Το νέο φαραωνικό εγχείρημα της Κίνας με τις ψηφιακές ταυτότητες

Θα μπορούσαν να αλλάξουν το διαδίκτυο της για τα καλά και να επιταχύνουν τις προσπάθειες της τεχνητής νοημοσύνης

Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ © EPA/MARK R. CRISTINO

Το 1984, τα αστυνομικά τμήματα στην Κίνα άρχισαν να εκδίδουν για πρώτη φορά εθνικές ταυτότητες σε όσους ήταν άνω των 16 ετών. Οι πολίτες εξακολουθούν να τις χρειάζονται για να ταξιδέψουν, να πληρώσουν φόρους ή να αποκτήσουν πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες. Τώρα το Κομμουνιστικό Κόμμα θέλει να περάσει έναν άλλο Ρουβίκωνα. Στις 15 Ιουλίου η κυβέρνηση θα λανσάρει «ψηφιακές ταυτότητες» για χρήση στο διαδίκτυο, μεταφέροντας την ευθύνη για την ηλεκτρονική επαλήθευση από τις ιδιωτικές εταιρείες στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μια δυνητικά τεράστια αλλαγή στον έλεγχο των δεδομένων από το κράτος. Ενισχύει τη ριζικά διαφορετική προσέγγιση της Κίνας στη διαχείριση και επιτήρηση της ψηφιακής ζωής των πολιτών της, ενώ, παράλληλα, μπορεί να αλλάξει το ποιος αποκομίζει κέρδη που παράγονται από τη διαδικτυακή οικονομία, κι ακόμα και την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα.

Σύμφωνα με το νέο σύστημα, οι άνθρωποι αποκτούν ψηφιακή ταυτότητα υποβάλλοντας στην αστυνομία, μέσω μιας εφαρμογής, μια σειρά από προσωπικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων σαρώσεων του προσώπου τους. Στη συνέχεια μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν για να εγγραφούν και να συνδεθούν σε άλλες εφαρμογές ή ιστότοπους. Πριν από ένα χρόνο τέθηκε σε λειτουργία μια πιλοτική φάση στην οποία εγγράφηκαν 6 εκατομμύρια άνθρωποι. Προς το παρόν είναι εθελοντική, αλλά μπορεί να μην παραμείνει για πολύ. Οι αξιωματούχοι και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης πιέζουν τους πολίτες να εγγραφούν στο όνομα της «ασφάλειας των πληροφοριών». Οι 1,1 δισ. χρήστες του διαδικτύου στην Κίνα βρίσκονται στο στόχαστρό τους. Περίπου 1,3 τρισ. δολάρια της κεφαλαιοποίησης της αγοράς είναι δεσμευμένα στις μεγάλες κινεζικές εταιρείες του διαδικτύου, από την Alibaba έως τη Meituan και την Tencent, που εξυπηρετούν αυτή την τεράστια πελατειακή βάση.

Το κράτος προσπαθεί ήδη να διατηρήσει σφιχτό έλεγχο στο τι συμβαίνει στο διαδίκτυο. Η κυβέρνηση διατηρεί το «μεγάλο τείχος προστασίας» μέσω του ελέγχου των τηλεπικοινωνιακών υποδομών. Μπλοκάρει εκατοντάδες χιλιάδες ιστότοπους, συμπεριλαμβανομένων ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων, μηχανών αναζήτησης και μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, το σύστημα είναι πολυεπίπεδο και περίπλοκο. Οι Κινέζοι, πριν δημοσιεύσουν ένα σχόλιο, παίξουν ένα διαδικτυακό παιχνίδι ή πληρώσουν για φαγητό, πρέπει να εγγραφούν στην εταιρεία που διαχειρίζεται την υπηρεσία χρησιμοποιώντας το πραγματικό τους όνομα. Με αυτόν τον τρόπο το κράτος αναθέτει εν μέρει σε τρίτους τη δουλειά της επιτήρησης. Πέρυσι η αστυνομία λέει ότι τιμώρησε 47.000 άτομα που διέδιδαν «φήμες». Οι εταιρείες βοηθούν με ενθουσιασμό. Για παράδειγμα, το Weibo, ένας ιστότοπος που μοιάζει με το X και ανήκει στη Sina Corp, χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό από αποκλεισμένες λέξεις-κλειδιά και στρατιές λογοκριτών για να κρατήσει τους 600 εκατομμύρια χρήστες του σε τάξη.

