Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος των ΗΠΑ εισέρχεται σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας, καθώς οι τράπεζες και οι εταιρείες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών διολισθαίνουν προς κρίσιμα τεχνικά επίπεδα που απειλούν να αποσταθεροποιήσουν την ευρύτερη αγορά, καθώς υποχωρούν οι μετοχές τεχνητής νοημοσύνης υπό τον φόβο φούσκας στον τομέα. Η πίεση προέρχεται από δύο βασικές πηγές: την επιδείνωση των πιστωτικών δεικτών, ιδιαίτερα στις εκδόσεις καταναλωτικών δανείων, και την απότομη μείωση των προσδοκιών των traders για επικείμενες μειώσεις επιτοκίων από τη Fed.
Καθώς ο δείκτης KBW Bank και σημαντικά ETF κινούνται προς νέες στηρίξεις, οι επενδυτές αρχίζουν να αμφιβάλλουν για τη δυναμική του χρηματιστηριακού ράλι ως το τέλος του έτους. Την ίδια στιγμή, σήματα κόπωσης εμφανίζονται τόσο στις τράπεζες όσο και στην ιδιωτική πίστη, υποδηλώνοντας μια ευρύτερη δοκιμασία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Παράλληλα η ανησυχία για μια πιθανή φούσκα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης εισβάλλει στις αγορές εταιρικών ομολόγων των ΗΠΑ, προκαλώντας αυξημένη επιφυλακτικότητα μεταξύ των επενδυτών. Οι αποδόσεις σε ομόλογα υψηλής διαβάθμισης αλλά και σε ομόλογα υψηλού ρίσκου (junk bonds) πλησιάζουν τα υψηλότερα επίπεδα εβδομάδων, ενώ η ζήτηση σε νέες εκδόσεις υποχωρεί δραματικά. Στο φόντο αυτό, οι αγορές ομολόγων δείχνουν σημάδια κόπωσης, προειδοποιώντας για πιθανές αναταράξεις στις τράπεζες.
Πίεση στη Wall Street καθώς οι τράπεζες χάνουν στηρίξεις
Οι τραπεζικές και χρηματοοικονομικές μετοχές βρίσκονται ένα βήμα πριν διασπάσουν καθοδικά κρίσιμα επίπεδα στήριξης, στέλνοντας ένα ανησυχητικό μήνυμα προς την υπόλοιπη χρηματιστηριακή αγορά, σημειώνουν αναλυτές στο Bloomberg.
Η αδυναμία του κλάδου, η οποία τροφοδοτείται από έναν συνδυασμό επιδεινούμενων πιστωτικών προβλημάτων και από traders που μειώνουν τα στοιχήματα για μειώσεις επιτοκίων από τη Federal Reserve, απειλεί να πλήξει έναν από τους πυλώνες πάνω στους οποίους στηριζόταν η αναμενόμενη ανοδική πορεία της αγοράς μέχρι το τέλος του έτους. Ο δείκτης KBW Bank έχει υποχωρήσει κατά 4,5% τις τελευταίες πέντε συνεδριάσεις, σημειώνοντας πολύ χειρότερη επίδοση από την πτώση 2,9% του S&P 500 στην ίδια περίοδο, παρά το ενδοημερήσιο άλμα 1,1% της Τρίτης.
«Εάν οι τραπεζικές μετοχές διολισθήσουν ακόμη περισσότερο μέσα στην επόμενη μία ή δύο εβδομάδες, αυτό θα υψώσει μια σοβαρή προειδοποιητική σημαία για αυτή την καίριας σημασίας ομάδα», σημείωσε στο Bloomberg ο Matt Maley, επικεφαλής στρατηγικής της Miller Tabak + Co., σε σημείωμά του προς τους πελάτες.
Το διαπραγματευόμενο ETF State Street SPDR S&P Bank (με σύμβολο KBE) δοκιμάζει τα χαμηλά των 55 δολαρίων σε ένα σχηματισμό «κεφαλής και ώμων», αφήνοντάς το στο «κατώφλι» νέας πτωτικής κίνησης, σύμφωνα με τον Maley. Το ETF έχει απωλέσει σχεδόν 10% από τα μέσα Σεπτεμβρίου, και διαπραγματευόταν στα 55,93 δολάρια στη Νέα Υόρκη την Τρίτη.
