Αδύναμη η ΕΕ να ξεπεράσει τα εθνικά μπλόκα στις τραπεζικές συγχωνεύσεις

Πώς η αποτυχημένη συγχώνευση δύο ιταλικών τραπεζών αποκαλύπτει την αδυναμία της Ευρώπης να επιβάλει το οικονομικό της όραμα

Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν © EPA/JESSICA LEE

Η παρέμβαση της Ιταλίας για να σταματήσει μια σημαντική συγχώνευση τραπεζών έφερε στο φως την αυξανόμενη αντίδραση του προστατευτισμού απέναντι στις προσπάθειες της ΕΕ να ενοποιήσει το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα σημειώνει στο άρθρο του το POLITICO. Η αποτυχημένη προσφορά εξαγοράς της Banco BPM από την UniCredit την περασμένη εβδομάδα — η οποία «τορπιλίστηκε» από τη Ρώμη, παρά τις αντιρρήσεις των Βρυξελλών — αποκάλυψε τη δυσκολία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιβάλει το όραμά της για μια ενιαία οικονομική και τραπεζική αγορά σε μια Ένωση που επηρεάζεται ολοένα και περισσότερο από εθνικά συμφέροντα.

Με μια αιφνιδιαστική κίνηση, ο τραπεζικός όμιλος του Μιλάνου εγκατέλειψε την επίμαχη προσφορά του για εξαγορά της Banco BPM την περασμένη Τρίτη, επικαλούμενος αυστηρούς κυβερνητικούς όρους που θα καθιστούσαν την εξαγορά ασύμφορη. Η ιταλική κρατική παρέμβαση και η ανοιχτή αμφισβήτηση των προσπαθειών της ΕΕ για προώθηση διασυνοριακών τραπεζικών συγχωνεύσεων φαινόταν αρχικά να προσφέρουν μια τέλεια ευκαιρία στην ΕΕ να επιδείξει θεσμική ισχύ.

Κι όμως, στο τέλος, τα εθνικά «συμφέροντα» επικράτησαν. Παρά τις νομικές αντιρρήσεις της ΕΕ, οι Ιταλοί αξιωματούχοι παρέμειναν αντίθετοι στην πρόταση της UniCredit, υποστηρίζοντας ότι η εξαγορά από έναν μεγαλύτερο και πιο διεθνοποιημένο όμιλο θα υπονόμευε τον ρόλο της BPM ως χορηγού πιστώσεων στη Λομβαρδία, μια κρίσιμη πολιτική περιφέρεια.

Σύμφωνα με το σκεπτικό που προέβαλαν η ΕΕ δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στις στρατηγικές προτεραιότητες των εθνικών κυβερνήσεων και ότι επικαλείται παρωχημένες έννοιες για να τιμωρήσει χώρες που υιοθετούν προστατευτικές πολιτικές.

Προστατευτισμός εναντίον εθνικισμού

Αυτή η νίκη των δυνάμεων του προστατευτισμού έρχεται σε μια στιγμή που η ΕΕ προσπαθεί να επιταχύνει την ενοποίηση της τραπεζικής αγοράς και κεφαλαιαγορών της στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, με στόχο την ενιαία στάση απέναντι στις ΗΠΑ. Όμως, ξανά και ξανά, η ώθηση αυτή συγκρούεται με την πραγματικότητα των εθνικών συμφερόντων, καθώς τα κράτη-μέλη αδυνατούν να λάβουν στα σοβαρά τις επιταγές των Βρυξελλών.

Σε αυτή την περίπτωση, το βασικό λάθος της Επιτροπής ήταν ότι ενήργησε πολύ αργά. Τον Μάιο, η ιταλική κυβέρνηση είχε δηλώσει ότι θα μπλοκάρει την προσφορά της UniCredit εκτός κι αν εκείνη επιτάχυνε την απόσυρσή της από τη ρωσική αγορά και διατηρούσε τα επίπεδα δανεισμού της νέας ενιαίας τράπεζας για τα πρώτα πέντε χρόνια.

