Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΕΚΤ, έβαλε τέλος σε μια μακροχρόνια αντιπαράθεση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες σχετικά με το ύψος των προβλέψεων που θα πρέπει να σχηματίζουν για επισφαλή δάνεια, ύστερα από τον περιορισμό της χρήσης ενός αμφιλεγόμενου μοντέλου που είχε προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις στον κλάδο.
Η διαδικασία είχε δύο σκέλη: αφενός ένα «challenger model» που επιχειρούσε να μετρήσει την έκθεση των τραπεζών σε μοχλευμένα δάνεια, αφετέρου μια λεπτομερή εξέταση των πιθανών ζημιών που ενδέχεται να προκύψουν. Στο αρχικό στάδιο, το αποτέλεσμα αυτής της μεθοδολογίας έδειχνε έλλειμμα περίπου 13 δισ. ευρώ σε προβλέψεις, γεγονός που ξεσήκωσε έντονη αντίδραση των τραπεζών.
Το 2023 η ΕΚΤ μείωσε την απαίτηση σε περίπου 7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το Bloomberg, και πλέον το ποσό έχει περιοριστεί ακόμη περισσότερο, καθώς ο επόπτης έπαψε να χρησιμοποιεί το challenger model για τον υπολογισμό του κεφαλαιακού ελλείμματος.
Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν την υπόθεση, αρκετές τράπεζες ενημερώθηκαν ότι τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου μοντέλου δεν θα προσμετρώνται πλέον στις κεφαλαιακές τους ανάγκες. Ωστόσο, η ΕΚΤ τους πρότεινε να αξιοποιούν τα ευρήματα για τη βελτίωση της διαχείρισης κινδύνων στο χαρτοφυλάκιό τους. Εκπρόσωπος της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Η ΕΚΤ μαλακώνει τη στάση της για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις
Η επανεξέταση της αγοράς μοχλευμένων δανείων κάλυψε περίπου δώδεκα μεγάλες τράπεζες, ανάμεσά τους τη BNP Paribas, τη Société Générale, τη Deutsche Bank και την UniCredit. Η λήξη αυτής της διαμάχης έρχεται σε μια συγκυρία όπου παγκοσμίως οι ρυθμιστικές αρχές αμβλύνουν ορισμένα μέτρα που θεσπίστηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, με την έμφαση να μετατοπίζεται περισσότερο προς την ανάπτυξη.
Το πιο αμφιλεγόμενο σημείο ήταν το challenger model, το οποίο προέβλεπε ζημιές πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που υπολόγιζαν οι ίδιες οι τράπεζες. Οι επικριτές το χαρακτήριζαν «μαύρο κουτί», λόγω της αδιαφάνειας του, συγκρίνοντάς το με τα stress tests στις ΗΠΑ. Εκεί, μάλιστα, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος έχει κινηθεί νομικά εναντίον ενός αντίστοιχου καθεστώτος, καταγγέλλοντας ότι οδηγεί σε «λανθασμένες, ασταθείς και υπερβολικές» κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους, η απόσυρση του μοντέλου συνιστά μια τακτική υποχώρηση που επιτρέπει στην ΕΚΤ να ολοκληρώσει μια διαδικασία που είχε βαλτώσει. Άλλες πηγές σημείωναν ότι έπρεπε να διορθωθούν λανθασμένα συμπεράσματα.
Το δεύτερο σκέλος της έρευνας ήταν μια «file review» εξέταση, που έλεγξε δάνεια ένα προς ένα ώστε να διασφαλιστεί ότι έχουν ταξινομηθεί σωστά και ότι έχουν αποτιμηθεί οι πραγματικοί τους κίνδυνοι. Το συνολικό έλλειμμα προβλέψεων έχει μειωθεί και λόγω βελτίωσης της υγείας ορισμένων δανείων από τότε που ξεκίνησε η έρευνα.
Πέρα από την ποσοτική αποτύπωση του κινδύνου, η ΕΚΤ επιδίωξε επίσης να εντοπίσει ποιοτικές αδυναμίες στον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες αξιολογούν και διαχειρίζονται τον κίνδυνο. Όπως τόνισε η ίδια τον Αύγουστο του 2023, «η συνετή διαχείριση κινδύνου στα μοχλευμένα δάνεια είναι θεμελιώδους σημασίας», καθώς οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στη μεταβλητότητα των αγορών, στις οικονομικές συγκυρίες και στις διακυμάνσεις των εσόδων.