Η ψηφιακή ταυτότητα είναι μια εξέλιξη αυτής της διάταξης. Οι εταιρείες θα γνωρίζουν πολύ λιγότερα για το ποιοι είναι οι χρήστες τους από εδώ και στο εξής. Αντίθετα, οι ταυτότητες θα επιτρέπουν στους ανθρώπους να συνδέονται σε ιστότοπους ή εφαρμογές χωρίς να αποκαλύπτουν τα προσωπικά τους στοιχεία στις επιχειρήσεις, οι οποίες θα βλέπουν μόνο μια ανώνυμη ροή ψηφίων και γραμμάτων. Οι διαδικτυακές πλατφόρμες μπορούν ακόμα να λογοκρίνουν τους χρήστες και να αναφέρουν τους ταραχοποιούς – αλλά μόνο η αστυνομία θα έχει στην κατοχή της όλα τα στοιχεία των χρηστών.

Κατά κάποιον τρόπο είναι σημαντικό το ότι η Κίνα, ένα ισχυρό κράτος επιτήρησης, δεν καθιέρωσε τις ψηφιακές ταυτότητες νωρίτερα. Δεκάδες χώρες έχουν εκδοχές τους, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας και της Βρετανίας, αν και οι ταυτότητές τους χρησιμοποιούνται μόνο για την πρόσβαση σε κυβερνητικές υπηρεσίες και δεν τις διαχειρίζεται η αστυνομία. Η Ινδία ξεκίνησε τις εργασίες για το περίφημο πρόγραμμα Aadhaar το 2009.

Γιατί, λοιπόν, η Κίνα μπαίνει στο παιγνίδι τώρα; Βραχυπρόθεσμα, το πρόγραμμα αποσκοπεί στην πρόληψη της ζημίας των καταναλωτών. Πολλοί Κινέζοι κατακλύζονται από ανεπιθύμητες τηλεφωνικές κλήσεις επειδή τα προσωπικά τους στοιχεία έχουν πωληθεί σε τρίτους. Πολλά δεδομένα διαρρέουν επίσης σε συμμορίες τηλεπικοινωνιακών απατεώνων, οι απάτες των οποίων κοστίζουν στην Κίνα δισεκατομμύρια γιουάν ετησίως. «Είναι σαν η κυβέρνηση να μας έστειλε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο για τις προσωπικές μας πληροφορίες!» δήλωσε ένας ενθουσιασμένος δημοσιογράφος των κρατικών μέσων ενημέρωσης, σε ένα βίντεο που ενθάρρυνε τους συμπολίτες του να εγγραφούν.

Οι επικριτές φοβούνται ότι η ταυτότητα θα εκτοξεύσει την κατασκοπεία. Μπορεί, για παράδειγμα, να βοηθήσει την αστυνομία να συγκεντρώσει μια λίστα με όλους τους ιστότοπους και τις εφαρμογές που χρησιμοποιεί κάθε άτομο. Πιθανότατα θα μπορούσε ήδη να πάρει αυτές τις πληροφορίες με μερικά τηλεφωνήματα, αλλά το νέο σύστημα μπορεί να κάνει τα πράγματα πιο βολικά. Τα δεδομένα από τις ψηφιακές ταυτότητες θα μπορούσαν στο μέλλον να ενταχθούν σε ένα νέο, πιο ολοκληρωμένο σύστημα επιτήρησης του διαδικτύου. Όταν το σύστημα ανακοινώθηκε για πρώτη φορά πέρυσι, προκάλεσε διαδικτυακές αντιδράσεις. Η Lao Dongyan, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Tsinghua του Πεκίνου, το χαρακτήρισε στο Weibo «απάτη». Στη συνέχεια, τα σχόλιά της σβήστηκαν και ο λογαριασμός της ανεστάλη προσωρινά.

Μακροπρόθεσμα, η ψηφιακή ταυτότητα αποτελεί μέρος ενός πολύ πιο φιλόδοξου οράματος, με το κράτος να αναλαμβάνει πιο σταθερό και συγκεντρωτικό έλεγχο των τεράστιων ροών δεδομένων που δημιουργεί η οικονομία. Εν μέρει αυτό υποκινείται από ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια. Σε λάθος χέρια – ας πούμε, ξένων κατασκόπων – τα προσωπικά δεδομένα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για εκστρατείες παραπληροφόρησης ή κυβερνοεπιθέσεις. Θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την εκπαίδευση τεχνητών νοημοσυνών, ώστε να αντληθούν πληροφορίες για τον πληθυσμό της Κίνας.

