Κόκκινα δάνεια: Στα 5,886 δισ. το απόθεμα των τραπεζών, θωρακισμένες οι ρυθμίσεις

Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν χαμηλότερο, κατά 273 μονάδες, δείκτη αύξησης του πιστωτικού κινδύνου. Η εικόνα για τα «κόκκινα» δάνεια

Servicers © 123RF

Εικόνα τεράστιας προόδου στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους δείχνουν για τις ελληνικές τράπεζες τα στατιστικά στοιχεία του SSM για το β’ τρίμηνο του 2025. Η βελτίωση αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με τη μείωση του αποθέματος των «κόκκινων» δανείων, που πλέον έχουν υποχωρήσει στα 5,86 δισ. ευρώ, αλλά και με τα δάνεια που έχουν ρυθμίσει οι τράπεζες, προκειμένου να επανέλθουν σε ομαλή αποπληρωμή. Στην περίπτωση των δανείων αυτών, τα στοιχεία του SSM δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες θωρακίζουν πολύ καλύτερα τις ρυθμίσεις των δανειοληπτών τους σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες, με αποτέλεσμα οι δείκτες εκ νέου δημιουργίας επισφαλειών να είναι χαμηλότεροι από αυτούς των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του SSM για το β’ τρίμηνο του 2025, το ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τα 113 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ανέρχεται σε 356,44 δισ. ευρώ, ενώ ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων κινείται στο 2,22% (ποσοστό επί του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, μη λαμβάνοντας υπόψη τα ρευστά διαθέσιμα στις Κεντρικές Τράπεζες) και 1,90% (ποσοστό επί του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, λαμβάνοντας υπόψη τα ρευστά διαθέσιμα στις Κεντρικές Τράπεζες). Οι τέσσερις ελληνικές σημαντικές τράπεζες είχαν στο τέλος του β’ τριμήνου στους ισολογισμούς τους μη εξυπηρετούμενα δάνεια 5,86 δισ. ευρώ, με τον σχετικό δείκτη να έχει υποχωρήσει στο 3,18% (ποσοστό επί του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, μη λαμβάνοντας υπόψη τα ρευστά διαθέσιμα στις Κεντρικές Τράπεζες) και 2,73% (ποσοστό επί του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, λαμβάνοντας υπόψη τα ρευστά διαθέσιμα στις Κεντρικές Τράπεζες).

Η κατάσταση στα δάνεια με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου (τα λεγόμενα δάνεια του σταδίου 2-stage 2, δηλ. ρυθμισμένα δάνεια, που εξυπηρετούνται ομαλά και παρακολουθούνται για μια διετία μέχρι να επανέλθουν σε καθεστώς εξυπηρετούμενων) ως ποσοστό του συνόλου των δανείων έχει ως εξής: ο δείκτης που αποτυπώνει τον κίνδυνο οι ρυθμίσεις αυτές να αποτύχουν -δηλ. απλά ο κίνδυνος τα δάνεια αυτά να ξανακοκκινίσουν- είναι σταθερά υψηλότερος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες: στο 9,93% το δ’ τρίμηνο του 2024, 9,76% το α’ τρίμηνο του 2025 και 9,59% το β’ τρίμηνο. Για τις ελληνικές τράπεζες, ο ίδιος δείκτης υποχώρησε από 7,45% το δ’ τρίμηνο του 2024 σε 7,28% το α’ τρίμηνο του 2025 και 6,86% το β’ τρίμηνο του έτους.

Συμπερασματικά, τα στοιχεία του SSM δείχνουν ότι στις ελληνικές τράπεζες το ποσοστό των δανείων με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου είναι χαμηλότερο κατά 273 μονάδες βάσης έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Παράλληλα, έχει σημειωθεί σημαντική βελτίωση σε σχέση με το δ’ τρίμηνο  2024 (-59 μονάδες βάσης) και υψηλότερη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (-34 μονάδες βάσης).

Οι ελληνικές τράπεζες υπερέχουν και σε επίπεδο κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους από προβλέψεις. Τα στοιχεία του SSM διαπιστώνουν ότι το ποσοστό κάλυψης (coverage ratio) μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για τις 113 ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες ανέρχεται σε 39,77%, ενώ για τις ελληνικές σε 49,14%. Το ποσοστό κάλυψης των ελληνικών συστημικών τραπεζών είναι 23,5% υψηλότερο έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου και το τρίτο υψηλότερο μετά το ποσοστό κάλυψης επισφαλειών από προβλέψεις στις τράπεζες της Σλοβενίας (57,32%) και της Πορτογαλίας (51,88%).

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι οι ελληνικές τράπεζες όχι μόνο έχουν ξεπεράσει τη βαθιά κρίση των «κόκκινων» δανείων, που κάποτε έφταναν κοντά στο 50% των δανειακών χαρτοφυλακίων τους, αλλά έχουν πάρει και το μάθημά τους, θωρακίζοντας πολύ καλύτερα τις ρυθμίσεις που δίνουν στους δανειολήπτες και αποτρέποντας τον κίνδυνο δημιουργίας νέων NPLs.