Τράπεζες: Αγώνας δρόμου στον ψηφιακό “στίβο” των fintech  

Οι τράπεζες, μέσω προγραμμάτων καινοτομίας και συνεργασιών με νεοφυείς επιχειρήσεις, έχουν υιοθετήσει λύσεις του fintech οικοσυστήματος

Οι CEO των Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου, Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς, Eurobank, Φωκίων Καραβίας και Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης © EUROKINISSI/ΙΝΤΙΜΕ/Powergame.gr

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις παραδοσιακές ελληνικές τράπεζες και τις νεοφυείς ψηφιακές τράπεζες αποκτά πλέον πραγματική διάσταση, καθώς η Snappi έκανε το επίσημο ντεμπούτο της στην ελληνική αγορά και η Revolut ετοιμάζεται να εγκαθιδρύσει virtual παρουσία με δικό της κατάστημα στην Αθήνα. Η ενίσχυση αυτού του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στον χώρο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αναμένεται να επιταχύνει τις επενδύσεις των συστημικών τραπεζών σε τεχνολογικά εργαλεία και ψηφιακές δυνατότητες. Σε μεγάλο βαθμό, οι επενδύσεις αυτές θα στοχεύουν στην ενσωμάτωση λειτουργιών παρόμοιων με εκείνες που προσφέρει ήδη η Revolut, η οποία έχει ανεβάσει τον πήχη για τους Έλληνες χρήστες όσον αφορά στην ευκολία, την ταχύτητα και το ευρύ φάσμα υπηρεσιών.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η Eurobank—η οποία έχει ξεκινήσει εδώ και σχεδόν μία δεκαετία να επενδύει συστηματικά στον ψηφιακό μετασχηματισμό της—σκοπεύει να αυξήσει αισθητά τα κονδύλια που διαθέτει για τεχνολογία. Από τα περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ ετησίως που προβλέπονταν μέχρι σήμερα, το ποσό θα φτάσει στα 150 εκατομμύρια για τα επόμενα χρόνια. Η κίνηση αυτή αποτελεί μέρος της συνολικής στρατηγικής της τράπεζας να ανταποκριθεί στη ραγδαία ανάπτυξη της Revolut, ιδιαίτερα στον τομέα των πληρωμών, όπου οι παραδοσιακές τράπεζες χάνουν έδαφος. Μεταξύ άλλων, η Eurobank σχεδιάζει να δαπανήσει 55 εκατομμύρια ευρώ μέσα στην επόμενη τριετία, με αποκλειστικό στόχο να προσφέρει στους πελάτες της αντίστοιχες δυνατότητες με εκείνες της Revolut σε βασικές συναλλαγές και καθημερινές πληρωμές.

Η πίεση που ασκούν οι fintech εταιρείες—οι οποίες λειτουργούν αποκλειστικά μέσω ψηφιακών εφαρμογών και διαδικτυακών υπηρεσιών—είναι πλέον έντονη. Η ευκολία χρήσης, η χαμηλή τιμολόγηση και ο άμεσος τρόπος εξυπηρέτησης τους καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικούς παίκτες για το καταναλωτικό κοινό, ειδικά για τις νεότερες γενιές. Αυτό αναγκάζει τις παραδοσιακές τράπεζες να επιταχύνουν τη μετάβασή τους σε πιο σύγχρονες υποδομές, ώστε να ανταποκριθούν στις υψηλές προσδοκίες των πελατών και ταυτόχρονα να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα της αξιοπιστίας που διαθέτουν ως εποπτευόμενοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Με άλλα λόγια, οι τράπεζες καλούνται να υιοθετήσουν την ευελιξία και τη φρεσκάδα των neobanks, χωρίς όμως να εγκαταλείψουν τη θεσμική τους σοβαρότητα.

