Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναμένεται να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια στη σημερινή συνεδρίαση, για πρώτη φορά εδώ και πάνω από έναν χρόνο, καθώς αναμένει περισσότερα σημάδια σχετικά με το πώς θα επηρεάσουν τον πληθωρισμό οι δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, το επιτόκιο καταθέσεων θα παραμείνει στο 2%. Οι περισσότεροι αναλυτές εξακολουθούν να αναμένουν μία ακόμη μείωση κατά 0,15% τον Σεπτέμβριο, όταν θα έχει επιτευχθεί εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ και θα είναι διαθέσιμες νέες προβλέψεις για την ευρωζώνη.
Αν και υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των αξιωματούχων της ΕΚΤ για την παύση της μονοετούς πορείας νομισματικής χαλάρωσης αυτόν τον μήνα, η ενότητα είναι μικρότερη όσον αφορά τα επόμενα βήματα μετά το καλοκαίρι. Ορισμένοι είναι ανοιχτοί σε περαιτέρω κινήσεις, εκφράζοντας ανησυχία ότι ο πληθωρισμός μπορεί να παγιωθεί κάτω από τον στόχο του 2%, τον οποίο έφτασε μόλις πρόσφατα. Άλλοι προειδοποιούν ότι η αυξημένη δημόσια δαπάνη ενδέχεται να οδηγήσει σε άνοδο των τιμών μελλοντικά.
Μπορεί να υπάρχουν λόγοι για μείωση ήδη από τον Ιούλιο, «αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει διάθεση να ταράξουν τα νερά αυτήν τη στιγμή», σχολιάζει ο Ρούμπεν Σεγκούρα-Καϊουέλα, αναλυτής στην Bank of America. «Θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις τον επόμενο γύρο προβλέψεων τον Σεπτέμβριο για να επανεξετάσεις τα πάντα».
Μετά την ανακοίνωση των επιτοκίων, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, αναμένεται να κρατήσει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα όταν θα μιλήσει στους δημοσιογράφους.
Οι διαφωνίες εντός ΕΚΤ και η παράμετρος Τραμπ
Η ΕΚΤ μείωσε το κόστος δανεισμού κατά 200 μονάδες βάσης μεταξύ Ιουνίου 2024 και Ιουνίου 2025, τοποθετώντας το επιτόκιο καταθέσεων στο μέσο μιας ζώνης που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, ούτε περιορίζει, ούτε ενισχύει την οικονομία. Μετά τη μείωση του περασμένου μήνα η Λαγκάρντ δήλωσε ότι η ΕΚΤ βρίσκεται «σε καλή θέση» για να αντιμετωπίσει προκλήσεις που κυμαίνονται από την εμπορική πολιτική μέχρι τους πολέμους.
Αν και πολλοί αξιωματούχοι έχουν εκφραστεί σε παρόμοιο τόνο, ο Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό της Γαλλίας και ο Φάμπιο Πανέτα της Ιταλίας έχουν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να χρειαστεί περαιτέρω χαλάρωση. Στην πραγματικότητα, οι προβλέψεις του Ιουνίου προϋποθέτουν ήδη άλλη μία μείωση. Ωστόσο, αντιδρώντας σε αυτήν την ιδέα, το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου Ιζαμπέλ Σνάμπελ θεωρεί ότι ο πήχης για πρόσθετα μέτρα είναι «πολύ ψηλός».
Η αβεβαιότητα έχει αυξηθεί με την απειλή του Τραμπ να επιβάλει δασμούς 30% στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την 1η Αυγούστου. Παρ’ ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται, ο κίνδυνος ενός λιγότερο ευνοϊκού αποτελέσματος από εκείνο που προβλέφθηκε στις προβλέψεις του Ιουνίου έχει ενισχυθεί. Ακόμη και το δυσμενές σενάριο της ΕΚΤ για το εμπόριο περιελάμβανε μόνο δασμούς 20% σε όλα τα ευρωπαϊκά αγαθά.
Όσο χειρότερο είναι το τελικό αποτέλεσμα, τόσο πιο σκληρά θα πληγεί η ευρωπαϊκή οικονομία και τόσο περισσότερο ενδέχεται να υποχωρήσει ο πληθωρισμός. Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, έχει προειδοποιήσει ότι η οικονομική δραστηριότητα ενδέχεται να είναι στάσιμη κατά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο.
Το θετικό σημείο είναι η αύξηση των στρατιωτικών και υποδομειακών δαπανών που έχουν προγραμματιστεί για τα επόμενα χρόνια, σχολιάζει το Bloomberg. Αυτό συνεχίζει να τροφοδοτεί την αισιοδοξία, μετά το αρχικό κύμα των αμερικανικών δασμών, που βοήθησε την οικονομία να αποδώσει καλύτερα στις αρχές του 2025. Ένα ακόμη θετικό νέο αυτήν την εβδομάδα ήταν η ανακοίνωση νέων έργων αξίας άνω των 100 δισ. από περισσότερες από 60 κορυφαίες γερμανικές εταιρείες.
O παράγοντας ευρώ
Η ισχύς του ευρώ είναι ακόμα μία παράμετρος που θα τεθεί υπό εξέταση. Παρά το ότι έχει σταθεροποιηθεί πρόσφατα, η φετινή άνοδος κατά 13% έναντι του δολαρίου έχει ανησυχήσει ορισμένους υπευθύνους χάραξης πολιτικής, καθώς καθιστά τις εξαγωγές ακριβότερες και μειώνει το κόστος των εισαγωγών.
Ο Γκίντος είχε δηλώσει στο Bloomberg TV τον Ιούλιο ότι οποιαδήποτε ανατίμηση πέρα από τα 1,20 δολάρια θα έκανε τα πράγματα «πολύ πιο περίπλοκα». Ο Μάρτινς Καζάκς από τη Λετονία δήλωσε ότι μια περαιτέρω σημαντική άνοδος θα μπορούσε να «γείρει την πλάστιγγα» προς μία ακόμη μείωση των επιτοκίων.
Δεν συμμερίζονται όλοι αυτήν την άποψη: η Σνάμπελ θεωρεί τέτοιους φόβους «υπερβολικούς». Ορισμένοι υποστηρίζουν επίσης ότι είναι δύσκολο να παραπονιέται κανείς για ένα ισχυρό ευρώ, ενώ ταυτόχρονα ζητάει μεγαλύτερο ρόλο γι’ αυτό στη διεθνή σκηνή.