Το όραμα βασίζεται επίσης σε οικονομικές ευκαιρίες. Οι κρατικοί σχεδιαστές λένε ότι τα δεδομένα είναι συντελεστής παραγωγής, μαζί με την εργασία, το κεφάλαιο και τη γη. Θέλουν να αποφύγουν την αποθησαύρισή τους στο εσωτερικό των εταιρειών και να τα καταστήσουν διαθέσιμα για ευρεία χρήση και εμπορία. Οι τοπικές κυβερνήσεις έχουν δημιουργήσει ροές ανταλλαγής δεδομένων για να μπορούν να αξιοποιηθούν και να διακινηθούν μεταξύ κρατικών υπηρεσιών, κρατικών επιχειρήσεων και ιδιωτικών εταιρειών. Στη Σενζέν, ένα τεχνολογικό κέντρο στο νότο της Κίνας, οι επιχειρήσεις μπορούν, για παράδειγμα, να αγοράζουν δεδομένα σχετικά με τον τρόπο που οι καταναλωτές χρησιμοποιούν την ενέργεια από το εθνικό δίκτυο. Μια εθνική ανταλλαγή δεδομένων βρίσκεται στα σκαριά. Επίσης, τον Ιούνιο το Κρατικό Συμβούλιο, το υπουργικό συμβούλιο της Κίνας, ανακοίνωσε νέους κανόνες για την αποτροπή της απομόνωσης των δεδομένων μεταξύ ανταγωνιστικών κυβερνητικών υπηρεσιών.

Όλα αυτά έχουν επιπτώσεις στα εισοδήματα που προκύπτουν από τους χείμαρρους δεδομένων της Κίνας και στο ποιος τα αποκτά. Κατ’ αρχήν, η ψηφιακή ταυτότητα βλάπτει τα συμφέροντα των ιδιωτικών διαδικτυακών πλατφορμών – όχι ότι το χρηματιστήριο φαίνεται να το έχει παρατηρήσει. Η ηρεμία διαψεύδει τις δυνατότητες της κυβέρνησης. Τα τελευταία χρόνια έχει χτυπήσει τους τιτάνες που κατέχουν δεδομένα σε άλλους κλάδους. Το 2021 η Ant Group, θυγατρική της Alibaba,, αναγκάστηκε να μοιραστεί τα δεδομένα καταναλωτικών πιστώσεων με την κεντρική τράπεζα της Κίνας. Εκείνη τη χρονιά η Didi, μια εταιρεία μεταφοράς με ταξί, εξόργισε τις ρυθμιστικές αρχές εισάγοντας την εταιρεία στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης παρά τις ανησυχίες τους ότι τα δεδομένα της θα μπορούσαν να εκτεθούν. Το 2022 της επιβλήθηκε πρόστιμο 8 δισ. γιουάν (1,2 δισ. δολάρια) και αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το χρηματιστήριο για «παράνομη συλλογή εκατομμυρίων πληροφοριών χρηστών» και επεξεργασία δεδομένων με τρόπο που απειλούσε την «εθνική ασφάλεια».

Οι κεντρικές ροές δεδομένων μπορεί να υπερφορτώσουν τις πρωτοβουλίες της Κίνας για την τεχνητή νοημοσύνη. Ο Lee Kai-fu, ένας Ταϊβανέζος επενδυτής τεχνολογίας υποστήριξε ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις εμποδίζονται να αγοράζουν τσιπ τεχνητής νοημοσύνης αμερικανικού σχεδιασμού, τα οποία είναι τα πιο ισχυρά στον κόσμο. Ωστόσο, θα μπορούσαν ακόμα να προσπαθήσουν να βρουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τροφοδοτώντας τους αλγορίθμους τους με περισσότερα και ποιοτικότερα δεδομένα. Ένας τομέας όπου οι μάζες δεδομένων έχουν ήδη βοηθήσει τις κινεζικές εταιρείες να βρεθούν στην προμετωπίδα των τεχνολογικών εξελίξεων είναι η τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου, χάρη στα εκατομμύρια κάμερες παρακολούθησης που έχουν εγκαταστήσει οι κινεζικοί αξιωματούχοι σε όλες τις πόλεις.

Βέβαια, παρ’ όλη την τεχνολογική αισιοδοξία της για τα δεδομένα, η κυβέρνηση της Κίνας έχει χαμηλές επιδώσεις στη διαχείρισή τους. Οι αξιωματούχοι είναι συχνά κακοπληρωμένοι και αναζητούν τρόπους να κερδίσουν περισσότερα χρήματα – για παράδειγμα, πουλώντας πολύτιμες πληροφορίες. Από την άλλη, και πρακτικές προστασίας μπορεί να είναι χαλαρές. Το 2022 ένας χάκερ έκλεψε 1 δισεκατομμύριο προσωπικά αρχεία από την αστυνομία της Σαγκάης αντλώντας τα από μια μη ασφαλή βάση δεδομένων. Σκάνδαλα όπως αυτό μπορεί να έκαναν τους Κινέζους πιο επιφυλακτικούς απέναντι σε κυβερνητικά συστήματα όπως οι ψηφιακές ταυτότητες. Ευτυχώς, οι πάντα προσεκτικές εταιρείες τεχνολογίας της Κίνας επενέβησαν: οι αναφορές περί κλοπής λογοκρίθηκαν.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com