Στην ελληνική κρίση χρέους, στο τι οδήγησε σε αυτή, αλλά και στα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε σήμερα τις εξελίξεις της εποχής εκείνης αναφέρθηκε ο Γιάννης Στουρνάρας. Σε ομιλία που απηύθυνε στο Ινστιτούτο Bruno Leoni, στο Μιλάνο της Ιταλίας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επισήμανε πως «η ελληνική κρίση προσφέρει μια σειρά από σημαντικά διδάγματα για την οικονομική πολιτική, τη διακυβέρνηση μιας νομισματικής ένωσης και τη διαχείριση κρίσεων».
«Πρώτον, η πολιτική στήριξη και η αξιοπιστία έχουν κρίσιμη σημασία. Ο λαϊκισμός, η πολιτική πόλωση και τα κεκτημένα συμφέροντα μπορούν να παρεμποδίσουν τις μεταρρυθμίσεις και να υπονομεύσουν την οικονομική ανάκαμψη. Η πολιτική πυγμή, η προσήλωση στους θεσμούς και η διαφάνεια των πλαισίων πολιτικής ενισχύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, των νοικοκυριών και των διεθνών εταίρων» σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης.
«Δεύτερον, οι δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες πρέπει να αντιμετωπίζονται προτού φθάσουν σε μη διατηρήσιμα επίπεδα. Μια προσέγγιση που βασίζεται αποκλειστικά σε κριτήρια ονομαστικής σύγκλισης, χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μπορεί να συγκαλύψει τις ευπάθειες και να καθυστερήσει τις αναγκαίες προσαρμογές. Οι χώρες που εντάσσονται σε μια νομισματική ένωση είναι απαραίτητο να ενισχύσουν τους θεσμούς, τη διακυβέρνηση και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά τους παράλληλα με τη δημοσιονομική σύγκλιση. Η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα» απαρίθμησε ο ίδιος.
«Τρίτον, η χρονική ακολουθία και ο σχεδιασμός των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι ζωτικής σημασίας. Μεταρρυθμίσεις που συμπιέζουν υπερβολικά τους μισθούς ή επικεντρώνονται σε ένα και μόνο τομέα είναι δυνατόν να οξύνουν την ύφεση. Χρειάζεται μια ισορροπημένη προσέγγιση η οποία να συνδυάζει τη δημοσιονομική προσαρμογή με διαρθρωτικά μέτρα που ενισχύουν την ανάπτυξη καθώς και με δημόσιες επενδύσεις. Η επαρκής νομοθετική και διοικητική ικανότητα είναι επίσης αναγκαία για την αποτελεσματική και αποδοτική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Τέταρτον, κατά τη διάρκεια κρίσεων αυτό που χρειάζεται στον τραπεζικό τομέα είναι στενή εποπτεία και έγκαιρες παρεμβάσεις. Η μη έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ παρέτεινε την ύφεση και περιόρισε τις δυνατότητες των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Είναι αναγκαίο συνεπώς να εφαρμόζεται, σε όσο το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο, μια συστημική λύση για τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών, υποστηριζόμενη από κατάλληλο νομικό και θεσμικό πλαίσιο.
Πέμπτον, η αρχιτεκτονική της εκάστοτε νομισματικής ένωσης έχει σημασία για την επίλυση κρίσεων. Η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών επιμερισμού των κινδύνων και η έλλειψη εργαλείων διαχείρισης κρίσεων και συντονισμένης εποπτείας στο πλαίσιο της ΟΝΕ επέτειναν τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η Ελλάδα. Η έγκαιρη παρέμβαση της ΕΚΤ, η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδος και οι ευνοϊκοί όροι αναχρηματοδότησής του είχαν καίρια συμβολή στην αποτροπή μιας άτακτης χρεοκοπίας και στη σταθεροποίηση του συστήματος. Πολύ σημαντικό είναι μάλιστα ότι η Ελλάδα στη συνέχεια εξασφάλισε γενναιόδωρη αναχρηματοδότηση του χρέους της με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, που διαμόρφωσαν αντίστοιχα ευνοϊκή διαφορά επιτοκίου-ρυθμού ανάπτυξης επιτρέποντας βελτίωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, καθώς το ονομαστικό επιτόκιο επί του δημόσιου χρέους παρέμεινε χαμηλότερο του ρυθμού ανάπτυξης επί σειρά ετών. Επιπλέον, η απόφαση της ΕΚΤ να εξαιρέσει τα ελληνικά ομόλογα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωσυστήματος εξασφάλισε την ομαλή αναχρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος κατά τη διάρκεια της κρίσης – αυτή η στήριξη δεν ήταν πλέον αναγκαία όταν η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα» περιέγραψε ο Γ. Στουρνάρας.