Η πίεση στις χρηματοοικονομικές μετοχές αποκαλύπτει «πολλές ρωγμές που αρχίζουν να εμφανίζονται στο ανοδικό αφήγημα της αγοράς», αφού οι προσδοκίες για ισχυρή επίδοση του κλάδου είχαν ενισχυθεί την περίοδο που οι επενδυτές θεωρούσαν δεδομένες τις άμεσες μειώσεις επιτοκίων, προσθέτει ο Maley.
Ο ίδιος προειδοποιεί ότι μια περαιτέρω επιδείνωση των πιστωτικών συνθηκών θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιπλέον μεταβλητότητα στην αγορά. «Αρχίζει να φαίνεται πως ορισμένα από τα ζητήματα που χαρακτηρίζονταν ως ‘μεμονωμένα’ για τις χρηματοοικονομικές εταιρείες… ίσως να μην είναι τόσο ‘ιδιοσυγκρασιακά’ όσο μας έλεγαν πολλοί ειδικοί.»
Οι μετοχές ορισμένων από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εκδότριες πιστωτικών καρτών σημείωσαν νέες απώλειες την Τρίτη, μετά την ανακοίνωση της Capital One Financial Corp. ότι καταγράφει σημαντική αύξηση στις διαγραφές δανείων – την πιο πρόσφατη ένδειξη ότι οι καταναλωτές δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Ο δείκτης καθαρών διαγραφών της Capital One – το ποσοστό των δανείων που εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να εισπράξει – ανήλθε στο 4,77% για το χαρτοφυλάκιο εγχώριων πιστωτικών καρτών τον περασμένο μήνα, αυξημένος κατά 42 μονάδες βάσης σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με τις σχετικές καταχωρίσεις στις ρυθμιστικές αρχές. Αντίστοιχα, η American Express κατέγραψε επιδείνωση των διαγραφών στα καταναλωτικά της προϊόντα κατά 30 μονάδες βάσης, φτάνοντας το 2,2%.
Παράλληλα, η Blue Owl Capital Inc. σημείωσε βουτιά 5,8% τη Δευτέρα – στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2023 – μετά την απόφαση του ομίλου να περιορίσει τις δυνατότητες των επενδυτών να αποσύρουν κεφάλαια από ένα από τα private credit funds του. Η μετοχή ανέκαμψε ελαφρώς την Τρίτη, ενισχυόμενη κατά 0,8%.
Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε ένα ακόμη σημάδι ότι οι πιέσεις στη χρηματοδότηση και στη διαχείριση κινδύνου εντείνονται, επηρεάζοντας όχι μόνο τις τράπεζες αλλά και την ευρύτερη αγορά ιδιωτικής πίστωσης – έναν τομέα που έχει αναπτυχθεί ταχύτατα την τελευταία πενταετία.
Αβεβαιότητα στις αγορές ομολόγων
Η δυστοκία που πλήττει τις χρηματοπιστωτικές αγορές παγκοσμίως επεκτείνεται και στις αγορές πιστωτικών τίτλων. Τα risk premiums για όλα τα ομόλογα, από εταιρικά επενδυτικής διαβάθμισης μέχρι ομόλογα υψηλού ρίσκου, βρίσκονται κοντά στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων εβδομάδων. Τη Δευτέρα, οι επενδυτές απέσυραν περίπου το 40% των παραγγελιών σε αρκετές εκδόσεις εταιρικών ομολόγων μετά την ανακοίνωση της τελικής τιμολόγησης – ένα ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό.
Μια άλλη έκδοση ομολόγων επενδυτικής διαβάθμισης αποσύρθηκε πλήρως από την αγορά την περασμένη εβδομάδα, γεγονός σπάνιο για αυτόν τον τύπο ομολόγων. Στην αγορά δανείων υψηλής μόχλευσης, οι τράπεζες δυσκολεύτηκαν να πουλήσουν ορισμένα χρέη που συνδέονται με εξαγορές.
Οι αγορές πιστωτικών τίτλων δεν βρίσκονται σε πανικό, με τις αποτιμήσεις να παραμένουν κοντά σε πολυετή υψηλά, ωστόσο οι διαχειριστές κεφαλαίων επισημαίνουν αυξανόμενη προσοχή. Ο δείκτης S&P 500 κατευθύνεται για τέταρτη συνεχόμενη ημέρα πτώσης, τη μεγαλύτερη απώλεια από τον Αύγουστο, καταγράφοντας περίπου 3% πτώση από τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας. Οι μετοχές τεχνολογικών εταιρειών, που στήριξαν μεγάλο μέρος των κερδών του 2025, υποχωρούν καθώς οι επενδυτές φοβούνται ότι η τεχνητή νοημοσύνη ενδέχεται να μην ανταποκριθεί πλήρως στον υπερβολικό ενθουσιασμό.
«Υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να προκύψουν προβλήματα ανάπτυξης, τα οποία δεν αντικατοπτρίζονται ακόμη στις αποδόσεις των ομολόγων», ανέφερε ο Brij Khurana, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην Wellington Management Company.
Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί οι επενδυτές γίνονται πιο επιφυλακτικοί. Οι διαχειριστές κεφαλαίων έχουν αποκτήσει μεγάλο όγκο ομολόγων τεχνολογικών εταιρειών τις τελευταίες εβδομάδες: οι εταιρείες-«hyperscalers» έχουν εκδώσει περίπου 121 δισ. δολάρια σε υψηλής ποιότητας ομόλογα σε δολάρια ΗΠΑ φέτος, έναντι μέσου όρου περίπου 28 δισ. τα προηγούμενα πέντε χρόνια, όπως έγραψαν στρατηγικοί αναλυτές της Bank of America. Από αυτά, περίπου 81 δισ. δολάρια προέρχονται από τον Σεπτέμβριο και μετά.
«Αυτό το κύμα προσφοράς είναι μια τάξη μεγέθους μεγαλύτερο από ό,τι έχουμε δει τα προηγούμενα χρόνια», είπε ο Brian Wong, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην Capital Group. «Η αγορά αρχίζει να αμφισβητεί ποιοι θα είναι οι νικητές, ποιοι οι χαμένοι και ποια θα είναι η απόδοση αυτής της επένδυσης.»
Πτώση της ζήτησης στις εκδόσεις ομολόγων – σημάδια ανησυχίας
Η αυξανόμενη επιφυλακτικότητα των διαχειριστών φάνηκε στις εκδόσεις ομολόγων τη Δευτέρα, όταν η Amazon.com Inc. πούλησε 15 δισ. δολάρια σε ομόλογα και συγκέντρωσε περίπου 80 δισ. δολάρια παραγγελίες στο peak. Μόλις ανακοινώθηκαν οι τελικές τιμές, η ζήτηση μειώθηκε σε περίπου 47 δισ. δολάρια, πτώση άνω του 40%. Σε τρεις ακόμη εκδόσεις σημειώθηκε παρόμοια πτώση παραγγελιών.
Άλλα πρώιμα σημάδια φόβου περιλαμβάνουν τα ομόλογα χαμηλότερης πιστοληπτικής διαβάθμισης (CCC), των οποίων οι αποδόσεις ανήλθαν σε 10,38% τη Δευτέρα, στα υψηλότερα επίπεδα από τα τέλη Αυγούστου. Τα risk premiums αυξήθηκαν επίσης στο ευρύτερο εύρος των τελευταίων τριών μηνών. Ο δείκτης Markit CDX North America High Yield, που υποχωρεί όσο αυξάνεται ο κίνδυνος, διαμορφώθηκε στις 106,4 μονάδες, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο.
Ακόμη και με αυτά τα σημάδια αδυναμίας, η μέση διαφορά απόδοσης (spread) σε εταιρικά ομόλογα υψηλής διαβάθμισης των ΗΠΑ ήταν περίπου 0,83 ποσοστιαία μονάδα ή 83 μονάδες βάσης τη Δευτέρα, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Το επίπεδο παραμένει σχετικά χαμηλό – ο μέσος όρος της τελευταίας δεκαετίας είναι 1,17 μονάδα.
Για ορισμένους επενδυτές, αυτό είναι το πρόβλημα: οι αποτιμήσεις των ομολόγων παραμένουν υψηλές για να προσφέρουν ουσιαστικό upside. «Αποδίδουμε τόσο λίγο στο spread που, ειλικρινά, δεν μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα», ανέφερε ο Michael Kelly, επικεφαλής πολυ-περιουσιακών στοιχείων στην PineBridge Investments, σχολιάζοντας τα εταιρικά ομόλογα. «Βρισκόμαστε σε έναν τεχνολογικά ταραχώδη και ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο.»