Η εργοστασιακή εργασία είναι υπερεκτιμημένη. Ιδού οι θέσεις εργασίας του μέλλοντος

Η Αμερική είναι παγιδευμένη στις βιομηχανικές της φαντασιώσεις

Μεταποίηση ©Unsplash

Τύποι σαν τον Trump είναι κάθετοι: η Αμερική χρειάζεται εργοστάσια. Ο πρόεδρος περιγράφει πώς οι εργαζόμενοι «παρακολουθούσαν με αγωνία τους ξένους ηγέτες να κλέβουν τις δουλειές μας, τους ξένους απατεώνες να λεηλατούν τα εργοστάσιά μας και τους ξένους ρακοσυλλέκτες να διαλύουν το άλλοτε όμορφο αμερικανικό μας όνειρο». Ο Peter Navarro, ο σύμβουλός του για θέματα εμπορίου, δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι οι δασμοί θα «γεμίσουν όλα τα μισοάδεια εργοστάσια». Ο Howard Lutnick, ο υπουργός Εμπορίου, προσφέρει την πιο καρτουνίστικη ατάκα από όλες: «Ο στρατός εκατομμυρίων και εκατομμυρίων ανθρώπων που βιδώνουν μικρές βίδες για να φτιάξουν iPhone – θα έρθει στην Αμερική».

Για χρόνια, πολιτικοί και ορισμένοι οικονομολόγοι αποδίδουν τη μακροχρόνια παρακμή της μεταποίησης σε φαινόμενα όπως οι στάσιμοι μισθοί, οι ερημωμένες πόλεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και η κρίση των οπιοειδών. Μόνο στη δεκαετία του 2000 η Αμερική έχασε σχεδόν 6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε εργοστάσια. Η εργασία αυτή συχνά προσέφερε στους αποφοίτους του λυκείου μια ευκαιρία για μια σταθερή, ήσυχα ευημερούσα ζωή. Συντηρούσε ολόκληρες πόλεις, δίνοντας στο Πίτσμπουργκ το προσωνύμιο «Πόλη του Χάλυβα» και στο Άκρον το όνομα «Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Καουτσούκ». Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι οι πολιτικοί όλου του φάσματος θέλουν τις θέσεις εργασίας πίσω. Ο πρόεδρος Joe Biden, για παράδειγμα, μοιραζόταν το ίδιο όνειρο με τον διάδοχό του, παρόλο που ήλπιζε να το πετύχει με διαφορετικά μέσα. «Πού στο καλό είναι γραμμένο», ρώτησε, «ότι δεν θα γίνουμε ξανά η πρωτεύουσα της μεταποίησης στον κόσμο;».

Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα: ακόμα και αν η βιομηχανία επιστρέψει, οι παλιές θέσεις εργασίας δεν θα ανακτηθούν. Η μεταποίηση παράγει περισσότερα από ό,τι στο παρελθόν με λιγότερα χέρια – ένας μετασχηματισμός που μοιάζει πολύ με αυτόν που υπέστη η γεωργία. Η προσβάσιμη, μεσοαστική εργασία του είδους που κάποτε προσέλκυε πλήθη στις πύλες των εργοστασίων κατά τη ακμή της Αμερικής στην περίοδο Ford έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Σύμφωνα με την ανάλυσή μας, οι θέσεις εργασίας που μοιάζουν περισσότερο με εκείνες της μεταποίησης τη δεκαετία του 1970 δεν βρίσκονται πια στα εργοστάσια — τα οποία πλέον είναι αυτοματοποιημένα και εντάσεως κεφαλαίου — αλλά σε επαγγέλματα όπως ο ηλεκτρολόγος, ο μηχανικός ή ο αστυνομικός. Όλες αυτές οι δουλειές προσφέρουν αξιοπρεπείς μισθούς σε άτομα χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο.