«Τέλος, η διαχείριση κρίσεων απαιτεί τόσο δημοσιονομική πειθαρχία όσο και στήριξη της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Η εμπειρία της Ελλάδος αποδεικνύει ότι τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής μπορούν να αποκαταστήσουν τη μακροοικονομική ισορροπία και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα, αλλά με υψηλό κοινωνικό κόστος. Τα μελλοντικά προγράμματα πολιτικής θα πρέπει να εξισορροπούν τους δημοσιονομικούς στόχους με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές προσανατολισμένες στην ανάπτυξη, ώστε να ελαχιστοποιούν τις κοινωνικές επιπτώσεις και να επιτυγχάνουν ταχύτερη ανάκαμψη. Οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να εξαιρούνται από τις περικοπές δαπανών, ενώ οι επιδράσεις στο λόγο χρέους/ΑΕΠ από τη βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης μέσω των δημοσιονομικών μέτρων θα πρέπει να συνεκτιμώνται παράλληλα με τη διαφορά επιτοκίου-ρυθμού ανάπτυξης.
Εν κατακλείδι, η ελληνική κρίση χρέους υπογραμμίζει την ανάγκη για ισχυρούς θεσμούς, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ΕΕ, αποτελεσματική διακυβέρνηση, συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και συνολικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Συνδυαστικά, οι εγχώριες αδυναμίες, τα θεσμικά κενά, η καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων και εξωτερικοί κλυδωνισμοί προκάλεσαν μία από τις σοβαρότερες οικονομικές κρίσεις στην ιστορία. Ωστόσο, η αντιμετώπιση της κρίσης μέσω των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής έχει αποκαταστήσει τη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα, προσφέροντας πολύτιμα διδάγματα τόσο για την Ελλάδα όσο και για άλλες χώρες-μέλη νομισματικών ενώσεων. Επιπλέον, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα λειτούργησε σαν μαμή της ιστορίας: εξαιτίας της ελληνικής κρίσης, η ευρωζώνη και η ΕΕ δημιούργησαν νέους θεσμούς και απέκτησαν εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων, αλλά και την απαιτούμενη προς το σκοπό αυτό νοοτροπία και στάση, κάτι που αποδείχθηκε χρήσιμο αργότερα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, και ελπίζουμε ότι θα παραμείνει χρήσιμο και στο μέλλον» κατέληξε ο διοικητής της ΤτΕ.
Ολόκληρη η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα
«Διδάγματα από την ελληνική κρίση δημόσιου χρέους»
Κυρίες και κύριοι,
Είναι μεγάλη μου τιμή που θα δεχθώ αυτή τη βράβευση από το Ινστιτούτο Bruno Leoni, σε αναγνώριση των προσπαθειών που κατέβαλε η χώρα μου, η Ελλάδα, για να ξεπεράσει την κρίση χρέους. Υπηρετώντας σε δύο δημόσια αξιώματα, ως Υπουργός Οικονομικών από τα μέσα του 2012 έως τα μέσα του 2014 και ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος έκτοτε, προσπάθησα να υποστηρίξω ενεργά αυτή την εθνική προσπάθεια, που εξέφραζε την αποφασιστικότητα και τις βαθύτερες επιθυμίες του ελληνικού λαού, και ταυτόχρονα να διαφυλάξω την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος και τη συμμετοχή της Ελλάδος στην ευρωζώνη. Στη σημερινή μου παρέμβαση, θα παρουσιάσω συνοπτικά πώς έφθασε η Ελλάδα στην κρίση χρέους, πώς βγήκε από αυτήν, παρά τα δυσοίωνα προγνωστικά πολλών αναλυτών της αγοράς, υπευθύνων χάραξης πολιτικής και ακαδημαϊκών ερευνητών που προέβλεπαν την έξοδο της Ελλάδος από το ευρώ (Grexit) δύο φορές, το 2012 και το 2015, καθώς και τα κυριότερα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτή την εμπειρία. Στη συνέχεια, θα σκιαγραφήσω τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Κλείνοντας, θα αναφερθώ στην κληρονομιά που άφησε η κρίση και στις προκλήσεις που επιφυλάσσει το προσεχές μέλλον – τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ευρωζώνη γενικότερα.