Όμως, η Επιτροπή περίμενε δύο ολόκληρους μήνες πριν εκδώσει την επίσημη επιστολή ένστασης, κατηγορώντας τη Ρώμη ότι παραβιάζει τις συνθήκες της ΕΕ και περιορίζει την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Και αυτό μόλις λίγες ημέρες πριν λήξει η προσφορά της UniCredit στις 23 Ιουλίου.

Η καθυστέρηση οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι η Επιτροπή πρέπει να ενεργεί με τη συναίνεση των 27 επιτρόπων, που πολλές φορές διαφωνούν μεταξύ τους. Η ίδια η ιταλική ρυθμιστική αρχή για τις αγορές, η Consob, ήταν επίσης διχασμένη: μια ομάδα υποστηρικτών της UniCredit, με επικεφαλής τον πρόεδρό της Πάολο Σαβόνα, συγκρούστηκε με διορισμένους της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, σχετικά με το αν πρέπει να δοθεί παράταση στην προσφορά.

Πιο σημαντική όμως ήταν η εμφανής αδιαφορία της Μελόνι απέναντι στην ΕΕ. Σύμφωνα με δύο πρόσωπα που γνωρίζουν τον τρόπο σκέψης της κυβέρνησης, ακόμα και μετά την ένσταση της Επιτροπής, η Ρώμη ήταν έτοιμη να επαναφέρει τους ίδιους όρους στην UniCredit, με ελάχιστες αλλαγές, βασισμένη σε ιταλική δικαστική απόφαση που δικαίωνε σε μεγάλο βαθμό τη θέση της. Τελικά, η UniCredit απέσυρε την προσφορά της λίγο πριν από τη λήξη της.

Παρόμοια σύγκρουση σημειώθηκε και στην Ισπανία νωρίτερα φέτος, όταν ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ παρενέβη εν μέρει για να εμποδίσει την εξαγορά της καταλανικής τράπεζας Sabadell από την BBVA, προκειμένου να διατηρήσει την πολιτική υποστήριξή του στην Καταλονία. Η Γερμανία, από την άλλη, ετοιμάζεται για αντιπαράθεση με την UniCredit, η οποία επιδιώκει να αποκτήσει τον έλεγχο της Commerzbank.

Από τη μια, όλα αυτά αποτυπώνουν τη σύγκρουση μεταξύ της στρατηγικής της ΕΕ να προωθήσει τη δημιουργία παγκόσμιων τραπεζικών κολοσσών και των άμεσων εθνικών προτεραιοτήτων των κυβερνήσεων. Στην Ιταλία, τα γεγονότα παρουσιάστηκαν ως μια ιστορική σύγκρουση μεταξύ του οικονομικού φιλελευθερισμού και του αναδυόμενου προστατευτισμού, με την UniCredit — να θεωρείται σύμβολο της «χρηματοοικονομικοποίησης» των ιταλικών τραπεζών που θα φέρει η στρατηγική ανταγωνιστικότητας της ΕΕ.

Αξιωματούχοι διαμαρτύρονται ότι οι επιταγές από τα πάνω για δημιουργία τραπεζικών γιγάντων έρχονται σε σύγκρουση με την αργή πρόοδο της ίδιας της ΕΕ σε βασικές πολιτικές, όπως η κοινή ασφάλιση καταθέσεων και τα τραπεζικά δίχτυα ασφαλείας, που θα προστάτευαν τα κράτη-μέλη από τους κινδύνους διασυνοριακών μονοπωλίων.

«Υπάρχει ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της ρητορικής που ακούμε συχνά σε επίπεδο ΕΕ και των επιλογών που κάνουν κάποια κράτη-μέλη όταν τίθενται επί τάπητος συγκεκριμένες συγχωνεύσεις», δήλωσε η Τζούντιθ Αρνάλ, ερευνήτρια στο think tank CEPS στις Βρυξέλλες.