Τη δεκαετία του 1970, σχεδόν ένας στους τέσσερις Αμερικανούς εργαζόταν στη μεταποίηση. Σήμερα, σε αντίστοιχες θέσεις βρίσκονται λιγότεροι από ένας στους δέκα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι μισές από τις λεγόμενες «μεταποιητικές» δουλειές δεν βρίσκονται καν στο εργοστάσιο — αφορούν τομείς όπως οι ανθρώπινες σχέσεις, το μάρκετινγκ, ο σχεδιασμός και η μηχανική. Στην πραγματικότητα, μόλις το 4% των Αμερικανών εργάζονται σε γραμμή παραγωγής.

Και δεν είναι μόνο η Αμερική. Ακόμα και χώρες με φήμη βιομηχανικής δύναμης —η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα— βλέπουν σταδιακά το εργατικό τους δυναμικό στη μεταποίηση να συρρικνώνεται. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κίνας: την περίοδο 2013–2023, η χώρα έχασε πάνω από 20 εκατομμύρια εργοστασιακές θέσεις εργασίας — αριθμός μεγαλύτερος από το σύνολο των εργαζομένων στον αντίστοιχο τομέα στις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αυτή η εξέλιξη δεν είναι παρά μια φυσική συνέπεια της επιτυχημένης οικονομικής ανάπτυξης.

Καθώς οι χώρες γίνονται πλουσιότερες, η αυτοματοποίηση αυξάνει την παραγωγή ανά εργαζόμενο, η κατανάλωση μετατοπίζεται από τα αγαθά στις υπηρεσίες και η παραγωγή έντασης εργασίας μεταφέρεται στο εξωτερικό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η εργοστασιακή παραγωγή καταρρέει. Σε πραγματικούς όρους, η αμερικανική είναι υπερδιπλάσια από ό,τι στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η χώρα παράγει περισσότερα αγαθά από ό,τι η Ιαπωνία, η Γερμανία και η Νότια Κορέα μαζί. Όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο Cato, ένα κέντρο μελετών, τα εργοστάσια της Αμερικής θα ήταν, από μόνα τους, η όγδοη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Ακόμα και μια ηρωική προσπάθεια επαναπατρισμού, η οποία θα εξάλειφε το έλλειμμα της Αμερικής στο εμπόριο αγαθών ύψους 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, θα έκανε ελάχιστα πράγματα για τις θέσεις εργασίας. Κατά την παραγωγή αυτού του ποσού αγαθών, μόνο περίπου 630 δισ. δολάρια προστιθέμενης αξίας θα προέρχονταν από τη μεταποίηση (ενώ τα υπόλοιπα από τις πρώτες ύλες, τις μεταφορές κ.ο.κ.). Ο Robert Lawrence του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ εκτιμά ότι, με κάθε εργαζόμενο στη μεταποίηση να παράγει 230.000 δολάρια περίπου σε προστιθέμενη αξία, η επαναφορά της παραγωγής για να κλείσει το έλλειμμα θα δημιουργούσε περίπου 3 εκατ. θέσεις εργασίας, τις μισές από αυτές στο εργοστάσιο. Κάτι τέτοιο θα αύξανε το μερίδιο του εργατικού δυναμικού στη μεταποιητική παραγωγή κατά μόλις μια ποσοστιαία μονάδα. Ας υποθέσουμε ότι αυτό θα γινόταν με την επιβολή ενός μέσου πραγματικού δασμολογικού συντελεστή 20% στις εισαγωγές των 3 τρισ. δολαρίων της Αμερικής, και θα μπορούσε να κοστίσει επιπλέον 600 δισ. δολάρια, ή 200.000 δολάρια ανά μεταποιητική θέση εργασίας που «σώζεται».

Πρόκειται για ένα υψηλό τίμημα για θέσεις εργασίας που δεν είναι τόσο ελκυστικές όσο στο παρελθόν. Πριν από επτά δεκαετίες, τα εργοστάσια προσέφεραν μια σπάνια δέσμη απολαβών: καλές αμοιβές, εργασιακή ασφάλεια, συνδικαλιστική προστασία, άφθονη απασχόληση και καμία απαίτηση πτυχίου. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση εξακολουθούσαν να κερδίζουν 10% περισσότερο από τους αντίστοιχους συναδέλφους τους σε άλλους τομείς της οικονομίας. Η παραγωγικότητά τους αυξανόταν επίσης ταχύτερα.