1. Τι οδήγησε στην ελληνική κρίση
Μετά από αποφασιστική και σταθερή προσπάθεια ονομαστικής σύγκλισης τη δεκαετία του 1990, κατά τη διάρκεια της οποίας τα ονομαστικά επιτόκια μειώθηκαν κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες και πλέον, η Ελλάδα κατέγραψε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, χαμηλό πληθωρισμό και μείωση της ανεργίας από το 2000 έως το 2007, κυρίως λόγω της ραγδαίας πιστωτικής επέκτασης και του φθηνού δανεισμού, ιδίως μετά την ένταξή της στην ευρωζώνη το 2001. Ωστόσο, οι διαρθρωτικές αδυναμίες εξακολούθησαν να υπάρχουν. Τα κριτήρια του Μάαστριχτ για τη συμμετοχή στην ευρωζώνη επικεντρώνονταν κυρίως στην ονομαστική σύγκλιση – πληθωρισμός, έλλειμμα, μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, επιτόκια και συναλλαγματική ισοτιμία – αλλά δεν απαιτούσαν βαθιές και βιώσιμες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, τις αγορές προϊόντων, το ασφαλιστικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση, με σκοπό τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και της λειτουργίας των θεσμών. Ως εκ τούτου, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε με υψηλούς ρυθμούς και προσέγγισε το μέσο όρο της ΕΕ, η διακυβέρνηση, η παραγωγικότητα, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα συνέχισαν να υστερούν, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα παρέμεινε σχεδόν διπλάσιο από την τιμή αναφοράς.
Μάλιστα, στα τέλη της δεκαετίας του 2000 η δημοσιονομική πολιτική έγινε υπερβολικά επεκτατική, υπό την επίδραση του εκλογικού κύκλου, ενώ η αύξηση των πραγματικών μισθών υπερέβαινε κατά πολύ την άνοδο της παραγωγικότητας. Η επακόλουθη ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, σε συνδυασμό με την ταχεία οικονομική ανάπτυξη, οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2008 και το 2009 εκτινάχθηκε σε 10% και 15% του ΑΕΠ αντίστοιχα, από 6% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2007. Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ σημείωσε αλματώδη άνοδο και διαμορφώθηκε σε 128% του ΑΕΠ το 2009 από 104% το 2007.
Συνεπώς, η ελληνική κρίση δεν ξεκίνησε ως τραπεζική κρίση, όπως σε άλλα κράτη-μέλη, αλλά ως δημοσιονομική κρίση που οδήγησε σε κρίση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, σε κρίση δημόσιου χρέους και, τελικά, σε τραπεζική κρίση μέσω των ζημιών που υπέστησαν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκια ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, των αναλήψεων καταθέσεων και της εκρηκτικής ανόδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Το σημαντικότερο λάθος ήταν ότι η Ελλάδα δεν αξιοποίησε την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία της προ της κρίσης περιόδου για να αντιμετωπίσει τις επίμονες αδυναμίες. Η δημόσια διοίκηση εξακολούθησε να είναι αναποτελεσματική, η φοροδιαφυγή ήταν εκτεταμένη, το ασφαλιστικό σύστημα παρέμεινε μη βιώσιμο και ο λόγος δημόσιου χρέους διατηρήθηκε σταθερός αλλά υψηλός, γύρω στο 105% του ΑΕΠ, έως ότου το 2008 και το 2009 εκτινάχθηκε σε μη διατηρήσιμα επίπεδα.
Όταν ξέσπασε η κρίση δημόσιου χρέους το 2010, η Ελλάδα έχασε γρήγορα την πρόσβασή της στις αγορές. Η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και των τραπεζών υποβαθμίστηκε, οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν κατακόρυφα και τόσο το Ελληνικό Δημόσιο όσο και ο τραπεζικός τομέας αποκλείστηκαν από τη διεθνή χρηματοδότηση. Οι καταθέτες πραγματοποιούσαν μαζικές αναλήψεις, οι αξίες των εμπράγματων εξασφαλίσεων κατέρρευσαν και οι συνθήκες ρευστότητας επιδεινώθηκαν δραματικά.
Η Ελλάδα επιχείρησε να αντιμετωπίσει τις μεγάλες δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες με το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της μέσω ταχείας δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, ελλείψει της δυνατότητας υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η δημοσιονομική εξυγίανση βασίστηκε περισσότερο σε αυξήσεις φόρων παρά σε περικοπές δαπανών και σε αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις. Σήμερα εκ των υστέρων μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η χρονική ακολουθία των μεταρρυθμίσεων ήταν μάλλον ατυχής, υπό την πίεση των τριών “θεσμών” (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΕΚΤ), καθώς δόθηκε προτεραιότητα στην αγορά εργασίας και μετά στις αγορές προϊόντων. Ως εκ τούτου, οι ονομαστικοί μισθοί μειώθηκαν ταχύτερα από ό,τι οι τιμές, με αποτέλεσμα την πτώση των πραγματικών μισθών και την κατάρρευση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, γεγονός που επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την ύφεση. Η ευπάθεια του τραπεζικού τομέα επιδεινώθηκε από τη ραγδαία αύξηση των ΜΕΔ, οι αδυναμίες σε επίπεδο ΕΕ βάθυναν ακόμα περισσότερο την κρίση, καθώς αρχικά η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ δεν προέβλεπε εργαλεία για τη διαχείριση κρίσεων, η ελάφρυνση του χρέους καθυστέρησε και ο φαύλος κύκλος μεταξύ του κράτους και των τραπεζών επέτεινε την αστάθεια, ώσπου η αποφασιστική παρέμβαση της ΕΚΤ στα μέσα του 2012 οδήγησε τελικά σε σταθεροποίηση των συνθηκών.
