Ώθηση στη στεγαστική πίστη επιχειρούν να δώσουν οι τράπεζες, προχωρώντας σε μειώσεις των ήδη χαμηλών σταθερών επιτοκίων. Την αρχή κάνει η Eurobank, η οποία ήταν και η πρώτη που λάνσαρε στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο το 2019 και θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες τράπεζες.
Οι μειώσεις των σταθερών επιτοκίων της Eurobank κινούνται από 0,10 έως 0,40 της μονάδος και ουσιαστικά έχουν ξεκινήσει να χορηγούνται στους δανειολήπτες, που ενδιαφέρονται να πάρουν στεγαστικό δάνειο από τον Σεπτέμβριο. Ειδικότερα, η τράπεζα έχει μειώσει το σταθερό επιτόκιο τριετίας στο 2,50% από 2,80% πριν, το σταθερό επιτόκιο πενταετίας στο 3,40% από 3,60%, το σταθερό επιτόκιο δεκαετίας στο 3,80% από 4% και το σταθερό επιτόκιο στα 15 και 20 χρόνια στο 4% από 4,20%. Η τράπεζα έχει διατηρήσει σταθερά τα σταθερά επιτόκια της 7ετίας (στο 3,70%) και των 25 και 30 ετών (στο 4,20%). Σημειώνεται ότι η τράπεζα έχει προχωρήσει και σε μείωση 20 μονάδων βάσης στα κυμαινόμενα επιτόκια.
Η κίνηση της Eurobank να μειώσει τα σταθερά επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια είναι δηλωτική της έντασης του ανταγωνισμού στη στεγαστική πίστη, η οποία δείχνει πολύ αργά σημάδια ανάκαμψης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αγοραπωλησίες ακινήτων που πραγματοποιούνται χρηματοδοτούνται από τραπεζικό δανεισμό σε ποσοστό μόλις 10%. Την ίδια στιγμή, το κρατικό πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», στο οποίο ποντάρουν σημαντικά οι τράπεζες για την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης στη στεγαστική πίστη, έχει εκταμιεύσει μέχρι στιγμής δάνεια περί τα 450 εκατ. ευρώ, έναντι προϋπολογισμού του προγράμματος 2 δισ. ευρώ.
Έμφαση στα στεγαστικά δάνεια από τις τράπεζες
Η «μάχη» των τραπεζών για να αναστήσουν τη στεγαστική πίστη περνάει, έτσι, και στα σταθερά επιτόκια, τα οποία είναι ήδη πολύ χαμηλά. Μάλιστα, οι τράπεζες φαίνονται διατεθειμένες να «επιδοτούν» τα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου (σ.σ. αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των στεγαστικών δανείων), αν κρίνει κανείς απ’ όσα ισχύουν σήμερα με τα ισχύοντα προ κρίσης και μέχρι το 2019. Συγκριτικά με το 2019, οπότε το επιτόκιο Euribor ήταν αρνητικό, όπως και επί σειρά ετών πριν, σήμερα κινείται στο 2%, έχοντας βρεθεί και υψηλότερα του 3%. Παρά τις όποιες κινήσεις του Euribor, οι τράπεζες απορρόφησαν όλα τα κόστη, διατηρώντας αμετάβλητα και χαμηλά τα σταθερά επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια. Τα τελευταία θα έπρεπε κανονικά, με βάση το Euribor, να βρίσκονται σήμερα σε διπλάσια επίπεδα από το 2019. Επιπλέον, υπέρ των δανειοληπτών λειτουργεί πλέον το γεγονός ότι δεν βαρύνονται με κόστος πρόωρης αποπληρωμής, ενώ το «πέναλτι» στην προεξόφληση στεγαστικού δανείου ίσχυε παλαιότερα.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι περίεργο το γεγονός ότι δεν υπάρχει «έκρηξη» ζήτησης για στεγαστικά δάνεια και η στεγαστική πίστη παλεύει να ξεκολλήσει από τους αρνητικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης. Οι τράπεζες, πάντως, βλέπουν τα πρώτα δείγματα ανάκαμψης και αισιοδοξούν για το κλείσιμο του έτους και την επόμενη χρονιά. Και αυτό διότι αναμένουν αύξηση των εκταμιεύσεων από το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» στο τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους (αν και δεν πρόκειται να απορροφηθεί ο προϋπολογισμός του προγράμματος, ύψους 2 δισ. ευρώ), αλλά και ενίσχυση της ζήτησης για τα αμιγώς δικά τους στεγαστικά προγράμματα έπειτα από «τονωτικές ενέσεις», όπως αυτή των μειώσεων στα σταθερά επιτόκια από τη Eurobank. Με τις τελευταίες εκτιμήσεις των τραπεζών, οι εκταμιεύσεις από το αμιγώς δικό τους στεγαστικό «κομμάτι» χορηγήσεων αναμένονται φέτος στα 1,6 δισ. ευρώ, ενώ αν προστεθεί και η αναμενόμενη συμβολή των δανείων του προγράμματος «Σπίτι μου 2», το ποσό αναμένεται να ανέβει στα 2,4 δισ. ευρώ.
Οι τραπεζίτες επισημαίνουν ότι πλέον έχει βελτιωθεί πολύ η ποιότητα των νέων στεγαστικών δανείων. Και αυτό αποτυπώνεται στον δείκτη δανείου προς αξία ακινήτου (loan/value), ο οποίος κινείται αυτήν τη στιγμή στο 63% (δηλ. οι τράπεζες χρηματοδοτούν με δάνειο το 63% της αγοράς ακινήτου), όταν προ κρίσης ξεπερνούσε ακόμη και το 100% (σ.σ. οι τράπεζες χρηματοδοτούσαν το 100% έως και 120% της αξίας της αγοράς ενός ακινήτου, μέσω συνοδευτικών δανείων π.χ. για επισκευές).
Η «μάχη» των τραπεζών στη στεγαστική πίστη δίνεται και στην ταχύτητα των εκταμιεύσεων των δανείων. Σήμερα, μεσοσταθμικά, ένα στεγαστικό δάνειο εκταμιεύεται σε 180 ημέρες, ενώ μπορεί να πάρει και πάνω από έναν χρόνο, αν υπάρχουν αυθαιρεσίες προς τακτοποίηση, μεγάλες καθυστερήσεις σε Πολεοδομίες, Υποθηκοφυλακεία, συμβολαιογράφους, αλλά και από την πλευρά της τράπεζας, του πωλητή ή του αγοραστή. Πλέον στόχος των τραπεζών θα είναι να μειώσουν τους χρόνους εκταμίευσης από τους 6 στους 3 ή ακόμη και στους 2 μήνες. Παράλληλα, ο δανειολήπτης θα έχει τη δυνατότητα μεγαλύτερης διαφάνειας και πληροφόρησης, καθώς θα έχει ψηφιακά την εικόνα για την πορεία της αίτησής του, τον προβλεπόμενο χρόνο της εκταμίευσης, αλλά και τα απαιτούμενα για να «τρέξει» η διαδικασία. Η ψηφιακή αυτή αλληλεπίδραση με τους υποψήφιους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων θα γίνεται μέσω πλατφορμών που δημιουργούν οι τράπεζες.