Θέμα ημερών. είναι σύμφωνα με πληροφορίες. η δημοσιοποίηση έκθεσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τα τραπεζικά επιτόκια. Η ανεξάρτητη αρχή ετοιμάζεται να δημοσιοποιήσει έκθεση για τη λειτουργία της τραπεζικής αγοράς και τις αποδόσεις που προσφέρουν οι τράπεζες στους Έλληνες αποταμιευτές.
Πρόκειται για ένα ζήτημα που τους τελευταίους μήνες έχει βρεθεί στο επίκεντρο τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής ατζέντας, με την κοινή γνώμη να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και τους φορείς της αγοράς να προετοιμάζονται για τις επόμενες κινήσεις τους. Ειδικά τα επιτόκια καταθέσεων καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την αξία των αποταμιεύσεων και επηρεάζουν τις επιλογές επένδυσης και οικονομικής στρατηγικής των νοικοκυριών.
Τα πρώτα διαθέσιμα δεδομένα σκιαγραφούν μια εικόνα που κάθε άλλο παρά ευνοϊκή είναι για τους Έλληνες αποταμιευτές. Τα νέα καταθετικά επιτόκια διαμορφώνονται κοντά στο 0,41%, ενώ ακόμη και οι προθεσμιακές καταθέσεις, που παραδοσιακά θεωρούνται το βασικό εργαλείο αποταμίευσης για όσους αναζητούν μεγαλύτερη απόδοση, σπανίως ξεπερνούν το 1%.
Τον Οκτώβριο του 2025, το σταθμισμένο μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 0,32%, με τα επιτόκια για προθεσμιακές καταθέσεις έως ενός έτους να φτάνουν στο 1,14% για τα νοικοκυριά και στο 1,72% για τις επιχειρήσεις.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ακόμα και αυτές οι αποδόσεις δεν καλύπτουν τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα οι καταθέτες να χάνουν ουσιαστικά αγοραστική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι, παρά το γεγονός ότι τα χρήματα παραμένουν ασφαλή στο τραπεζικό σύστημα, η πραγματική αξία τους μειώνεται συνεχώς, καθιστώντας την αποταμίευση λιγότερο ελκυστική.
Η νέα έκθεση δεν θα περιοριστεί στην ελληνική πραγματικότητα. Θα περιλαμβάνει εκτενείς συγκρίσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τόσο ως προς τα επιτόκια καταθέσεων όσο και ως προς τη σχέση τους με τα επιτόκια χορηγήσεων. Η πρόσφατη «χαρτογράφηση» δείχνει ότι σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα επιτόκια ταμιευτηρίου ή απλών καταθέσεων είναι σημαντικά υψηλότερα.
Τον Οκτώβριο του 2025, το επιτόκιο ταμιευτηρίου στην Ελλάδα ήταν μόλις 0,03%, ενώ σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο φτάνει έως 0,52%, στην Αυστρία στο 0,44%, στη Γερμανία στο 0,43% και στη Φινλανδία στο 0,38%, με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών να υπερβαίνει σαφώς τα ελληνικά επίπεδα. Οι συγκρίσεις αυτές ενισχύουν την αίσθηση ότι οι Έλληνες καταθέτες παραμένουν πίσω σε σχέση με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους.
Ένα επιπλέον κρίσιμο στοιχείο είναι η «ψαλίδα» μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτά που πληρώνει ο δανειολήπτης και αυτά που λαμβάνει ο καταθέτης θεωρείται από πολλούς δυσανάλογα μεγάλη στη χώρα μας. Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η στρέβλωση αυτή πλήττει την αποταμίευση, μειώνει τις αποδόσεις των νοικοκυριών και δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου ο ανταγωνισμός φαίνεται να υποχωρεί.
Στην Ελλάδα, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο νέων δανείων φτάνει περίπου το 4,45%, ενώ τα επιτόκια νέων καταθέσεων κυμαίνονται μεταξύ 0,32% και 0,41%. Η διαφορά αυτή, περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες, υπογραμμίζει ότι οι τράπεζες διατηρούν σημαντικό περιθώριο κέρδους, με περιορισμένα οφέλη για τον απλό καταθέτη.
Η δημοσιοποίηση των συγκριτικών στοιχείων αναμένεται να λειτουργήσει ως βασικό «καύσιμο» στη δημόσια συζήτηση. Αν οι αποκλίσεις αποδειχθούν μεγάλες, η αντιπαράθεση θα μεταφερθεί αναπόφευκτα στο πολιτικό πεδίο. Τράπεζες, κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα αρχίσουν να διαμορφώνουν τις θέσεις τους, ενώ οι καταναλωτικές οργανώσεις θα αξιοποιήσουν τα ευρήματα για να ασκήσουν πίεση προς μια πιο δίκαιη κατανομή των αποδόσεων.
Πέρα από την πολιτική διάσταση, η έκθεση αναμένεται να επηρεάσει τη συμπεριφορά των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η χαμηλή απόδοση των καταθέσεων, που δεν καλύπτει ούτε τον πληθωρισμό, έχει οδηγήσει πολλούς αποταμιευτές να στραφούν σε αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστικά προϊόντα και άλλες μορφές επένδυσης, αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις.
Ωστόσο, η πλειονότητα εξακολουθεί να διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων της στο τραπεζικό σύστημα, προσδοκώντας ότι οι αποδόσεις θα ευθυγραμμιστούν κάποια στιγμή με τα ευρωπαϊκά επίπεδα.