Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΕΚΤ, σχεδιάζει να παρέχει στις τράπεζες περισσότερο χρόνο προετοιμασίας σχετικά με τη συμμετοχή τους σε θεματικούς ελέγχους και εποπτικές έρευνες, στο πλαίσιο ευρύτερης προσπάθειας να μειωθούν οι ρυθμιστικές επιβαρύνσεις για τον τραπεζικό κλάδο στην ευρωζώνη.
Μέχρι σήμερα, οι τράπεζες λάμβαναν τα ατομικά σχέδια εποπτικών εξετάσεων για κάθε έτος μέσα στους πρώτους μήνες του ίδιου του έτους. Στο εξής, η ΕΚΤ σχεδιάζει να τις ενημερώνει ήδη από το τέλος του προηγούμενου έτους, δίνοντάς τους περισσότερο χρόνο για να προετοιμαστούν, σύμφωνα με άτομα με γνώση του θέματος.
Καθώς η ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ σηματοδοτεί μια τάση για χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου, οι ευρωπαϊκές αρχές εξετάζουν τρόπους απλοποίησης των κανόνων χωρίς να διακυβευθεί η ανθεκτικότητα που κέρδισε ο τραπεζικός τομέας μετά την κρίση του 2008. Η ΕΚΤ προσπαθεί να επιταχύνει τις διαδικασίες εποπτείας, τις οποίες πολλοί τραπεζίτες χαρακτηρίζουν χρονοβόρες και γραφειοκρατικές.
Ένα ανώτατο στέλεχος τράπεζας, που μίλησε στο Bloomberg, δήλωσε ότι η μεγαλύτερη περίοδος προειδοποίησης θα βοηθήσει τον συντονισμό των διαφόρων ομάδων εντός της τράπεζας και θα επιτρέψει περισσότερο χρόνο για την αποσαφήνιση των αιτημάτων της ΕΚΤ.
Ωστόσο, ορισμένα σχέδια μπορεί να τροποποιηθούν αν το απαιτήσουν οι συνθήκες, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες. Θα υπόκεινται σε ενδιάμεσες αναθεωρήσεις στη μέση του έτους, πρόσθεσε.
Τα μέτρα αυτά εντάσσονται στις αλλαγές που προωθεί η σιδηρά κυρία του SSM, Κλαούντια Μπουχ, πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στο πλαίσιο μεταρρύθμισης της ευρύτερης ετήσιας αξιολόγησης των κινδύνων που αντιμετωπίζει κάθε τράπεζα. Η ΕΚΤ έχει ήδη ανακοινώσει ότι η διαδικασία αυτή – γνωστή ως SREP – θα ολοκληρώνεται πλέον έως τα τέλη Οκτωβρίου, νωρίτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Τι αναμένεται για τα stress test των ευρωπαϊκών τραπεζών
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναμένεται να τα πάνε καλύτερα από ό,τι πριν από δύο χρόνια στα stress test, που θα συμβάλουν στον καθορισμό της δυνατότητάς τους να προχωρούν σε διανομές μερισμάτων και επαναγορές μετοχών, σύμφωνα με τον Φερνάντο ντε λα Μόρα, διευθύνοντα σύμβουλο της Alvarez & Marsal.
Οι τράπεζες στo τελευταίo stress test πιθανότατα θα δουν μια μέση πτώση μεταξύ 4 και 4,5 ποσοστιαίων μονάδων, έναντι 4,59 μονάδων το 2023, στον βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) των ευρωπαϊκών τραπεζών, δήλωσε ο ντε λα Μόρα, ο οποίος «κλίνει προς το χαμηλό όριο του εύρους».
Τα αποτελέσματα των tress test είναι πιθανό να προκαλέσουν μείωση σε ένα σημαντικό μέρος των κανονιστικών κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, δήλωσε ο ντε λα Μόρα, ο οποίος αναμένει ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τις λεγόμενες οδηγίες του Πυλώνα 2 έως και ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας για τον ευρύτερο κλάδο.
