ΤτΕ: Εξωγενείς οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα, ενισχυμένες οι τράπεζες

Ο εγχώριος τραπεζικός τομέας είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τυχόν αναταράξεις, τονίζει η ΤτΕ

Τράπεζα της Ελλάδος © ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανθεκτική, παρά τους εξωγενείς κινδύνους που προέρχονται από γεωπολιτικές εντάσεις, τον αυξανόμενο εμπορικό προστατευτισμό και την πιθανότητα απότομης ανατιμολόγησης περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυσαν τα θεμελιώδη μεγέθη τους, καταγράφοντας κέρδη και αυξάνοντας την ανθεκτικότητά τους απέναντι σε ενδεχόμενες διαταραχές, όπως καταγράφεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιεύτηκε σήμερα από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Αναλυτικά, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΤτΕ, η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας εξετάζει τις εξελίξεις στο μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, αξιολογεί τους κινδύνους και την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των λοιπών τομέων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών (συστήματα πληρωμών, κεντρικά αποθετήρια τίτλων και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι).

Η παρούσα Έκθεση επικεντρώνεται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στον τραπεζικό τομέα το πρώτο εξάμηνο του 2025, ενώ παρουσιάζονται επίσης δύο Ειδικά Θέματα:

α) Το Ειδικό Θέμα Ι παρουσιάζει τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ). Η άσκηση αυτή αξιολογεί την ανθεκτικότητα των τραπεζών έναντι διαφορετικών τύπων κινδύνου σε ένα δυσμενές σενάριο.

β) Το Ειδικό Θέμα ΙΙ παραθέτει τις κυριότερες τεχνικές προκλήσεις και αδυναμίες του δείκτη της τυποποιημένης διαφοράς του λόγου των πιστώσεων προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) στο πλαίσιο της αξιολόγησης των κυκλικών συστημικών κινδύνων και του προσδιορισμού του ποσοστού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας στις ευρωπαϊκές χώρες.

Το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,5 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 2,4 δισεκ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν θετικά τα καθαρά έσοδα από προμήθειες και τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις, τα οποία αυξήθηκαν σημαντικά, ενώ αρνητικά επέδρασαν η μικρή μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους, η αύξηση των λειτουργικών εξόδων και των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,8% τον Ιούνιο του 2025 από 16% το Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) ενισχύθηκε σε 20,4% από 19,8% το Δεκέμβριο του 2024, πολύ κοντά στο μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση.

Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε. Τον Ιούνιο του 2025 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 3,6%, έναντι 3,8% το Δεκέμβριο του 2024. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ.

Όσον αφορά τις προοπτικές, η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι στο διεθνές περιβάλλον αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση. Ο εγχώριος τραπεζικός τομέας διαθέτει ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τυχόν αναταράξεις. Ωστόσο, τυχόν επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και, έμμεσα, τον εγχώριο τραπεζικό τομέα. Συνεπώς, αποτελεί προτεραιότητα η περαιτέρω θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και επιβάλλεται εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.