Σήμερα η εργασία στα εργοστάσια υστερεί σε σχέση με τις μη εποπτικές θέσεις στις υπηρεσίες σε ωριαία αμοιβή. Ακόμα και αν ελέγξετε την ηλικία, το φύλο, τη φυλή και άλλα στοιχεία, η μισθολογική πριμοδότηση της μεταποίησης έχει καταρρεύσει. Χρησιμοποιώντας μεθόδους παρόμοιες με αυτές του Υπουργείου Εμπορίου και του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής, εκτιμούμε ότι μέχρι το 2024 η πριμοδότηση είχε μειωθεί περισσότερο από το μισό από τη δεκαετία του 1980. Για όσους δεν έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, έχει εξαφανιστεί εντελώς, παρόλο που αυτοί οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να απολαμβάνουν πριμοδότηση στις κατασκευές και τις μεταφορές. Η αύξηση της παραγωγικότητας έχει επίσης μειωθεί: η παραγωγή ανά βιομηχανικό εργαζόμενο αυξάνεται πλέον πιο αργά από ό,τι ανά εργαζόμενο στον τομέα των υπηρεσιών, γεγονός που υποδηλώνει ότι η αύξηση των μισθών θα είναι επίσης αδύναμη. Ένα κρίσιμο στοιχείο του επιχειρήματος «οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση είναι καλές θέσεις εργασίας» δεν ισχύει πλέον.

Μια θέση εργασίας στη βιομηχανία είναι επίσης πλέον πιο δύσκολο να βρεθεί. Τα σύγχρονα εργοστάσια είναι υψηλής τεχνολογίας και διοικούνται από μηχανικούς και τεχνικούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι εργάτες συναρμολόγησης, οι χειριστές μηχανημάτων και οι επισκευαστές αποτελούσαν περισσότερο από το μισό του εργατικού δυναμικού της μεταποίησης. Σήμερα αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το ένα τρίτο. Οι υπάλληλοι γραφείου υπερτερούν αριθμητικά έναντι των εργατών στα εργοστάσια με μεγάλη διαφορά. Ακόμα και όταν αποκτηθεί, μια θέση εργασίας σε εργοστάσιο είναι πολύ λιγότερο πιθανό να είναι συνδικαλισμένη από ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες, με τα μέλη να έχουν μειωθεί από έναν στους τέσσερις εργαζόμενους τη δεκαετία του 1980 σε λιγότερο από έναν στους δέκα σήμερα.

Για να βρούμε το σύγχρονο ισοδύναμο αυτών των θέσεων εργασίας, αναζητήσαμε θέσεις εργασίας με τα ίδια χαρακτηριστικά. Τι προσφέρει αξιοπρεπή αμοιβή, συνδικαλιστική οργάνωση, δεν απαιτεί πτυχίο και μπορεί να απορροφήσει το ανδρικό εργατικό δυναμικό; Η απάντηση είναι μηχανικοί, τεχνικοί επισκευών, εργαζόμενοι σεκιούριτι και ειδικευμένα επαγγέλματα.

Πάνω από 7 εκατομμύρια Αμερικανοί εργάζονται ως ξυλουργοί, ηλεκτρολόγοι, εγκαταστάτες ηλιακών πάνελ και σε άλλα παρόμοια επαγγέλματα. Σχεδόν όλοι είναι άνδρες και χωρίς πτυχίο. Ο μέσος μισθός είναι σταθερά 25 δολάρια την ώρα, η συνδικαλιστική οργάνωση είναι πάνω από το μέσο όρο και η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί καθώς η Αμερική αναβαθμίζει τις υποδομές της. Άλλα 5 εκατομμύρια εργάζονται ως εργάτες επισκευής και συντήρησης – βλέπε τεχνικούς HVAC (θέρμανσης, εξαερισμού και κλιματισμού) και τους εγκαταστάτες τηλεπικοινωνιακών συστημάτων – και μηχανικοί, κερδίζοντας μισθούς πολύ πάνω από τον μέσο όρο των εργοστασίων. Οι εργαζόμενοι σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και ασφάλειας παρουσιάζουν επίσης ομοιότητες. Πάνω από το ένα τρίτο είναι μέλη συνδικάτων.

