Η Τράπεζα της Ρωσίας ανακοίνωσε την Παρασκευή μείωση του βασικού επιτοκίου κατά μία ποσοστιαία μονάδα, στο 17%, αψηφώντας τις προσδοκίες για μια πιο επιθετική νομισματική χαλάρωση, καθώς η οικονομική δραστηριότητα υποχωρεί ταχύτερα του αναμενομένου και αυξάνονται οι κίνδυνοι απόκλισης από τους επίσημους στόχους ανάπτυξης για το 2025.
Η απόφαση κινήθηκε κάτω από τις προβλέψεις των αναλυτών, με τη μέση εκτίμηση σε έρευνα του Bloomberg να κάνει λόγο για μείωση κατά δύο μονάδες. Από τους εννέα οικονομολόγους που συμμετείχαν στην έρευνα, μόνο ένας προέβλεψε σωστά την απόφαση, ενώ ένας ακόμη προέβλεπε διατήρηση των επιτοκίων.
«Οι υποκείμενοι δείκτες τρέχουσας αύξησης των τιμών δεν έχουν μεταβληθεί σημαντικά», ανέφερε η Τράπεζα σε ανακοίνωσή της. «Η Τράπεζα της Ρωσίας θα διατηρήσει τα νομισματικά μέτρα τόσο αυστηρά όσο χρειάζεται ώστε να επιστρέψει ο πληθωρισμός στον στόχο το 2026».
Η διοικήτρια της κεντρικής τράπεζας, Ελβίρα Ναμπιούλινα, θα παραχωρήσει ενημέρωση στις 15:00 ώρα Μόσχας.
Η Κεντρική Τράπεζα είχε αρχίσει να μειώνει το βασικό επιτόκιο από το ιστορικό υψηλό του 21% μόλις τον Ιούνιο, όταν η μηνιαία αύξηση τιμών (σε εποχικά προσαρμοσμένη βάση) είχε πλησιάσει το 4%, παρά τις προειδοποιήσεις επιχειρήσεων από τα τέλη του 2024 για τις επιπτώσεις των υψηλών επιτοκίων.
Οικονομική επιβράδυνση εν μέσω συγκρατημένης νομισματικής χαλάρωσης
Η οικονομία εμφανίζει σημάδια σημαντικής επιβράδυνσης. Η ανάπτυξη κατά τους πρώτους επτά μήνες του 2025 κινήθηκε κοντά στο κάτω όριο της πρόβλεψης 1%–2% της Τράπεζας, ενώ αρκετοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το τελικό αποτέλεσμα θα κινηθεί ακόμη χαμηλότερα. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε μόλις κατά 0,7% τον Ιούλιο, έναντι 2% τον Ιούνιο και σαφώς κάτω από τις προσδοκίες της αγοράς.
Οι νομισματικές αρχές αναγνωρίζουν ότι τα αυξημένα εισοδήματα των νοικοκυριών και οι δαπάνες του κράτους στηρίζουν τη ζήτηση, όμως επισημαίνουν ταυτόχρονα τη «σημαντική υποχώρηση» στους εξαγωγικούς κλάδους.
Η κατάσταση έχει διχάσει τους αξιωματούχους. Ο υπουργός Οικονομίας Μαξίμ Ρεσέτνικοφ έχει ταχθεί υπέρ ταχύτερης χαλάρωσης, ενώ ο διευθύνων σύμβουλος της Sberbank, Χέρμαν Γκρεφ, έκανε λόγο για «τεχνική στασιμότητα», τονίζοντας πως απαιτείται επιτόκιο της τάξης του 12% ή χαμηλότερο έως το τέλος του έτους για να επιτευχθεί ανάκαμψη.
Αντίθετα, ο επικεφαλής της VTB, Αντρέι Κόστιν, δήλωσε πρόσφατα μέσω του πρακτορείου Tass ότι δεν διαπιστώνει «ουσιαστική επιδείνωση» της οικονομίας το τελευταίο τρίμηνο, ούτε προβλέπει σοβαρούς κινδύνους στον ορίζοντα.
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο της Renaissance Capital, Ολέγκ Κούζμιν, οι ρωσικές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να λειτουργούν το υπόλοιπο του έτους υπό το βάρος υψηλού κόστους δανεισμού και μειωμένης ζήτησης.
Οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό διατηρούνται
Παρά την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών, που υποστηρίζει την ανάγκη για περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων, αρκετοί παράγοντες περιορίζουν τα περιθώρια χαλάρωσης. Οι αυξημένες πληθωριστικές προσδοκίες, η κρίση καυσίμων που έχει εκτοξεύσει τις τιμές της βενζίνης, καθώς και η υποτίμηση του ρουβλίου, εντείνουν τις πιέσεις.
«Οι πληθωριστικοί κίνδυνοι εξακολουθούν να υπερισχύουν έναντι των αποπληθωριστικών στο μεσοπρόθεσμο διάστημα», σημείωσε η Τράπεζα, αναφερόμενη σε επιδεινούμενους όρους εμπορίου και γεωπολιτικές αβεβαιότητες. Αντίθετα, οι αποπληθωριστικοί κίνδυνοι σχετίζονται με ενδεχόμενη ισχυρότερη πτώση της εγχώριας ζήτησης.
Παράλληλα, οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι ενδέχεται να επηρεάσουν τις μελλοντικές αποφάσεις για τα επιτόκια. Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν προειδοποιήσει ότι μια πιο «χαλαρή» δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε να ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, οι δημόσιες δαπάνες έχουν ήδη φθάσει στο 67% του ετήσιου προϋπολογισμού έως τον Αύγουστο, ενώ η πτώση των τιμών πετρελαίου απειλεί τα σχέδια σταδιακής μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Οι επόμενες αποφάσεις επιτοκίων έχουν προγραμματιστεί για τις 24 Οκτωβρίου. Η Τράπεζα δήλωσε ότι θα επανεκτιμήσει τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής μετά την κατάθεση των νέων προβλέψεων και του τροποποιημένου προϋπολογισμού για το 2025 στη Δούμα.
«Η μεταβολή των δημοσιονομικών παραμέτρων ενδέχεται να απαιτήσει προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής», κατέληξε η ανακοίνωση.