Η Ευρώπη θέλει να δείξει ότι είναι έτοιμη για πόλεμο. Αλλά ποιος θα πολεμήσει;

Το «σχέδιο ειρήνης» στην καρδιά της ηπείρου λειτούργησε μάλλον υπερβολικά καλά

Ευρώπη, σημαία© Freepik

«Τι όμορφα τανκς που έχεις, Ευρώπη — αλλά έχεις και κάποιον να τα οδηγήσει;» Αυτό το ειρωνικό ερώτημα ίσως κληθούν να αντιμετωπίσουν οι στρατηγοί της Γηραιάς Ηπείρου μετά την ανακοίνωση της αύξησης των αμυντικών δαπανών στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ.  Αν υποθέσουμε ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν θα πετάξουν τις δεσμεύσεις τους για μεγαλύτερους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς στο καλάθι των αχρήστων μόλις επιτευχθεί κάποιου είδους ειρήνη στην Ουκρανία —ή αν ο Donald Trump ξανααποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο— τότε, μέσα στην επόμενη δεκαετία, οι δαπάνες τους για την άμυνα θα μπορούσαν να διπλασιαστούν.Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης, από το 2% του ΑΕΠ στο 3,5%, θα καταλήξει στην αγορά εξοπλισμού. Όμως, όσο εντυπωσιακά κι αν είναι τα νέα όπλα, οι στρατοί χρειάζονται πρώτα ανθρώπους. Η προσέλκυση νέων που θα επιλέξουν να φορέσουν τη στολή —με ό,τι κινδύνους αυτή συνεπάγεται— δεν υπήρξε ποτέ εύκολη υπόθεση.Κάποιες χώρες ήδη εξετάζουν το ενδεχόμενο μιας μικρής, «βίαιης όχλησης» —όπως εύσχημα αποκαλούν την επιστράτευση οι στρατιωτικοί κύκλοι. Όμως, ακόμα κι αν καταφέρουν να ντύσουν στο χακί τους ανυπάκουους εφήβους τους, το πρόβλημα θα παραμείνει: Οι Ευρωπαίοι έχουν συνηθίσει να βλέπουν την ειρήνη ως κεκτημένο τους. Αν αυτή χαθεί, θα βρεθεί κανείς πρόθυμος να πολεμήσει για να την ξανακερδίσει;

Οι δημοσκοπήσεις που ρωτούν τους πολίτες πώς θα συμπεριφέρονταν σε περίπτωση εισβολής θα πρέπει να προκαλούν ανατριχίλα στους υπευθύνους των στρατιωτικών ασκήσεων της Ευρώπης. Πέρυσι μια έρευνα της Gallup ρώτησε τους πολίτες σε 45 χώρες πόσο πρόθυμοι θα ήταν να πάρουν τα όπλα σε περίπτωση πολέμου. Τέσσερα από τα πέντε μέρη με τους λιγότερο ενθουσιώδεις μαχητές παγκοσμίως βρίσκονταν στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, της Γερμανίας και κυρίως της Ιταλίας, όπου μόλις το 14% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θα ήταν έτοιμο να τα βάλει με έναν ξένο εχθρό. Δεδομένης της αργής προόδου της Ρωσίας από τότε που ξεκίνησε την εισβολή της στην Ουκρανία το 2022, οι χώρες που βρίσκονται πάνω από χίλια χιλιόμετρα μακριά από τις σημερινές γραμμές του μετώπου μπορεί να μην αισθάνονται τον ψυχρό άνεμο του Κρεμλίνου. Όμως, ακόμα και στην Πολωνία, η οποία συνορεύει με την Ουκρανία (και με το ρωσικό αποσπασμένο έδαφος του Καλίνινγκραντ), λιγότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες δηλώνουν ότι θα πολεμούσαν σε έναν πόλεμο που θα αφορούσε τη χώρα τους. Σε μια ξεχωριστή δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε πριν από την εισβολή, το 23% των Λιθουανών ανδρών δήλωσε ότι θα προτιμούσε να φύγει στο εξωτερικό παρά να αποκρούσει μια επίθεση. Οι πολίτες που καλούνται να εμφανιστούν για να πολεμήσουν φαίνονται διστακτικοί.

Για ορισμένους Ευρωπαίους, ένας πολίτης χωρίς όρεξη για μάχες αποτελεί την αντανάκλαση μιας προσπάθειας που στέφθηκε με επιτυχία. Η ένωση στην καρδιά της ηπείρου αυτοπροσδιορίζεται ως «σχέδιο ειρήνης». Τις τελευταίες επτά δεκαετίες η Γερμανία δεν θα έπαιρνε ποτέ τα όπλα εναντίον της Γαλλίας και το αντίστροφο. Η σύζευξη των οικονομιών μεταξύ τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ακόμα και εκτός αυτής είχε ως στόχο να καταστήσει τις εισβολές αρχικά ανέφικτες και με τον καιρό αδιανόητες. Ο γραφειοκρατικός ειρηνισμός που υφίσταται εντός της ΕΕ ¬ «κάντε συναντήσεις, όχι πόλεμο!» είναι ένα ωραίο σύνθημα – ίσως να είχε υπερβολική απήχηση σε ορισμένους πολίτες. Κάποιοι μπορεί να ξέχασαν ότι όσοι βρίσκονται εκτός του κλαμπ, όπως κάποιος Vladimir Putin, δεν είναι μυημένοι σε τέτοιου είδους διευθετήσεις. Τα στρατιωτικά θέματα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας. Μόλις τον περασμένο χρόνο το μπλοκ διόρισε επίτροπο για την άμυνα, ενώ ξεκαθάρισε ότι η δουλειά αυτή αφορά την εποπτεία των εταιρειών που κατασκευάζουν οβίδες και πυραύλους και όχι τις ένοπλες δυνάμεις αυτές καθαυτές.