2. Ποια ήταν τα αποτελέσματα των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής
Για την αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους, η Ελλάδα εφάρμοσε τρία διαδοχικά προγράμματα οικονομικής προσαρμογής από το 2010 και εξής, με την υποστήριξη των τριών “θεσμών” και των Ευρωπαίων εταίρων της. Τα προγράμματα αυτά αποσκοπούσαν στη δημοσιονομική εξυγίανση, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, προκειμένου να αποκατασταθεί η μακροοικονομική ισορροπία και να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών.
Τα προγράμματα πέτυχαν τους κύριους στόχους τους όσον αφορά τη σταθεροποίηση: το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 10,1% του ΑΕΠ το 2009 μετατράπηκε σε πρωτογενές πλεόνασμα που υπερέβαινε το 4% του ΑΕΠ το 2018, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά περίπου 12 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2009 και 2018. Υλοποιήθηκαν εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο σύστημα συντάξεων, στο σύστημα υγείας, στην αγορά εργασίας, καθώς και στο φοροεισπρακτικό μηχανισμό και τη δημόσια διοίκηση, οι οποίες βελτίωσαν τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου της Ελλάδος με στροφή προς τις εξαγωγές και τις εμπορεύσιμες δραστηριότητες.
Στον τραπεζικό τομέα συντελέστηκε ριζική αναδιάρθρωση. Μετά από μεγάλης κλίμακας συγχωνεύσεις και εκκαθαρίσεις, το σύστημα περιορίστηκε σε τέσσερις συστημικές τράπεζες, οι οποίες ελέγχουν σήμερα πάνω από το 95% της αγοράς. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο διασφαλίζοντας τη νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, διατηρώντας τη ρευστότητα και εξασφαλίζοντας αδιάλειπτο εφοδιασμό με μετρητά πανελλαδικά – σε στενό συντονισμό με την ΕΚΤ και τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές. Χάρη σε μηχανισμούς όπως το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και το σχέδιο “Ηρακλής”, ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο συστήματος μειώθηκε από 49% το 2016 σε 3,6% έως τα μέσα του 2025, ενώ οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, η κερδοφορία και το ρυθμιστικό πλαίσιο βελτιώθηκαν σημαντικά. Μεταξύ 2015 και 2019 επιβλήθηκαν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων για να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταθέτες δεν έχασαν ούτε ένα ευρώ. Προστατεύθηκε έτσι στο ακέραιο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ακόμα και τη δύσκολη εποχή που οι περισσότεροι αναλυτές της αγοράς, ακαδημαϊκοί ερευνητές και ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προέβλεπαν, ή ακόμη και συμβούλευαν, την έξοδο της Ελλάδος από το ευρώ.
Ωστόσο, η προσαρμογή είχε σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Η διαδικασία βασίστηκε περισσότερο σε αυξήσεις φόρων παρά σε μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των δαπανών ή σε πολιτικές φιλικές προς τις επενδύσεις, ενώ οι στόχοι των αποκρατικοποιήσεων σε μεγάλο βαθμό δεν επιτεύχθηκαν. Οι τρεις “θεσμοί” επέμεναν σε μια υπερβολική και ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή, παραβλέποντας τις επιπτώσεις που θα είχε στην ανάπτυξη, την απασχόληση, την κοινωνική συνοχή, τα φορολογικά έσοδα και τη διαφορά μεταξύ ονομαστικού έμμεσου επιτοκίου του δημόσιου χρέους και ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης (snowball effect) – που είναι σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας της δυναμικής του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Μεταξύ 2008 και 2016 η Ελλάδα έχασε πάνω από το 1/4 του ΑΕΠ της, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε ραγδαία κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες, οι δείκτες ανισότητας και φτώχειας εκτοξεύθηκαν, οι επενδύσεις κατέρρευσαν και σημειώθηκε εκτεταμένη φυγή υψηλά καταρτισμένων ατόμων στο εξωτερικό (brain drain). Ενώ λοιπόν η προσπάθεια για μακροοικονομική σταθεροποίηση και εξυγίανση του τραπεζικού τομέα απέβη επιτυχής, το κόστος ήταν τεράστιο σε όρους απώλειας προϊόντος, κοινωνικής συνοχής και ανθρώπινου και υλικού κεφαλαίου μακροπρόθεσμα.
3. Διδάγματα από την ελληνική κρίση
Η ελληνική κρίση προσφέρει μια σειρά από σημαντικά διδάγματα για την οικονομική πολιτική, τη διακυβέρνηση μιας νομισματικής ένωσης και τη διαχείριση κρίσεων.
Πρώτον, η πολιτική στήριξη και η αξιοπιστία έχουν κρίσιμη σημασία. Ο λαϊκισμός, η πολιτική πόλωση και τα κεκτημένα συμφέροντα μπορούν να παρεμποδίσουν τις μεταρρυθμίσεις και να υπονομεύσουν την οικονομική ανάκαμψη. Η πολιτική πυγμή, η προσήλωση στους θεσμούς και η διαφάνεια των πλαισίων πολιτικής ενισχύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, των νοικοκυριών και των διεθνών εταίρων.
Δεύτερον, οι δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες πρέπει να αντιμετωπίζονται προτού φθάσουν σε μη διατηρήσιμα επίπεδα. Μια προσέγγιση που βασίζεται αποκλειστικά σε κριτήρια ονομαστικής σύγκλισης, χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μπορεί να συγκαλύψει τις ευπάθειες και να καθυστερήσει τις αναγκαίες προσαρμογές. Οι χώρες που εντάσσονται σε μια νομισματική ένωση είναι απαραίτητο να ενισχύσουν τους θεσμούς, τη διακυβέρνηση και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά τους παράλληλα με τη δημοσιονομική σύγκλιση. Η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Τρίτον, η χρονική ακολουθία και ο σχεδιασμός των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι ζωτικής σημασίας. Μεταρρυθμίσεις που συμπιέζουν υπερβολικά τους μισθούς ή επικεντρώνονται σε ένα και μόνο τομέα είναι δυνατόν να οξύνουν την ύφεση. Χρειάζεται μια ισορροπημένη προσέγγιση η οποία να συνδυάζει τη δημοσιονομική προσαρμογή με διαρθρωτικά μέτρα που ενισχύουν την ανάπτυξη καθώς και με δημόσιες επενδύσεις. Η επαρκής νομοθετική και διοικητική ικανότητα είναι επίσης αναγκαία για την αποτελεσματική και αποδοτική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Τέταρτον, κατά τη διάρκεια κρίσεων αυτό που χρειάζεται στον τραπεζικό τομέα είναι στενή εποπτεία και έγκαιρες παρεμβάσεις. Η μη έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ παρέτεινε την ύφεση και περιόρισε τις δυνατότητες των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Είναι αναγκαίο συνεπώς να εφαρμόζεται, σε όσο το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο, μια συστημική λύση για τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών, υποστηριζόμενη από κατάλληλο νομικό και θεσμικό πλαίσιο.
Πέμπτον, η αρχιτεκτονική της εκάστοτε νομισματικής ένωσης έχει σημασία για την επίλυση κρίσεων. Η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών επιμερισμού των κινδύνων και η έλλειψη εργαλείων διαχείρισης κρίσεων και συντονισμένης εποπτείας στο πλαίσιο της ΟΝΕ επέτειναν τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η Ελλάδα. Η έγκαιρη παρέμβαση της ΕΚΤ, η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδος και οι ευνοϊκοί όροι αναχρηματοδότησής του είχαν καίρια συμβολή στην αποτροπή μιας άτακτης χρεοκοπίας και στη σταθεροποίηση του συστήματος. Πολύ σημαντικό είναι μάλιστα ότι η Ελλάδα στη συνέχεια εξασφάλισε γενναιόδωρη αναχρηματοδότηση του χρέους της με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, που διαμόρφωσαν αντίστοιχα ευνοϊκή διαφορά επιτοκίου-ρυθμού ανάπτυξης επιτρέποντας βελτίωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, καθώς το ονομαστικό επιτόκιο επί του δημόσιου χρέους παρέμεινε χαμηλότερο του ρυθμού ανάπτυξης επί σειρά ετών. Επιπλέον, η απόφαση της ΕΚΤ να εξαιρέσει τα ελληνικά ομόλογα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωσυστήματος εξασφάλισε την ομαλή αναχρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος κατά τη διάρκεια της κρίσης – αυτή η στήριξη δεν ήταν πλέον αναγκαία όταν η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα.
Τέλος, η διαχείριση κρίσεων απαιτεί τόσο δημοσιονομική πειθαρχία όσο και στήριξη της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Η εμπειρία της Ελλάδος αποδεικνύει ότι τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής μπορούν να αποκαταστήσουν τη μακροοικονομική ισορροπία και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα, αλλά με υψηλό κοινωνικό κόστος. Τα μελλοντικά προγράμματα πολιτικής θα πρέπει να εξισορροπούν τους δημοσιονομικούς στόχους με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές προσανατολισμένες στην ανάπτυξη, ώστε να ελαχιστοποιούν τις κοινωνικές επιπτώσεις και να επιτυγχάνουν ταχύτερη ανάκαμψη. Οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να εξαιρούνται από τις περικοπές δαπανών, ενώ οι επιδράσεις στο λόγο χρέους/ΑΕΠ από τη βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης μέσω των δημοσιονομικών μέτρων θα πρέπει να συνεκτιμώνται παράλληλα με τη διαφορά επιτοκίου-ρυθμού ανάπτυξης.
Εν κατακλείδι, η ελληνική κρίση χρέους υπογραμμίζει την ανάγκη για ισχυρούς θεσμούς, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ΕΕ, αποτελεσματική διακυβέρνηση, συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και συνολικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Συνδυαστικά, οι εγχώριες αδυναμίες, τα θεσμικά κενά, η καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων και εξωτερικοί κλυδωνισμοί προκάλεσαν μία από τις σοβαρότερες οικονομικές κρίσεις στην ιστορία. Ωστόσο, η αντιμετώπιση της κρίσης μέσω των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής έχει αποκαταστήσει τη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα, προσφέροντας πολύτιμα διδάγματα τόσο για την Ελλάδα όσο και για άλλες χώρες-μέλη νομισματικών ενώσεων. Επιπλέον, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα λειτούργησε σαν μαμή της ιστορίας: εξαιτίας της ελληνικής κρίσης, η ευρωζώνη και η ΕΕ δημιούργησαν νέους θεσμούς και απέκτησαν εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων, αλλά και την απαιτούμενη προς το σκοπό αυτό νοοτροπία και στάση, κάτι που αποδείχθηκε χρήσιμο αργότερα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, και ελπίζουμε ότι θα παραμείνει χρήσιμο και στο μέλλον.
4. Πρόοδος, τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και προτεραιότητες πολιτικής
Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πέτυχε να μετασχηματίσει δραστικά την οικονομία της και να αναδειχθεί σε μία από τις χώρες με τις υψηλότερες επιδόσεις στη ζώνη του ευρώ μετά από μία δεκαετία κρίσης και διαρθρωτικής προσαρμογής. Από το 2019 μέχρι σήμερα, ο ρυθμός αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ υπερβαίνει σταθερά το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, επαναφέροντας τη χώρα σε πορεία σύγκλισης προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα εισοδήματος μετά από πολλά χρόνια απόκλισης. Το πρώτο εξάμηνο του 2025 το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε με ρυθμό περίπου 2% σε ετήσια βάση – σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ – και η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει να διατηρηθούν παρόμοιοι ρυθμοί ανάπτυξης τουλάχιστον έως και το 2027.
Το σημαντικότερο είναι ότι αυτή η πορεία δεν στηρίζεται σε βραχυπρόθεσμα μέτρα τόνωσης της οικονομίας, αλλά σε ισχυρά θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη: υγιή δημόσια οικονομικά, ανθεκτική κατανάλωση των νοικοκυριών, δυναμική ανάκαμψη των επενδύσεων, χάρη και στους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), και εξαιρετικές εξαγωγικές επιδόσεις – ιδίως στον τουρισμό, στην εφοδιαστική (logistics), στις ψηφιακές υπηρεσίες και σε τομείς εντάσεως καινοτομίας. Παράλληλα, η αγορά εργασίας έχει ενισχυθεί, με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί σε μονοψήφια επίπεδα για πρώτη φορά από την αρχή της κρίσης και το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό να αυξάνεται, ενώ η εξαγωγική δραστηριότητα επεκτείνεται πέρα από τον τουρισμό, περιλαμβάνοντας και προϊόντα μεταποίησης υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και η σημαντική μείωση των δεικτών ανισότητας, φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού μεταξύ 2019 και 2023 καταδεικνύουν ότι η ανάκαμψη μεταφράζεται πλέον και σε οφέλη από άποψη κοινωνικής ευημερίας και όχι μόνο σε μακροοικονομικά.
