Γιατί παραμένουν χαμηλά τα επιτόκια καταθέσεων

Οι επιτυχημένες εκδόσεις ομολόγων των ελληνικών τραπεζών έρχονται να προστεθούν στις αιτίες που ρίχνουν τις αποδόσεις στις καταθέσεις

Οι CEO των Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης, Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου, Eurobank, Φωκίων Καραβίας και της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς © EUROKINISSI/ΙΝΤΙΜΕ/Powergame.gr

Σε… υπερχείλιση ρευστότητας, που κρατά χαμηλά τα επιτόκια των καταθέσεων, οδηγούν οι εκδόσεις ομολόγων στις οποίες προχωρούν οι ελληνικές τράπεζες. Η επιτυχία των εκδόσεων αυτών, που αποτυπώνεται στην πολλαπλάσια της προσφοράς ζήτηση από τους διεθνείς επενδυτές, γεμίζει κι άλλο τα «σεντούκια» των τραπεζών με ρευστότητα, την οποία δεν χρειάζονται, αλλά αναγκάζονται να σωρεύουν, λόγω των απαιτήσεων του επόπτη για κεφάλαια MREL (σ.σ. προληπτικά κεφάλαια που επιβάλλονται στις τράπεζες, αναλογικά με τα σταθμισμένα για τον κίνδυνο στοιχεία του ενεργητικού τους, προκειμένου να μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες πιθανής εξυγίανσης).

Αυτήν τη στιγμή οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες διαθέτουν στοκ ομολόγων που έχουν εκδώσει, ύψους 20 δισ. ευρώ, με μέσο κόστος στις 200 μονάδες βάσης. Πράγμα που σημαίνει ότι το κόστος που πληρώνουν ετησίως σε τόκους για τα ομόλογα αυτά ανέρχεται σε 400 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για κόστος που δεν παράγει έσοδο, παρά μόνο γεμίζει περαιτέρω τον «κουβά» ρευστότητας των τραπεζών, εντείνοντας την πρόκληση η ρευστότητα αυτή να διοχετευθεί σε νέα δάνεια.

Σημειώνεται ότι το ποσοστό δανείων προς καταθέσεις των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών ανέρχεται στο 61% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και είναι το χαμηλότερο μεταξύ των συστημικών τραπεζών 15 κρατών-μελών της ευρωζώνης, μετά τη Λιθουανία (34%-35%). Ειδικότερα, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε στο 62,37% το β’ τρίμηνο του 2025 από 62,78% το α’ τρίμηνο, όταν ο μέσος όρος του δείκτη για τα 113 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ που εποπτεύει ο SSM ανερχόταν αντίστοιχα τις ίδιες περιόδους στο 102,16% και στο 101,97%. Τα παραπάνω δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ μεγάλη ρευστότητα (στοιχείο ιδιαίτερα θετικό, αν θυμηθεί κανείς ότι το 2015 οι ελληνικές τράπεζες κόντεψαν να βάλουν λουκέτο από έλλειψη ρευστότητας) και μεγάλα περιθώρια για να αυξήσουν τα δάνεια προς την πραγματική οικονομία.

Οι εξαιρετικές επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τις ευρωπαϊκές σε επίπεδο ρευστότητας αποτυπώνονται και στους δείκτες ρευστότητας. Ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης των ελληνικών συστημικών τραπεζών έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι σταθερά υψηλότερος, ενώ σταθερά πολύ υψηλότερος είναι ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) των ελληνικών τραπεζών. Ειδικότερα, ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (Net stable funding ratio – NSFR) για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες ανήλθε σε 136,21% το β’ τρίμηνο από 136,41% το α’ τρίμηνο 2025 και 138,16% το δ’ τρίμηνο 2024, έναντι 126,74%, 126,37% και 126,94% για τις τράπεζες της ΕΕ τις ίδιες περιόδους αντίστοιχα. Όσο για τον Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) των ελληνικών συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε το β’ τρίμηνο του 2025 σε 209,34% από 205,54% το α’ τρίμηνο 2025 και 213,89% το δ’ τρίμηνο 2024. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις ευρωπαϊκές τράπεζες διαμορφώθηκαν σε 157,84%, 156,25% και 158,40%.

Τα παραπάνω απαντούν στο ερώτημα γιατί οι ελληνικές τράπεζες (όπως και οι κυπριακές και οι πορτογαλικές) πληρώνουν μηδενικά επιτόκια στις καταθέσεις ταμιευτηρίου και χαμηλότερα επιτόκια από τις ευρωπαϊκές στις προθεσμιακές καταθέσεις. Τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ έδειξαν ότι στις καταθέσεις το επιτόκιο ταμιευτηρίου είναι σχεδόν μηδενικό για τα νοικοκυριά στην Ελλάδα (0,03%), έναντι 0,25% για τις καταθέσεις μιας ημέρας των νοικοκυριών της ευρωζώνης, ενώ οι προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας έτους τιμολογούνται από τις ελληνικές τράπεζες με επιτόκιο 1,12%, έναντι 1,71% στην Ευρωζώνη.

Πέρα, πάντως, από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν ανάγκη ρευστότητας, ώστε να καλούνται να πληρώσουν για τις καταθέσεις, υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους τα επιτόκια καταθέσεων μένουν χαμηλά. Στην Ελλάδα το 70% των καταθέσεων προέρχεται από πελάτες λιανικής με μικρό μέσο υπόλοιπο, έναντι 60% στη ζώνη του ευρώ. Τα στοιχεία του ΤΕΚΕ (Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων) για το 2024 δείχνουν ότι το 71% των καταθετών διαθέτουν καταθέσεις έως 1.000 ευρώ (σημειώνεται ότι το στοιχείο αυτό αναφέρεται σε καταθέσεις του κάθε καταθέτη σε καθεμία τράπεζα ξεχωριστά και όχι στο σύνολο των καταθέσεών του σε όλες τις τράπεζες). Τα μικρά ποσά καταθέσεων χρησιμοποιούνται για την κάλυψη καθημερινών αναγκών και δεν νοούνται ως επένδυση, επομένως δεν μπορούν να διαπραγματευθούν υψηλότερες αποδόσεις. Για υψηλότερες αποδόσεις οι τράπεζες στρέφουν τους πελάτες τους σε προϊόντα επενδυτικού χαρακτήρα και χαμηλού ρίσκου (κυρίως προϊόντα target maturity).

Τέλος, το κόστος με το οποίο δανείζονται οι ελληνικές τράπεζες καθορίζει επίσης το ύψος των επιτοκίων που πληρώνουν για τις καταθέσεις (όσο φθηνότερος ο δανεισμός για τις τράπεζες τόσο μεγαλύτερα περιθώρια έχουν να δώσουν υψηλότερα επιτόκια στους καταθέτες τους). Αν και οι ελληνικές τράπεζες έχουν κλείσει την ψαλίδα στο κόστος δανεισμού τους από τις αγορές σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες, εντούτοις δανείζονται ακόμη ακριβότερα.