ζήτηση για νομικούς, ενώ οι επενδυτικές τράπεζες παραμένουν λιγότερο δραστήριες σε σύγκριση με την εποχή πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009.

Αξίζει τελικά το πανεπιστήμιο; Όλο και περισσότεροι Αμερικανοί φαίνεται να απαντούν αρνητικά. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, την περίοδο 2013-2022 ο αριθμός των εγγραφών σε προγράμματα bachelor μειώθηκε κατά 5%. Αντίθετα, στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, όπου η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πιο οικονομικά προσιτή χάρη στη μεγαλύτερη κρατική υποστήριξη, οι νέοι συνεχίζουν να εισέρχονται στα πανεπιστήμια. Εξαιρουμένης της Αμερικής, τη δεκαετία έως το 2022, οι εγγραφές σε όλο τον ΟΟΣΑ αυξήθηκαν από 28 εκατ. σε 31 εκατ. Στη Γαλλία ο αριθμός των φοιτητών αυξήθηκε κατά 36%, ενώ στην Ιρλανδία κατά 45%. Οι κυβερνήσεις επιδοτούν άχρηστα πτυχία, ενθαρρύνοντας τα παιδιά να σπαταλούν χρόνο για σπουδές.

Οι φοιτητές δεν φαίνεται να προσανατολίζονται πάντα προς τις πιο «αγοραίες» σπουδές. Εκτός Ηνωμένων Πολιτειών, το ποσοστό όσων επιλέγουν τις τέχνες, τις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές επιστήμες συνεχίζει να αυξάνεται. Παραδόξως, το ίδιο ισχύει και για τα τμήματα δημοσιογραφίας. Αν αυτές οι επιλογές αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι φαντάζονται το μέλλον της εργασίας, τότε πραγματικά την έχουν πατήσει.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com