Σε τι μπορεί να αποδοθεί η έλλειψη διάθεσης του ευρύτερου πληθυσμού να φέρει όπλα ακόμα και σε περίπτωση πολέμου; Οι κοινωνιολόγοι μιλούν για την Ευρώπη ως μια «μετα-ηρωική» κοινωνία, όπου ο ατομικισμός και οι προσδοκίες «αυτοπραγμάτωσης» υπερισχύουν του υποτιθέμενου πατριωτικού ζήλου των προηγούμενων γενεών. Οι πολωμένες πολιτικές της ηπείρου έχουν παίξει ρόλο: η υποστήριξη των κομμάτων της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς έχει αυξηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες και οι ψηφοφόροι τους είναι ιδιαίτερα απρόθυμοι στην ιδέα να πολεμήσουν για την πατρίδα τους. Οι ηλικιωμένοι τείνουν να είναι λιγότερο ενθουσιασμένοι με το να πάρουν τα όπλα, και η Ευρώπη είναι μια γηράσκουσα ήπειρος. Χώρες με πρόσφατη ιστορία δικτατορίας, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, είναι επίσης επιφυλακτικές ως προς τα όπλα. Βλέποντας τις αποτυχημένες αμερικανικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ (στις οποίες οι Ευρωπαίοι είχαν σε κάποιες περιπτώσεις υποστηρικτικό ρόλο) οι ειρηνιστές παρηγορήθηκαν ότι ο δικός τους τρόπος ήταν ο σωστότερος.

Παρά το ειρηνευτικό της εκτόπισμα, η Ευρώπη δεν στερείται ανδρών και γυναικών με στολή. Παρά τη μείωση του αριθμού των στρατευμάτων από το 1990, σε λιγότερο από το μισό του προηγούμενου αριθμού σε πολλές χώρες, η ήπειρος εξακολουθεί να έχει περισσότερους στρατιώτες από την Αμερική και ικανοποιητικό ποσοστό, ανάλογο του συνολικού πληθυσμού της. Παρόλα αυτά, ορισμένες χώρες, όπως η Πολωνία, συζητούν τώρα την επαναφορά κάποιας μορφής επιστράτευσης (μερικές, όπως η Δανία και η Ελλάδα, δεν την κατάργησαν ποτέ). Η κατάργηση της στρατιωτικής θητείας χαιρετίστηκε κάποτε ως φιλελεύθερο επίτευγμα. Τώρα η επιστράτευση των νέων θεωρείται ως ένας τρόπος προώθησης της ιδέας ότι η εθνική άμυνα είναι δουλειά όλων μας και όχι μόνο ο ρόλος μερικών αμειβόμενων στρατιωτών.

Αυτή η ιδέα μπορεί να αργήσει να εδραιωθεί. Όταν ρωτάς τους Ευρωπαίους για θέματα άμυνας συμβαίνει κάτι περίεργο. Σε έρευνες που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι πολίτες του μπλοκ καταγράφουν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τα θέματα άμυνας ως τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετωπίζει η ΕΕ στο σύνολό της. Πολύ περισσότεροι από τους μισούς πιστεύουν ότι τα επόμενα χρόνια οι μάχες εντός των συνόρων της Ένωσης είναι πιθανές. Όμως, στην ερώτηση ποια ζητήματα τους αφορούν προσωπικά, οι Ευρωπαίοι ξεχνούν εντελώς τη Ρωσία και ανησυχούν περισσότερο για τον πληθωρισμό, τους φόρους, τις συντάξεις και την κλιματική αλλαγή παρά για τους πιθανούς εισβολείς. Δεν είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν βλέπουν τη διαφαινόμενη απειλή. Απλώς πιστεύουν ότι είναι πρόβλημα κάποιου άλλου.

Το αποτέλεσμα είναι μια ήπειρος που δίνει την εντύπωση ότι είναι κουρασμένη από τη μάχη χωρίς να έχει δώσει κάποια μάχη. Οι οπαδοί του Trump έχουν ήδη μια αδρομερή άποψη για τη μαχητική ζωντάνια των Ευρωπαίων. Ο J.D. Vance, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, απέρριψε τον Μάρτιο την πιθανότητα «κάποια τυχαία [ευρωπαϊκή] χώρα που δεν έχει πολεμήσει εδώ και 30 ή 40 χρόνια» να αποτρέψει αξιόπιστα τη Ρωσία τοποθετώντας δικές της δυνάμεις στο έδαφος της Ουκρανίας. Η δήλωσή του σόκαρε, επειδή κρύβει μια πικρή αλήθεια. Χρειάστηκαν δεκαετίες αμερικανικής γκρίνιας για να πειστούν οι Ευρωπαίοι να πληρώσουν επιτέλους για την άμυνά τους. Πόσο θα πάρει άραγε να πειστούν ότι μπορεί να χρειαστεί να πολεμήσουν;

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com