Παρόλα αυτά, αυτές οι θέσεις εργασίας διαφέρουν από τη μεταποίηση σε ένα σημαντικό σημείο: δεν υπάρχει μια πόλη που να ονομάζεται HVAC. Τα εργοστάσια κάποτε τροφοδοτούσαν ολόκληρες πόλεις, δημιουργώντας ζήτηση για προμηθευτές, logistics και φτηνά μπαρ. Οι νέες θέσεις εργασίας είναι πιο διάσπαρτες και, ως εκ τούτου, λιγότερο πιθανό να στηρίξουν τις τοπικές οικονομίες. Ωστόσο, αν και τα οφέλη είναι πιο διάχυτα, είναι σχεδόν εξίσου μεγάλα. Οι άνθρωποι που απασχολούνται σε αυτές τις κατηγορίες είναι σχεδόν όσοι είχαν θέσεις εργασίας στη μεταποίηση τη δεκαετία του 1990. Με καλύτερους μισθούς, λιγότερα διαπιστευτήρια και ισχυρότερα συνδικάτα, μπορεί να φαίνονται πιο ελκυστικές από τις σύγχρονες θέσεις εργασίας σε εργοστάσια για τους Αμερικανούς της εργατικής τάξης.

Το μέλλον απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα εργοστάσια. Σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις, οι ειδικευμένοι τεχνίτες και οι επισκευαστές θα έχουν αύξηση 5% την επόμενη δεκαετία, ενώ ο αριθμός των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση αναμένεται να μειωθεί. Οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες κατηγορίες για εργαζόμενους χωρίς πτυχίο είναι η υποστήριξη της υγειονομικής περίθαλψης και η προσωπική φροντίδα, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν κατά 15% και 6% αντίστοιχα. Αυτές περιλαμβάνουν ρόλους όπως οι βοηθοί νοσηλευτών και οι εργαζόμενοι στη φροντίδα παιδιών και δεν μοιάζουν καθόλου με τις παλιές θέσεις εργασίας στη μεταποίηση λόγω των χαμηλών αμοιβών τους. Το ζητούμενο, όπως το θέτει ο Dani Rodrik του Χάρβαρντ, είναι να ενισχυθεί η παραγωγικότητα των θέσεων εργασίας που πραγματικά αυξάνονται. Ίσως κάτι τέτοιο να περιλαμβάνει τη διασφάλιση της υιοθέτησης της τεχνητής νοημοσύνης, είτε για τη διαχείριση της φαρμακευτικής αγωγής είτε για τη διάγνωση.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Thomas Jefferson θεωρούσε τη γεωργία ως το θεμέλιο μιας αυτοδύναμης δημοκρατίας. Επηρεασμένος από τους Γάλλους φυσιοκράτες που έβλεπαν τη γεωργία ως την ευγενέστερη πηγή εθνικού πλούτου, πίστευε ότι η εργασία στη γη ήταν ο δρόμος προς την ελευθερία και την αφθονία. Μέχρι τον 20ό αιώνα, η εργοστασιακή εργασία είχε κληρονομήσει αυτόν τον συμβολικό ρόλο, αλλά όπως και η γεωργία πριν από αυτήν, η απασχόληση στη βιομηχανία με την αύξηση της ευημερίας και της παραγωγικότητας, εξασθενεί. Η καρδιά της εργατικής τάξης της Αμερικής χτυπά πλέον αλλού.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com