Τράπεζες: Το 75% των εσόδων από τη μεγάλη ψαλίδα επιτοκίων καταθέσεων-χορηγήσεων

Με καθαρό επιτοκιακό περιθώριο 2,85%, το 3ο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, οι ελληνικές τράπεζες το β΄ τρίμηνο. Πού υστερούν. Τι διαπιστώνει ο SSM

Το τρίτο υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο στην Ευρωζώνη έχουν οι ελληνικές τράπεζες, γεγονός που συμβάλλει στην ανθεκτικότητα των εσόδων από τόκους, τα οποία αποτελούν, άλλωστε, τα 2/3 των εσόδων τους.

Όπως δείχνουν τα στοιχεία του SSM για το β’ τρίμηνο του 2025, η διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων – καταθέσεων με την οποία «δουλεύουν» οι ελληνικές τράπεζες ανέρχεται σε 2,84%, με υψηλότερο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο να έχουν μόνο τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Σλοβενίας (3,22%) και της Λετονίας (2,93%). Τα τριμηνιαία στατιστικά στοιχεία του SSM για τα 113 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ που εποπτεύει δείχνουν επίσης ότι οι ελληνικές τράπεζες αντλούν πολύ μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από τα έσοδα τόκων, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες (σ.σ. βεβαίως, σε αυτό θα πρέπει να προσμετρηθεί και η πολύ υψηλότερη πιστωτική επέκταση που παρουσιάζουν οι ελληνικές τράπεζες). Συγκεκριμένα, τα έσοδα από τόκους ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες ανέρχονται σε 75,07%, έναντι 55,95% για τα 113 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ.

Με καθαρό επιτοκιακό περιθώριο υψηλότερο του μέσου όρου της Ευρωζώνης, που ανέρχεται σε 1,51%, «δουλεύουν» επίσης οι τράπεζες της Εσθονίας (2,78%), της Πορτογαλίας (2,75%), της Ισπανίας (2,66%), της Λιθουανίας (2,62%), της Αυστρίας (2,37%), της Ιταλίας (2,14%) και της Ιρλανδίας (1,78%). Μόνο σε πέντε κράτη-μέλη της ευρωζώνης τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα είχαν χαμηλότερο του μέσου όρου καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (1,51%) και συγκεκριμένα στη Γαλλία (0,89%), τη Γερμανία (1,04%), το Βέλγιο (1,39%), την Ολλανδία (1,42%) και τη Φινλανδία (1,48%). Στατιστικά στοιχεία για Βουλγαρία, Κύπρο, Μάλτα και Λουξεμβούργο δεν είναι διαθέσιμα.

Σημειώνεται ότι την 1η Οκτωβρίου η Τράπεζα της Ελλάδος θα δημοσιεύσει τα επιτόκια καταθέσεων και δανείων για τον Αύγουστο 2025. Τα στοιχεία της ΤτΕ για τον μήνα Ιούλιο έδειξαν ότι το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,34%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των νέων δανείων μειώθηκε στο 4,49% και το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων μειώθηκε στις 4,15 εκατοστιαίες μονάδες.

Το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο, πάντως, αξιολογείται θετικά για τις τράπεζες από τους επενδυτές και τον Ευρωπαίο Επόπτη (ΕΚΤ/SSM), καθώς διασφαλίζει την παραγωγή υψηλών επιτοκιακών εσόδων, ειδικά σε περιόδους πτώσης των επιτοκίων, όπως με τις μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ την τελευταία διετία. Ακριβώς λόγω των διακυμάνσεων των επιτοκίων και την επίπτωσή τους στην παραγωγή εσόδων από τόκους (που αποτελούν και τη βασική πηγή εσόδων των τραπεζών), o SSM επιθυμεί οι τράπεζες να έχουν πιο ισορροπημένο μείγμα εσόδων μεταξύ τόκων και άλλων πηγών.

Εν προκειμένω, τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών προέρχονται κατά 75,07% από τόκους και μόλις κατά 18,95% από προμήθειες. Τα έσοδα από προμήθειες ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των 113 ευρωπαϊκών τραπεζών που εποπτεύει ο SSM ανέρχονται σε ποσοστό 28,65%, δηλαδή χονδρικά δέκα μονάδες υψηλότερα από τις ελληνικές τράπεζες.

Όσο για τα έσοδα από συναλλαγές και επενδύσεις ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των τραπεζών, η συμβολή τους υστερεί επίσης στις ελληνικές τράπεζες: συμβολή 8,65% στα έσοδα για τις ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες και μόλις 2,80% για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές.

Τα παραπάνω στοιχεία θα διαμορφώσουν και την πολιτική άντλησης εσόδων για τις ελληνικές τράπεζες τα προσεχή χρόνια, έτσι ώστε να στραφούν εντονότερα σε πηγές πέραν των εσόδων από τόκους, όπως π.χ. οι προμήθειες από το asset management και οι τραπεζοασφάλειες.

Οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες παρουσίασαν το α’ εξάμηνο 2025 καθαρά κέρδη περίπου 2,5 δισ. ευρώ (2.453,5 εκατ. ευρώ), με έσοδα από τόκους στα 4 δισ. (4.051 εκατ. ευρώ) και έσοδα από προμήθειες άνω του 1 δισ. (1.140,6 εκατ. ευρώ). Τα κέρδη μετά φόρων α’ εξαμήνου για τα 113 ευρωπαϊκά συστημικά πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύει ο SSM ανήλθαν σε 96,89 δισ. ευρώ (με συμβολή κατά 55,95% από τόκους και 28,65% από προμήθειες).