Η κούρσα διαδοχής της Κριστίν Λαγκάρντ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 2027 ξεκινά άτυπα, με δύο χώρες που ουδέποτε κατείχαν τη συγκεκριμένη θέση να εμφανίζονται έτοιμες να διεκδικήσουν τον κορυφαίο θεσμό της ευρωζώνης: την Ισπανία και τη Γερμανία. Το ενδιαφέρον για τη διαδοχή δεν είναι μόνο πολιτικό, καθώς αφορά μια από τις ισχυρότερες οικονομικές αρχές στον κόσμο, η οποία μέσα στα επόμενα δύο χρόνια θα προχωρήσει σε βαθύτατο ανασχηματισμό της ηγεσίας της.
Η Μαδρίτη τηρεί σιγή ως προς τον αντικαταστάτη του Λουίς ντε Γκίντος στη θέση του αντιπροέδρου της ΕΚΤ, ο οποίος αποχωρεί τον Ιούνιο. Η απουσία οποιασδήποτε επίσημης τοποθέτησης έχει τροφοδοτήσει εκτεταμένη φημολογία στους κόλπους των αγορών ότι η Ισπανία ίσως στοχεύει στο ύπατο αξίωμα. Σε συνδυασμό με το γεγονός πως η χώρα έχει μείνει για έξι χρόνια χωρίς εκπροσώπηση στο Εκτελεστικό Συμβούλιο, η στάση της γίνεται ακόμη πιο ενδεικτική.
Το επόμενο διάστημα διαμορφώνει ένα σπάνιο παράθυρο ευκαιρίας για τα κράτη-μέλη: το 2025 λήγει η θητεία του ντε Γκίντος, ενώ το 2027 θα ακολουθήσουν τρεις ακόμη κομβικές θέσεις — ο επικεφαλής οικονομολόγος, ο πρόεδρος και ο επικεφαλής του τμήματος αγορών.
Η ισπανική υποψηφιότητα και ο ρόλος του Πάμπλο Ερνάντεθ δε Κος
Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η Ισπανία έχει έναν υποψήφιο με πραγματικά διεθνή βαρύτητα. Πρόκειται για τον Πάμπλο Ερνάντεθ δε Κος, πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ισπανίας και νυν γενικό διευθυντή της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS). Ο δε Κος θεωρείται τεχνοκράτης με ισχυρή επιρροή στους ευρωπαϊκούς κύκλους, «προϊόν» της σχολής του Μάριο Ντράγκι και πρόσωπο που ανέλαβε να αποκαταστήσει τη φήμη της ισπανικής κεντρικής τράπεζας μετά την οικονομική κρίση.
Η ηγεσία του στο Basel Committee for Banking Supervision, όπου υπηρέτησε δύο θητείες, αναγνωρίζεται διεθνώς. Ωστόσο η μετάβαση ενός Ευρωπαίου επικεφαλής από την BIS στην ΕΚΤ ενέχει γεωπολιτικό κόστος: σε περίπτωση που η Ευρώπη χάσει την ηγεσία της BIS, οι ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ ενδέχεται να επιχειρήσουν να περιορίσουν περαιτέρω την ευρωπαϊκή επιρροή στους διεθνείς οικονομικούς θεσμούς. Με το ΔΝΤ, το BCBS και το Financial Stability Board ήδη υπό ευρωπαϊκή ηγεσία, δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι η Ευρώπη ίσως έχει «υπερβολικά» πολλές θέσεις.
Νάγκελ και Κούκιες τα φαβορί της Γερμανίας
Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, δεν έχει ποτέ αναλάβει την προεδρία της ΕΚΤ. Παρά τις δύο αποτυχημένες προσπάθειες από τους Άξελ Βέμπερ και Γενς Βάιντμαν στο παρελθόν, η σημερινή συγκυρία (με την Ευρώπη να βγαίνει από την μεγαλύτερη έξαρση πληθωρισμού εδώ και 50 χρόνια) δημιουργεί ένα περιβάλλον πιο φιλικό προς μια πιο «σκληρή» νομισματική γραμμή.
Ο Γιοακίμ Νάγκελ, σημερινός πρόεδρος της Bundesbank, προβάλλει ως το προφανές φαβορί. Παρά το γεγονός ότι θεωρείται πιο μετριοπαθής από τους προκατόχους του, ο Νάγκελ έχει κατά καιρούς συγκρουστεί με τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, ιδίως για το ζήτημα της κοινής ευρωπαϊκής έκδοσης χρέους για την άμυνα.
Στη γερμανική σκακιέρα υπάρχουν όμως και άλλοι παίκτες. Στους κύκλους του Βερολίνου συζητείται το όνομα του Γεργκ Κούκιες, πρώην υφυπουργού Οικονομικών και γνώριμου προσώπου στις αγορές λόγω της θητείας του στη Goldman Sachs Γερμανίας. Ο Κούκιες συνδυάζει τεχνοκρατική εμπειρία, διεθνή αποδοχή και ισχυρό πολιτικό προφίλ.
Η έκπληξη της Σνάμπελ
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η φήμη ότι η Γερμανία ίσως προωθήσει γυναίκα υποψήφια. Στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης βρίσκεται η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου και επικεφαλής αγορών της ΕΚΤ. Ωστόσο χρειάζεται νομική «φόρμουλα» για να μπορέσει να διεκδικήσει νέα θητεία, ενώ κράτη-μέλη τη θεωρούν υπερβολικά «επιθετική» νομισματικά. Για πολλούς, το Βερολίνο δεν θα ρισκάρει μια τόσο περίπλοκη επιλογή.
Κλάας Κνοτ: Το χαρτί της Ολλανδίας
Αιώνιος διεκδικητής θεωρείται και ο Ολλανδός Κλάας Κνοτ, ο οποίος αποχώρησε φέτος από την προεδρία της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας. Με μακρά τεχνοκρατική διαδρομή, προϋπηρεσία στην κορυφή του Financial Stability Board και στενούς δεσμούς με την κοινότητα των κεντρικών τραπεζιτών, ο Κνοτ θεωρείται ένας υπολογίσιμος «ουδέτερος» υποψήφιος.
Το μειονέκτημά του είναι ότι βρίσκεται προσωρινά εκτός του κέντρου των αποφάσεων, αν και προσπαθεί να παραμείνει ορατός μέσω ρόλων σε θεσμούς όπως ο ESM και μέσω πυκνών δημόσιων παρεμβάσεων.
Με δύο χρόνια μπροστά, τη δύναμη των μεγάλων κρατών να ανταγωνίζονται χωρίς φραγμούς και τις θεσμικές ισορροπίες να αλλάζουν, η τελική επιλογή για την προεδρία της ΕΚΤ διαμορφώνεται σε ένα από τα πιο κρίσιμα «παιχνίδια εξουσίας» της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Η μάχη Ισπανίας–Γερμανίας θα καθορίσει όχι μόνο τη φυσιογνωμία της επόμενης ΕΚΤ, αλλά και την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής σε μια Ευρώπη που προσπαθεί να ξαναβρεί τον ρυθμό της μετά τις κρίσεις.