Οι κεντρικές τράπεζες υπερηφανεύονται ότι βασίζονται σε δεδομένα και λειτουργούν βάσει συναίνεσης, αναφέρει ανάλυση του ΔΝΤ. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρείται εντυπωσιακή έλλειψη συναίνεσης μεταξύ των νομισματικών αρχών σε ένα κρίσιμο ζήτημα: πόσο κεφάλαιο πρέπει να διαθέτουν οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες;
Σε αντίθεση με τις εμπορικές τράπεζες, οι κεντρικές τράπεζες δεν υπόκεινται σε καθολικά προκαθορισμένες ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Θεωρητικά δεν μπορούν να χρεοκοπήσουν, αφού έχουν τη δυνατότητα να εκδώσουν το δικό τους νόμισμα για να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Ωστόσο, μια αδύναμη κεφαλαιακή βάση μπορεί να πλήξει την αξιοπιστία τους και να εντείνει τους κινδύνους για την ανεξαρτησία τους.
Για τον λόγο αυτό, οι κεντρικές τράπεζες ενδιαφέρονται για τη διατήρηση επαρκών κεφαλαιακών αποθεμάτων – αν και υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς τον τρόπο επίτευξής τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΔΝΤ προτείνει μια νέα προσέγγιση: τη διενέργεια τεστ αντοχής (stress test) για τις κεντρικές τράπεζες, ώστε να διασφαλίζουν υγιή χρηματοοικονομική θέση.
ΔΝΤ: Αυξημένοι κίνδυνοι στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών
Η διαχείριση κινδύνου στον ισολογισμό των κεντρικών τραπεζών δεν αποτελούσε ιστορικά βασική προτεραιότητα. Πριν από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, οι ισολογισμοί τους ήταν περιορισμένου μεγέθους και σχεδόν πάντα παρουσίαζαν κερδοφορία. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το νόμισμα –η βασική τους υποχρέωση– δεν απέδιδε τόκο, ενώ τα έσοδα από την έκδοσή του επενδύονταν σε κρατικά ομόλογα με απόδοση. Τα περισσότερα από αυτά τα κέρδη διανέμονταν στο κράτος.
Σήμερα, ωστόσο, η κατάσταση είναι διαφορετική. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν αναλάβει μεγαλύτερους κινδύνους μέσω διευρυμένων παρεμβάσεων όπως οι μαζικές αγορές τίτλων κατά την κρίση και την πανδημία, γεγονός που καθιστά τη διαχείριση κεφαλαίων πιο επιτακτική.
Αυτοί οι πρόσθετοι κίνδυνοι έχουν οδηγήσει σε σημαντικές ζημίες, καθώς οι τράπεζες αγόρασαν μακροπρόθεσμα ομόλογα με χαμηλές αποδόσεις και στη συνέχεια υποχρεώθηκαν να αυξήσουν τα επιτόκια. Αν και οι ζημίες αυτές δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα την κοινωνική αξία των πολιτικών που συνέβαλαν στη σταθερότητα και στη βραχύτερη διάρκεια των υφέσεων, τονίζουν τη σημασία της συνετής διαχείρισης του ισολογισμού.
Νομικό πλαίσιο και περιορισμοί
Οι καταστατικές διατάξεις των περισσότερων κεντρικών τραπεζών παρέχουν περιορισμένη καθοδήγηση. Συχνά προβλέπουν σταθερό ποσό εγκεκριμένου κεφαλαίου, το οποίο χάνει την αξία του με την πάροδο του χρόνου λόγω πληθωρισμού. Ελάχιστες τράπεζες προσαρμόζουν το κεφάλαιό τους σε σχέση με τον πληθωρισμό ή το ΑΕΠ.
Παράλληλα, και οι νόμοι περί διανομής κερδών είναι σε μεγάλο βαθμό μηχανιστικοί. Καθορίζουν με ακρίβεια τα ποσοστά διανομής, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το αν τα επίπεδα κεφαλαίου είναι επαρκή ή όχι. Ορισμένες χώρες θέτουν νομικά κατώφλια –από 8% έως και 20% της νομισματικής βάσης– χωρίς σαφή αιτιολόγηση. Σε άλλες περιπτώσεις, απουσιάζουν πλήρως τέτοιες προβλέψεις και οι αποφάσεις εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού συμβουλίου.
Όπως και να έχει, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες αποφεύγουν να εξηγούν δημόσια τη στρατηγική τους ως προς τα κεφαλαιακά αποθέματα.
Μια πιο συνεκτική προσέγγιση με stress test…
Αυτό που προτείνεται από το ΔΝΤ είναι μια πιο ευέλικτη και ρεαλιστική στρατηγική: οι κεφαλαιακοί στόχοι να αντανακλούν την έννοια της «πολιτικής φερεγγυότητας» — δηλαδή τη δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να ασκεί αποτελεσματικά την αποστολή της, ακόμη και σε περιβάλλον με υψηλούς ισολογισμούς κινδύνου.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα τεστ αντοχής μπορούν να προσδιορίσουν το απαιτούμενο επίπεδο κεφαλαίου που θα επέτρεπε στην τράπεζα να απορροφήσει μεγάλες, αλλά ρεαλιστικές, οικονομικές διαταραχές χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της.
Το ΔΝΤ έχει αναπτύξει σχετικό ποσοτικό μοντέλο, βασισμένο σε προηγούμενη έρευνα των Robert Hall και Ricardo Reis (2015), που επιτρέπει την εκτίμηση της κεφαλαιακής επάρκειας με βάση επιτοκιακό, πιστωτικό και συναλλαγματικό κίνδυνο. Το μοντέλο αυτό λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό και ευρύτερες μακροοικονομικές μεταβλητές.
ΔΝΤ: Διαφάνεια και λογοδοσία στις κεντρικές τράπεζες
Η προσέγγιση αυτή μπορεί να συμβάλει και στη διαμόρφωση πολιτικής για την κατακράτηση ή διανομή των κερδών, με στόχο τη διατήρηση επαρκών κεφαλαιακών αποθεμάτων. Ορισμένες κεντρικές τράπεζες ενδέχεται να την υιοθετήσουν ως μέσο ενίσχυσης της ανεξαρτησίας τους. Άλλες μπορεί να θεωρούν ότι δεν διακυβεύεται η αξιοπιστία τους και να παραμείνουν στο ισχύον καθεστώς.
Ωστόσο, ακόμη και αυτές θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα stress tests ως εργαλείο διαφάνειας και ενίσχυσης της δημόσιας λογοδοσίας, ιδίως σε σχέση με ενέργειες όπως η ποσοτική χαλάρωση.
Το ΔΝΤ έχει ήδη δημοσιεύσει οδηγίες για τη διενέργεια τέτοιων τεστ, ενώ προσφέρει τεχνική υποστήριξη στα κράτη-μέλη του. Παρότι οι κεντρικές τράπεζες διαφέρουν ουσιωδώς από τις εμπορικές –λόγω της δημόσιας αποστολής τους–, κάποιες από τις μεθόδους εποπτείας των ιδιωτικών τραπεζών μπορούν να φωτίσουν τη συζήτηση για την κεφαλαιακή τους θωράκιση.