Έρχεται στην Ελλάδα το ΔΝΤ για τις τράπεζες: Πρώτο τεστ μετά από 10 χρόνια

Την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου, το ΔΝΤ θα διενεργήσει στις ελληνικές τράπεζες τον έλεγχο FSAP - Οι υπόλοιπες συναντήσεις

ΔΝΤ © EPA/JIM LO SCALZO

Στην Αθήνα για την αξιολόγηση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, αναμένεται την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά την προηγούμενη αξιολόγηση, το 2006, το ΔΝΤ θα διενεργήσει στις ελληνικές τράπεζες το λεγόμενο FSAP (Financial Sector AssessmentProgram), ενώ τα στελέχη του Ταμείου θα πραγματοποιήσουν επίσης συναντήσεις με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών, την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (ΤΕΚΕ).

Οι ελληνικές τράπεζες θα βρεθούν στο μικροσκόπιο του ΔΝΤ, έχοντας διανύσει μια δεκαετία βαθιάς κρίσης το κεφάλαιο της οποίας άρχισαν να κλείνουν συστηματικά από το 2019 και μετά, με καταλύτη την εξυγίανσή τους από τα κόκκινα δάνεια και «όχημα» την μεταρρύθμιση του «Ηρακλή». Στην εξαετία που μεσολάβησε, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και να απεγκλωβιστούν από τον μετοχικό έλεγχο του Δημοσίου, επούλωσαν τις βαριές πληγές της κρίσης ανακτώντας την ρευστότητα που έχασαν την περίοδο 2012 – 2015 και που λίγο έλειψε να τους βάλει «λουκέτο», ενίσχυσαν σημαντικά τα κεφάλαιά τους και μπήκαν σε τροχιά υψηλής κερδοφορίας που τους επιτρέπει να χρηματοδοτούν την ελληνική οικονομία με ρυθμούς εντυπωσιακά υψηλότερους (περίπου 18% ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης στις επιχειρήσεις) των τραπεζών της ΕΕ. Με καθαρά κέρδη περίπου 2,5 δις. ευρώ το α΄ εξάμηνο 2025, με έσοδα από τόκους 4 δις. ευρώ και από προμήθειες άνω του 1 δις., οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν όχι μόνο αυξημένες στοχοθεσίες σε όλα τα βασικά μεγέθη τους, αλλά και υψηλές διανομές κερδών, με καταβολή προμερισμάτων εντός του δ΄ τριμήνου του τρέχοντος έτους και επαναγορές ιδίων μετοχών.

Η αλλαγή σελίδας επεκτείνεται και αφορά πλέον και τις μικρότερες τράπεζες, με την διάσωση και εξυγίανση της Attica Bank, νυν CrediaBank, η οποία διαμορφώνει έναν ανταγωνιστικό πέμπτο τραπεζικό πόλο. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, το νέο κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών αποτυπώνεται στις μεγάλες κινήσεις ανάπτυξης και εξωστρέφειας που έχουν κάνει οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, με κορυφαίες την είσοδο της UniCredit στην Alpha Bank, με ποσοστό σήμερα 26% και δηλωμένη προοπτική το 29,9%, και το άνοιγμα της Eurobank στις αναδυόμενες αγορές της Ανατολής, αρχής γενομένης από την Ινδία, με «μοχλό» την απόκτηση της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο.

Η ισχυρή θέση στην οποία βρίσκονται πλέον οι ελληνικές τράπεζες πιστοποιήθηκε και από τα αποτελέσματα του πανευρωπαϊκού stress test 2025 που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) την 1η Αυγούστου, με τις εγχώριες τράπεζες να ξεπερνούν άνετα τον κεφαλαιακό πήχη ακόμη και σε εξαιρετικά δυσμενείς υποθετικές συνθήκες. Σημειώνεται ότι παρά τις συνεχώς αυξανόμενες εποπτικές απαιτήσεις  για κεφάλαια, οι ελληνικές τράπεζες έχουν δημιουργήσει ισχυρά κεφαλαιακά αποθέματα, τα οποία θα αξιοποιήσουν για την ανάπτυξή τους, οργανική (αύξηση της πιστωτικής επέκτασης) και μη (εξαγορές) και για την μεγαλύτερη ανταμοιβή των μετόχων τους.

Η μεγάλη πρόοδος των ελληνικών τραπεζών καταγράφεται και στις επιδόσεις τους που είναι σε πολλά σημεία υψηλότερες των ευρωπαϊκών ομολόγων τους.  Με βάση τα συγκριτικά στοιχεία της ΕΚΤ, ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2024 σε 12,2% έναντι μέσου όρου 9,5% στην Ευρωζώνη και ενισχύθηκε περαιτέρω το α΄ εξάμηνο του 2025.  Ο δείκτης αποδοτικότητας ενεργητικού ήταν διπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, στο 1,3% το 2024 έναντι 0,7% στην Ευρωζώνη. Με μεγάλη διαφορά μπροστά από τις ευρωπαϊκές, οι ελληνικές τράπεζες είχαν στο τέλος του 2024 δείκτη κάλυψης ρευστότητας στο 218,3%, έναντι 158% της Ευρωζώνης.

Η ποιότητα δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών απεικονίζεται στον δείκτη NPE ο οποίος κινείται κάτω του 3%, απέχοντας λίγο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο περίπου 2,3%, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν πολύ μικρότερους δείκτες πιθανής επισφάλειας ρυθμισμένων δανείων (7,3% στο τέλος του 2024, έναντι 9,9% στην ευρωζώνη).

Οριακά υψηλότερος (16% έναντι 15,9% των ευρωπαϊκών) είναι ο δείκτης βασικών εποπτικών κεφαλαίων CET1 των ελληνικών τραπεζών, ενώ ο δείκτης συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας CAD διαμορφώνεται στο 19,7% έναντι 20% μέσου ευρωπαϊκού όρου.