Αυστηρότεροι κανόνες εποπτείας, σε πλήρη συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και αντικαθιστώντας ένα πλαίσιο διακυβέρνησης στις τράπεζες σχεδόν δεκαετίας (ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006), θα ισχύσουν από την 1η Οκτωβρίου για τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα. Το νέο πλαίσιο με το οποίο πρέπει να συμμορφωθούν οι τράπεζες (σ.σ. οι λιγότερο σημαντικές από το 2026) προβλέπει ισχυρό ρόλο για τις Επιτροπές Εσωτερικού Ελέγχου (που πλέον γίνονται υποχρεωτικές για όλες τις τράπεζες) και Διαχείρισης Κινδύνων, προάγει την τήρηση υψηλών δεοντολογικών και επαγγελματικών προτύπων για τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των τραπεζών και καθιερώνει την υποχρέωση θέσπισης πολιτικής σύγκρουσης συμφερόντων και διαδικασιών αναφοράς παραβάσεων (whistleblowing).
Στο πλαίσιο της διαφάνειας στη διοίκηση των τραπεζών, το νέο πλαίσιο θεσπίζει κανόνες για την σύγκρουση συμφερόντων για τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά και για το προσωπικό των τραπεζών. Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει πλαίσιο για τον εντοπισμό και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων κατά την παροχή πιστώσεων και τη σύναψη άλλων συναλλαγών (π.χ. πρακτόρευση, χρηματοδοτική μίσθωση, αγοραπωλησία ακινήτων, απόκτηση/αύξηση συμμετοχής, εγγύηση) με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και συνδεδεμένα μέρη αυτών. Όπως τονίζεται, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις σχετικά με την παροχή πιστώσεων και τη σύναψη λοιπών συναλλαγών με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή με συνδεδεμένα μέρη αυτών πραγματοποιούνται κατά τρόπο ανεξάρτητο και λαμβάνονται αντικειμενικά, χωρίς αδικαιολόγητη επιρροή από συγκρούσεις συμφερόντων, και με όρους που δεν αποκλίνουν από τους όρους που εφαρμόζονται στις αντίστοιχες πιστώσεις ή συναλλαγές και δεν αποβαίνουν εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του ιδρύματος.
Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που επωφελείται από μία σημαντική πίστωση ή άλλη σημαντική συναλλαγή ή το μέλος που συνδέεται με τον αντισυμβαλλόμενο δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στη διαδικασία λήψης της απόφασης για τη χορήγηση της πίστωσης. Πριν από τη λήψη της απόφασης για πιστώσεις ή λοιπές συναλλαγές με μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή με συνδεδεμένα μέρη τους, τα ιδρύματα εκτιμούν τον κίνδυνο στον οποίο ενδέχεται να εκτεθεί το ίδρυμα λόγω της εν λόγω συναλλαγής. Όταν οι πιστώσεις έχουν τη μορφή γραμμής πίστωσης (π.χ. υπεραναλήψεις), τόσο η αρχική απόφαση, όσο και οι τροποποιήσεις αυτών τεκμηριώνονται. Όταν μια γραμμή πίστωσης τροποποιείται σημαντικά σύμφωνα με την πολιτική του ιδρύματος, πραγματοποιείται νέα αξιολόγηση και λαμβάνεται νέα απόφαση.
Το νέο εποπτικό πλαίσιο απαιτεί τεκμηρίωση των πιστώσεων σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε συνδεδεμένα μέρη τους και πρόσθετες πληροφορίες. Ειδικά δε για χορηγούμενα δάνεια ύψους άνω των 200.000 ευρώ προς μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή σε συνδεδεμένα μέρη τους, η τράπεζα θα παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος επιπρόσθετες πληροφορίες, όπως:
- α) το ποσοστό της πίστωσης και το ποσοστό του συνόλου όλων των ανεξόφλητων ποσών πιστώσεων προς τον ίδιο οφειλέτη σε σύγκριση με το άθροισμα του κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της Κατηγορίας 2 του ιδρύματος, καθώς και με το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος,
- β) εάν η πίστωση αποτελεί μέρος μεγάλου χρηματοδοτικού ανοίγματος, και
- γ) το σχετικό βάρος του συνολικού ποσού όλων των ανεξόφλητων ποσών πιστώσεων προς τον ίδιο οφειλέτη, υπολογιζόμενο ως ποσοστό διαιρώντας το συνολικό ανεξόφλητο ποσό με το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο πιστώσεων στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και στα συνδεδεμένα μέρη τους.
Για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, προβλέπεται ότι τα ιδρύματα παρέχουν στο προσωπικό τη δυνατότητα αναφοράς παραβάσεων, παρακάμπτοντας τις συνήθεις γραμμές αναφοράς. Η δυνατότητα αναφοράς παραβάσεων θα γίνεται είτε μέσω της λειτουργίας κανονιστικής συμμόρφωσης, είτε μέσω της λειτουργίας εσωτερικής επιθεώρησης, είτε μέσω μιας άλλης εσωτερικής, ειδικής και ανεξάρτητης γραμμής αναφοράς (whistleblowing) του ιδρύματος. Οι διαδικασίες προειδοποίησης διασφαλίζουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τόσο του προσωπικού που αναφέρει την παράβαση, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι είναι υπεύθυνο για την παράβαση.
Η αναβάθμιση του πλαισίου εσωτερικής διακυβέρνησης στην οποία προχώρησε η Τράπεζα της Ελλάδος, έπειτα από διαβουλεύσεις με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, διαμορφώνουν ένα άρτιο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, που περιλαμβάνει και ολιστικό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων. Έμφαση, μεταξύ άλλων κινδύνων, δίδεται στη διαχείριση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (AML/CFT) και των κινδύνων από τη μη ορθή εφαρμογή της περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG).
Κομβικός ρόλος αποδίδεται με το νέο εποπτικό πλαίσιο στην Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων, η οποία θα συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά κάθε τρίμηνο, ή και έκτακτα. Το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων περιλαμβάνει τους κινδύνους εντός και εκτός ισολογισμού, καθώς και τους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς κινδύνους στους οποίους ενδέχεται να εκτεθεί το πιστωτικό ίδρυμα. Πρόκειται για χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων του πιστωτικού κινδύνου, του κινδύνου αγοράς, του κινδύνου ρευστότητας, του κινδύνου συγκέντρωσης, του λειτουργικού κινδύνου, των κινδύνων τεχνολογίας και ασφάλειας, του κινδύνου φήμης, του νομικού κινδύνου, του κινδύνου συμπεριφοράς, του κινδύνου συμμόρφωσης, του κινδύνου συμμόρφωσης σε θέματα πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, του κινδύνου άλλων οικονομικών εγκλημάτων, των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με την διακυβέρνηση (ESG) κινδύνων και των στρατηγικών κινδύνων. Η Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων συνεργάζεται με άλλες επιτροπές των οποίων οι δραστηριότητες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη στρατηγική κινδύνων (π.χ. Επιτροπή Ελέγχου και Επιτροπή Αποδοχών) και διατηρεί τακτική επικοινωνία με όλες τις λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος και ειδικότερα με τη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων. Η Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων, με την επιφύλαξη των καθηκόντων της Επιτροπής Αποδοχών, εξετάζει κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπουν οι πολιτικές και οι πρακτικές αποδοχών του ιδρύματος λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και τα προβλεπόμενα κέρδη του ιδρύματος.