Ήδη, η πρόοδος είναι εμφανής. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν αναβαθμίσει σημαντικά τις εφαρμογές mobile banking, προσφέροντας ολοένα πιο αυτοματοποιημένες και φιλικές προς τον χρήστη υπηρεσίες. Παράλληλα, μέσω προγραμμάτων καινοτομίας, συνεργασιών με νεοφυείς επιχειρήσεις και συμμετοχής σε διαγωνισμούς τεχνολογικής ανάπτυξης, έχουν υιοθετήσει λύσεις του fintech οικοσυστήματος, βελτιώνοντας την ταχύτητα και την ποιότητα της εξυπηρέτησης. Οι επενδύσεις αυτές συνοδεύτηκαν και από μειώσεις στο κόστος πολλών βασικών συναλλαγών—σε ορισμένες περιπτώσεις ύστερα από θεσμικές παρεμβάσεις, σε άλλες κατόπιν στρατηγικών αποφάσεων για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.

Το επόμενο στάδιο, ωστόσο, περιλαμβάνει ακόμη πιο στοχευμένη αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, όπως συστήματα προηγμένης τεχνητής νοημοσύνης και σύγχρονα εργαλεία αυτοματοποίησης. Οι τράπεζες επιδιώκουν να ενσωματώσουν στοιχεία του επιχειρησιακού μοντέλου των neobanks, ιδιαίτερα σε διεθνείς υπηρεσίες—όπως οι μετατροπές νομισμάτων και οι διασυνοριακές πληρωμές—όπου οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν σαφές προβάδισμα.

Σε αυτό το δυναμικό περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες παρακολουθούν στενά την εξέλιξη της Snappi, της νέας ψηφιακής τράπεζας που δημιουργήθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς σε συνεργασία με τη Natech. Η Snappi, η οποία διαθέτει ευρωπαϊκή τραπεζική άδεια, έκανε επίσημα την εμφάνισή της τον Σεπτέμβριο και έχει ήδη θέσει φιλόδοξους στόχους ανάπτυξης: 100.000 πελάτες μέχρι το τέλος του 2025 και 1 εκατομμύριο μέχρι το 2027, χρονιά κατά την οποία αναμένεται να «ισοφαρίσει» τα λειτουργικά της έξοδα. Με ελληνικό IBAN, ένταξη στο σύστημα ΔΙΑΣ και υποστήριξη IRIS, οι λογαριασμοί της είναι πλήρως συμβατοί με το εγχώριο οικοσύστημα πληρωμών. Επιπλέον, η Snappi δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ανθρώπινη υποστήριξη, προσφέροντας 24ωρη εξυπηρέτηση χωρίς bots και αυτοματοποιημένα σενάρια, πρακτική σπάνια για τις ευρωπαϊκές neobanks. Με επιτόκιο 3% για καταθέσεις έως 1.000 ευρώ, μηδενικά τέλη και συμμετοχή σε υπηρεσίες τύπου Buy Now – Pay Later, η Snappi επιχειρεί να τοποθετηθεί ως ανταγωνιστική επιλογή για το ελληνικό κοινό.

Εν τω μεταξύ, στην ελληνική αγορά δραστηριοποιούνται και άλλες μεγάλες διεθνείς ψηφιακές τράπεζες, όπως η N26, η Monese και η bunq, με τη Revolut να παραμένει η πιο επιθετική τόσο σε ρυθμούς ανάπτυξης όσο και σε προσφερόμενες δυνατότητες. Με σχεδόν 1,7 εκατομμύρια Έλληνες χρήστες σήμερα και στόχο τους 2 εκατομμύρια μέχρι το 2026, η Revolut φιλοδοξεί να γίνει ο κύριος λογαριασμός των πελατών της στην Ελλάδα. Το άνοιγμα φυσικού καταστήματος αναμένεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την παρουσία της, ενώ μια νέα ομάδα που θα δραστηριοποιείται αποκλειστικά στην Ελλάδα θα αναπτύσσει προϊόντα ειδικά σχεδιασμένα για την εγχώρια αγορά.

Αναδημοσίευση από Απογευματινή