Τα διετή αυτά τεστ, που αξιολογούν την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα σε υποθετικά σενάρια σοβαρής οικονομικής ύφεσης, χρησιμοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για να καθορίσει πόσο κεφάλαιο πρέπει να διατηρούν οι τράπεζες ως προστατευτικό μαξιλάρι – και κατά συνέπεια πόσα χρήματα μπορούν να διανείμουν στους μετόχους. Το Bloomberg είχε αναφέρει τον Μάιο ότι το φετινό stress test αναμένεται να οδηγήσει σε μικρότερες επιπτώσεις στους κεφαλαιακούς δείκτες των τραπεζών.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ένα ισχυρό σημείο εκκίνησης στα stress test: Οι βασικές μετρήσεις κερδοφορίας και οικονομικής ευρωστίας έχουν βελτιωθεί από το 2022. Σημείωση: Τα stress tests του 2025 βασίζονται σε δεδομένα του 2024, τα προηγούμενα του 2022 ©ΕΚΤ
Τα αποτελέσματα θα δημοσιευτούν την Παρασκευή μετά το κλείσιμο των αγορών, αν και ορισμένες τράπεζες ενδέχεται να καταγράψουν μεγαλύτερες απώλειες από άλλες. Εκπρόσωπος της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει, όπως και αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA), η οποία συντονίζει τη διαδικασία.
Η φετινή άσκηση βασίζεται στα οικονομικά στοιχεία τέλους 2024, χρονιά κατά την οποία πολλές τράπεζες κατέγραψαν ιστορικά υψηλά κέρδη λόγω των αυξημένων επιτοκίων. Έκτοτε, τα επιτόκια έχουν μειωθεί και οι ρυθμιστικές αρχές ανησυχούν ότι οι τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν απώλειες σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας.
Ο οικονομικός διευθυντής της Deutsche Bank, Τζέιμς φον Μόλτκε, δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι τα αποτελέσματα της τράπεζας «θα αντικατοπτρίζουν τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου και της κερδοφορίας της εταιρείας τα τελευταία χρόνια».
Η ικανότητα του κλάδου να παράγει κέρδη συνεχίζει να ενισχύεται, και τα αποτελέσματα της φετινής άσκησης ενδέχεται να οδηγήσουν σε μείωση μιας κρίσιμης παραμέτρου του κεφαλαιακού πλαισίου, σύμφωνα με τον ντε λα Μόρα. Συγκεκριμένα, αναμένει πως η ΕΚΤ θα μειώσει την αποκαλούμενη «Καθοδήγηση Πυλώνα 2» (Pillar 2 Guidance) έως και κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες για το σύνολο του τραπεζικού τομέα.
Το μη δεσμευτικό αυτό απόθεμα κεφαλαίου αντιστοιχεί φέτος στο 1,3% των σταθμισμένων για τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, σύμφωνα με την ΕΚΤ. Οι περισσότερες τράπεζες δεν αποκαλύπτουν το ακριβές ποσοστό που ισχύει γι’ αυτές.
Δυσαρέσκεια από τους τραπεζίτες
Η ΕΚΤ είχε προειδοποιήσει νωρίτερα φέτος ότι θα προχωρήσει σε επιτόπιες επιθεωρήσεις στις τράπεζες των οποίων οι προβλέψεις κατά τη διάρκεια της άσκησης κριθούν υπερβολικά αισιόδοξες. Αν και, όπως σημείωσαν τραπεζίτες στο Bloomberg τον Μάιο, φέτος υιοθέτησαν πιο συντηρητικές υποθέσεις, αρκετοί εξ αυτών υπέστησαν τέτοιες επισκέψεις, σύμφωνα με τον ντε λα Μόρα, χωρίς να κατονομάσει τις εμπλεκόμενες τράπεζες.
Το Bloomberg έχει επίσης μεταδώσει ότι αρκετοί τραπεζίτες εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους, έχοντας την εντύπωση πως η ΕΚΤ επιδιώκει να επιβάλει έναν συγκεκριμένο αντίκτυπο στους κεφαλαιακούς δείκτες, προκειμένου να δικαιολογήσει τις εποπτικές της απαιτήσεις, ανεξαρτήτως του πόσο καλά αποδίδουν οι ίδιες οι τράπεζες.
«Η απογοήτευση στον κλάδο είναι μεγάλη: δαπανούν τεράστιο χρόνο παρέχοντας δεδομένα, εκτελώντας μοντέλα, κάνοντας εκτιμήσεις – και μετά έρχεται η ΕΚΤ, προχωρά σε προσαρμογές, οι οποίες μερικές φορές είναι δικαιολογημένες, αλλά συχνά όχι», δήλωσε ο ντε λα Μόρα.
Η ΕΚΤ είχε δηλώσει τον Ιανουάριο ότι οι τράπεζες δεν ήταν πάντοτε επαρκώς επιφυλακτικές σε προηγούμενες υποβολές στοιχείων και ότι εφαρμόζει διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων.