Στο μικροσκόπιο του SSM για τα έσοδα, τα κέρδη και τα πλάνα τριετίας, θα βρεθούν οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες. Οι τελευταίες ενημερώθηκαν αυτή την εβδομάδα από τη Φρανκφούρτη ότι δύο κλιμάκια του Ευρωπαίου επόπτη θα βρεθούν στην Αθήνα στις αρχές Φεβρουαρίου 2026, προκειμένου να «ξεσκονίσουν» ανά δύο (Εθνική και Eurobank, Πειραιώς και Alpha Bank) τις τράπεζες, εξετάζοντας εις βάθος όλες τις συνιστώσες για τη μελλοντική τους κερδοφορία και την επάρκεια σε κεφάλαια και ρευστότητα, όσο και τα business plans και τους στόχους τους για την τριετία 2026 – 2028.
Η έλευση του SSM στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς και πριν οι τράπεζες ανακοινώσουν τα αποτελέσματα για τη χρήση 2025, θα δώσει λεπτομερέστερη εικόνα και για τη δυναμική τους να αυξήσουν περαιτέρω την πολιτική ανταμοιβής των μετόχων. Ήδη η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank έχουν αφήσει ανοιχτή την προοπτική να διανείμουν άνω του 60% και έως 60%, αντίστοιχα, των καθαρών κερδών του 2025, ενώ και οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες επιδιώκουν να συγκλίνουν με τα payout ratios των ευρωπαϊκών τραπεζών. Με τις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων για το οικονομικό έτος 2025 τέλος Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου του ερχόμενου έτους, και οι τέσσερις τράπεζες θα ανακοινώσουν αναθεωρημένους στόχους για τα κέρδη, τα έσοδα από τόκους και προμήθειες, την πιστωτική επέκταση και τους δείκτες αποδοτικότητάς τους, ενώ η Alpha Bank έχει προαναγγείλει την διενέργεια investor day μέσα στο α΄ τρίμηνο 2026.
Η κίνηση της Alpha Bank εντάσσεται στο πλαίσιο της διεύρυνσης της συνεργασίας της με την UniCredit και με το δεδομένο ότι η συμμετοχή της ιταλικής τράπεζας έχει ήδη αυξηθεί στο 29,794%, όπως ανακοινώθηκε χθες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο CEO της UniCredit, Andrea Orcel έχει δηλώσει ότι στόχος του ιταλικού ομίλου είναι η απόκτηση ποσοστού έως 29,9% στην Alpha Bank εντός του 2025, με την αγορά να προεξοφλεί περαιτέρω κινήσεις το 2026.
Είναι προφανές ότι ο SSM – σε μια εποχή που πανευρωπαϊκά ενθαρρύνονται οι διασυνοριακές συνεργασίες και εξαγορές τραπεζών – έχει έναν λόγο παραπάνω να βάλει στο μικροσκόπιο τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν ξεπεράσει οριστικά την κρίση και κινούνται πλέον με εξωστρέφεια και δυναμισμό για τη μεγέθυνσή τους. Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι ελληνικές τράπεζες (συμπεριλαμβανομένης της Εθνικής, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας για τα επόμενα βήματά της στην ασφαλιστική αγορά, έχοντας κεφαλαιακό απόθεμα 1,9 δις. ευρώ για εξαγορές) έχουν ανοιχθεί σε νέα “μέτωπα” προκειμένου να διαφοροποιήσουν τις πηγές των εσόδων τους, διασφαλίζοντας διατηρήσιμη ανοδική κερδοφορία.
Η Eurobank, μετά την απόκτηση της Ελληνικής Τράπεζας και της ασφαλιστικής CNP, έχει καταστεί ο μεγαλύτερος τραπεζοασφαλιστικός όμιλος στην Κύπρο και με ισολογισμό πλέον, άνω των 100 δισ. ευρώ, είναι ισχυρός περιφερειακός «παίκτης» που στοχεύει στις αγορές της Μέσης Ανατολής, των χωρών του Κόλπου και της Ινδίας και ο μοναδικός ελληνικός τραπεζικός οργανισμός που αναγνωρίζεται ευρέως από την αγορά και τους θεσμικούς φορείς ως συστημικής σημασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Τράπεζα Πειραιώς πραγματοποιεί άνοιγμα εκτός Ελλάδος με το εγχείρημα της νέας ανεξάρτητης ψηφιακής τράπεζας Snappi, ενώ εντός Ελλάδος έχει να υλοποιήσει την ενσωμάτωση της Εθνικής Ασφαλιστικής στον Όμιλό της. Και βεβαίως η Alpha Bank, παράλληλα με την επέκταση της συνεργασίας της με την UniCredit προχωρεί αυτόνομα σε εξαγορές, με πρόσφατη την εξαγορά της AstroBank στην Κύπρο.
Οι διεθνείς δραστηριότητες των ελληνικών τραπεζών θα βρεθούν στην αιχμή του ελέγχου που θα πραγματοποιήσει ο SSM, όπως επίσης και οι λοιπές κινήσεις τους για την μη οργανική τους ανάπτυξη, με έμφαση στις προοπτικές, αλλά και στους κινδύνους και στα κόστη που συνεπάγονται. Ιδιαίτερη έμφαση θα δώσει ο SSM και στο σκέλος των επενδύσεων των τραπεζών στην τεχνολογία για τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και την «απάντηση» στον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τις neobanks και τις fintechs.
Οι παράμετροι της οργανικής ανάπτυξης των ελληνικών τραπεζών θα αποτελέσουν τον βασικό «καμβά» του ελέγχου του SSM. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχεδόν έτοιμους τους προϋπολογισμούς του 2026, με έμφαση στα κομμάτια των εσόδων και της πιστωτικής επέκτασης, και μέχρι το τέλος Νοεμβρίου αναμένεται να ολοκληρώσουν την ενοποίηση μεγεθών εξαγορών τους προκειμένου οι προϋπολογισμοί της επόμενης χρονιάς να εγκριθούν από τα τελευταία διοικητικά συμβούλια του 2025, την εβδομάδα πριν από τις γιορτές. Τα budgets καταρτίζονται με υπολογισμούς των τραπεζών για αύξηση του ΑΕΠ με ρυθμό 2,2% την επόμενη χρονιά, επιτόκια που θα κινηθούν στο 2% και τιμές στο real estate αυξημένες κατά 1,5% – 2%. Οι τράπεζες αναμένουν συνέχεια των υψηλών ρυθμών αύξησης στις χορηγήσεις που, μαζί με την αύξηση των προμηθειών από εργασίες bancassurance, asset και wealth management, θα στηρίξουν τους στόχους για αύξηση των επιτοκιακών εσόδων από το 2026.