Η μακροοικονομική διακυβέρνηση διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αποκατάσταση της διεθνούς εμπιστοσύνης. Η Ελλάδα εξακολουθεί να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή και συνολικά δημοσιονομικά πλεονάσματα χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει και πάλι σε περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, αλλά στηριζόμενη στη δημοσιονομική πειθαρχία, τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και την αποφασιστική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Το δημόσιο χρέος μειώνεται σταθερά ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω της ισχυρής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και των ευνοϊκών όρων εξυπηρέτησης του χρέους. Οι συνετές δημοσιονομικές πολιτικές έχουν δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις, προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών και επενδύσεις στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και σε έργα υποδομών – παραμένοντας ταυτόχρονα σε πλήρη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Διεθνείς οίκοι αξιολόγησης προχώρησαν σε αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας τόσο του Ελληνικού Δημοσίου όσο και των ελληνικών τραπεζών, υποβοηθώντας την προσέλκυση νέων ξένων κεφαλαίων σε ελληνικούς τίτλους.
Ωστόσο, το εξωτερικό περιβάλλον παραμένει εύθραυστο. Η γεωπολιτική αστάθεια, οι πιέσεις προστατευτισμού, ο χρηματοπιστωτικός κατακερματισμός, η κλιματική κρίση και η μεταβλητότητα στην αγορά ενέργειας αποτελούν πηγές σημαντικών καθοδικών κινδύνων. Σε εγχώριο επίπεδο, εξακολουθούν να εκκρεμούν ορισμένα ζητήματα που κληροδότησε η κρίση, όπως το ιδιωτικό χρέος, το μειωμένο κεφαλαιακό απόθεμα και εργατικό δυναμικό, το επίμονο επενδυτικό κενό, καθώς και οι δημογραφικές πιέσεις, η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό και οι καθυστερήσεις στη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης, ενώ το κόστος στέγασης εξακολουθεί να επιβαρύνει ολοένα περισσότερο τα νοικοκυριά.
Στο πλαίσιο αυτό, προτεραιότητα για την Ελλάδα δεν είναι πλέον η ανάκαμψη, αλλά η “στρατηγική επιτάχυνση”. Ο κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι πλέον να διασφαλίσει μακροπρόθεσμη πραγματική σύγκλιση με τη ζώνη του ευρώ χωρίς να ξαναδημιουργηθούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες του παρελθόντος. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, απαιτείται να εξαλειφθεί το εναπομένον επενδυτικό κενό και να διασφαλιστεί διαρκής βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω της αποτελεσματικής κινητοποίησης και κατανομής των εγχώριων πόρων, καθώς και των πόρων που είναι διαθέσιμοι από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ και τον RRF, αλλά και των ξένων άμεσων επενδύσεων, ιδίως σε τομείς παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, σε έναν κόσμο που διαμορφώνεται όλο και περισσότερο από την τεχνολογική πρόοδο και το γεωπολιτικό ανταγωνισμό.
Η μακροοικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα πρέπει να παραμείνει κεντρικός άξονας. Η απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων της ΕΕ και η επιτάχυνση της μείωσης του χρέους, μεταξύ άλλων με την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων που χορηγήθηκαν μέσω της Δανειακής Διευκόλυνσης για την Ελλάδα (GLF), θα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διατήρηση της αξιοπιστίας. Ωστόσο, η σταθερότητα από μόνη της δεν αρκεί. Η δημοσιονομική στρατηγική πρέπει να γίνει εγγενώς φιλική προς την ανάπτυξη, με ανακατεύθυνση των δαπανών προς τις υποδομές, την εκπαίδευση, την καινοτομία και την αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων, και παράλληλα εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της φορολογικής δικαιοσύνης.
Αυτό που θα κρίνει την έκβαση της προσπάθειας είναι η κινητοποίηση επενδύσεων. Η αξιοποίηση του RRF πρέπει να είναι ταχεία και αποτελεσματική, ωστόσο η εξωτερική χρηματοδότηση από μόνη της δεν αρκεί. Απαιτείται μια επιθετική πολιτική προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων με την επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης, τη δημιουργία βαθύτερης κεφαλαιαγοράς και την επέκταση των εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης από πηγές εκτός των τραπεζών, ενώ παράλληλα θα πρέπει να τονωθεί η ιδιωτική αποταμίευση με την ενίσχυση του τρίτου, πλήρως χρηματοδοτούμενου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, την παροχή κινήτρων για την κάλυψη του κενού ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών και τη βελτίωση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.
Τέλος, η Ελλάδα πρέπει να θεωρήσει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση όχι ως υποχρέωση, αλλά ως στρατηγική ευκαιρία για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της. Η επιτάχυνση των επενδύσεων σε τομείς όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η χωρητικότητα του ενεργειακού δικτύου, οι διασυνδέσεις, η ετοιμότητα για την τεχνητή νοημοσύνη και η καινοτομία στην κυκλική οικονομία είναι απαραίτητη – όπως επίσης απαραίτητη είναι και η στροφή της στεγαστικής πολιτικής από τις επιδοτήσεις σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς κατοικιών.
