Γιατί η ΕΚΤ κλείνει τον κύκλο μείωσης των επιτοκίων

Η ΕΚΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί κοντά στο 2% μέσα στο 2025 και θα υποχωρήσει πιο κάτω το 2026 - Γιατί υπάρχει αβεβαιότητα

Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ © EPA/RONALD WITTEK

Οριστικό «στοπ» στις μειώσεις επιτοκίων βάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μετά από οκτώ συνεχόμενες κινήσεις χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Η απόφαση της κεντρικής τράπεζας στηρίζεται στην ανάγκη αξιολόγησης της πορείας του πληθωρισμού και των διεθνών οικονομικών εξελίξεων πριν από οποιαδήποτε νέα παρέμβαση. Εφόσον υπάρξει η, κατά τεκμήριο, μικρή πιθανότητα για νέα μείωση κατά 0,25%, αυτή θα πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβριο και μόνο εάν η ευρωπαϊκή οικονομία παρουσιάσει σημάδια επιβράδυνσης.

Η Φρανκφούρτη εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί στην περιοχή του 2% μέσα στο 2025 και θα υποχωρήσει κάτω από το όριο αυτό το 2026, επιβεβαιώνοντας τη σταδιακή επιστροφή της σταθερότητας στις τιμές. Ωστόσο, οι προοπτικές ανάπτυξης σκιάζονται από τις εμπορικές εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την επιβολή δασμών 15% από τον πρόεδρο Τραμπ σε βασικά ευρωπαϊκά προϊόντα. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ανάπτυξη μόλις 0,9% φέτος και 1,1% το 2026 στην ευρωζώνη, με τις Goldman Sachs και Deutsche Bank να υπολογίζουν ότι το πλήγμα από το εμπορικό deal ΕΕ–ΗΠΑ θα αφαιρέσει περίπου 0,4% με 0,5% από το ΑΕΠ της Ευρώπης.

Η αβεβαιότητα αυτή ωθεί την ΕΚΤ σε μια πιο επιφυλακτική στάση, καθώς οι επιπτώσεις από τους νέους εμπορικούς φραγμούς δεν έχουν ακόμη αποτυπωθεί πλήρως στα μακροοικονομικά μεγέθη. Οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να ρισκάρει περαιτέρω χαλάρωση πριν βεβαιωθεί ότι ο πληθωρισμός συγκλίνει προς τον στόχο και ότι η ευρωοικονομία θα ανεβάσει σταδιακά ταχύτητα.

Την ίδια ώρα, στην Αθήνα, η Τράπεζα της Ελλάδος «κλειδώνει» τις εκτιμήσεις της για ανάπτυξη 2,3% το 2025, σε πλήρη ταύτιση με το οικονομικό επιτελείο. Για το 2026, η πρόβλεψη ανεβαίνει στο 2,5%, στοιχείο που θα αποτελέσει οδηγό για την κυβέρνηση εν όψει της κατάρτισης του νέου προϋπολογισμού.

Υπενθυμίζεται ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2025 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,2%, με την ιδιωτική κατανάλωση να λειτουργεί ως βασικός μοχλός της ανάπτυξης. Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας υπογραμμίζει ότι τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν τη «σταθερή αναπτυξιακή τροχιά» της χώρας, αν και αναγνωρίζει ότι η βραχυπρόθεσμη ανθεκτικότητα δεν αρκεί. Το επενδυτικό κενό, ιδίως σε κλάδους με εξαγωγικό προσανατολισμό και υψηλή προστιθέμενη αξία, εξακολουθεί να θέτει ερωτήματα για τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης.

Η εικόνα περιπλέκεται σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας, όπου οι αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία, οι εμπορικοί πόλεμοι και οι κινήσεις των κεντρικών τραπεζών επηρεάζουν άμεσα μικρές και ανοιχτές οικονομίες όπως η ελληνική.

Καθοριστικός σταθμός για την αποτύπωση της πορείας θα είναι η ανακοίνωση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ στις 5 Σεπτεμβρίου για το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Τα στοιχεία αυτά θα ενσωματώνουν και μέρος από τις τουριστικές εισπράξεις του Ιουνίου, που θεωρούνται παραδοσιακά «κλειδί» για την τελική επίδοση του ΑΕΠ. Η πορεία του τουρισμού, σε συνδυασμό με τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό αν η Ελλάδα μπορεί να υπερβεί τις εκτιμήσεις και να καταγράψει υψηλότερη ανάπτυξη.