Η Ελλάδα, εφόσον διατηρήσει τη συνέπεια στην ασκούμενη πολιτική, τη θεσμική αξιοπιστία και τη δυναμική των μεταρρυθμίσεων, έχει τις προϋποθέσεις ώστε όχι μόνο να συνεχίσει την πορεία ανάκαμψης, αλλά και να περάσει σε μια φάση συνεχώς υψηλότερων επιδόσεων όσον αφορά τις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, την αύξηση της παραγωγικότητας και την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
5. Συμπεράσματα: Τα διδάγματα από την ελληνική κρίση για την ΕΕ/ΟΝΕ
Η ελληνική κρίση ανέδειξε τη ζωτική σημασία της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της βιωσιμότητας του χρέους στη ζώνη του ευρώ. Επίσης, έδειξε σαφώς ότι οι διαρθρωτικές δυσκαμψίες πρέπει να αντιμετωπίζονται εγκαίρως έτσι ώστε να τονωθούν η παραγωγικότητα και οι επενδύσεις. Η εμπειρία της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι η καινοτομία, η υιοθέτηση υψηλής τεχνολογίας, η αποδοτική αξιοποίηση των πόρων της ΕΕ και των ξένων άμεσων επενδύσεων, η βάθυνση των κεφαλαιαγορών και η ενεργειακή ασφάλεια και προσιτότητα είναι σημαντικότατοι παράγοντες για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας και ανθεκτικότητας.
Ωστόσο, ενώ η Ελλάδα και τα άλλα κράτη-μέλη πρέπει να παραμείνουν πλήρως προσηλωμένα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν αρκεί πλέον μια αμιγώς εθνική στρατηγική. Το παγκόσμιο περιβάλλον έχει αλλάξει άρδην μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, με αυξανόμενο γεωπολιτικό κατακερματισμό, ένοπλες συγκρούσεις, εμπορικές εντάσεις, δασμούς και οξυνόμενο τεχνολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στην παγκόσμια οικονομία. Η Ευρώπη στο σύνολό της αντιμετωπίζει σήμερα ένα ευρύ φάσμα προκλήσεων, όχι μόνο οικονομικής φύσεως, αλλά και τεχνολογικές, περιβαλλοντικές, ενεργειακές και σχετικές με την ασφάλεια. Καθίσταται όλο και πιο σαφές ότι απαιτείται μια συνεκτική ευρωπαϊκή στρατηγική, στην κατεύθυνση των στρατηγικών προσανατολισμών που αποτυπώνονται σε πρόσφατες εκθέσεις υψηλού επιπέδου, όπως η έκθεση Letta για τη βάθυνση της Ενιαίας Αγοράς και την εξάλειψη των σημαντικών εσωτερικών φραγμών που εξακολουθούν να υπάρχουν στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και η έκθεση Draghi σχετικά με την ανάγκη για επενδύσεις, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Μόνο μέσω συντονισμένης κοινής δράσης μπορεί η ΕΕ να ελπίζει ότι θα καλύψει το χάσμα παραγωγικότητας και καινοτομίας, θα ενισχύσει την ανθεκτικότητά της και θα διατηρήσει τη στρατηγική αυτονομία της.
Εν προκειμένω, οι πρόσφατες πρωτοβουλίες της ΕΕ όπως το ReArm Europe Plan/Readiness 2030, η Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας και η Συμφωνία για Καθαρή Βιομηχανία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Competitiveness Compass and Clean Industry Pact) σηματοδοτούν μια σημαντική αλλαγή προς την κατεύθυνση μιας ισχυρότερης και στραμμένης στο μέλλον βιομηχανικής πολιτικής και στρατηγικής, με στόχο την παροχή κινήτρων για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και καινοτομία. Οι πρωτοβουλίες αυτές στηρίζουν τη βαθύτερη ενοποίηση των αγορών και ενθαρρύνουν επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε κρίσιμες τεχνολογίες και υποδομές, αυξάνοντας έτσι την ανθεκτικότητα σε εξωτερικές διαταραχές. Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης – ιδίως με τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων – και η δημιουργία μιας πραγματικής ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων θα μειώσουν σημαντικά τον κατακερματισμό των χρηματοπιστωτικών αγορών. Με βάση το επιτυχημένο παράδειγμα του NextGenerationEU, η έκδοση ενός μόνιμου, κοινού ασφαλούς ευρωπαϊκού περιουσιακού στοιχείου, όπως ένα ευρωομόλογο, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για τις διασυνοριακές επενδύσεις, να ενισχύσει το διεθνή ρόλο του ευρώ και να βελτιώσει αποφασιστικά τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης.