Πώς οι ελληνικές τράπεζες έσβησαν τα κόκκινα δάνεια

Μόλις στα 5,2 δισ. ευρώ τα κόκκινα δάνεια των συστημικών τραπεζών, το ιστορικό χαμηλό και τα επόμενα βήματα

Κόκκινα δάνεια ©123rf

Οι ελληνικές τράπεζες καταγράφουν σήμερα το χαμηλότερο ποσοστό στα κόκκινα δάνεια από την είσοδο της χώρας στο ευρώ, εμφανίζοντας παράλληλα καλύτερες επιδόσεις από τις τράπεζες της Ευρωζώνης ως προς τον σχηματισμό νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Έξι χρόνια μετά την ψήφιση του προγράμματος «Ηρακλής» από τη Βουλή, τον Δεκέμβριο του 2019, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος έχει αποδειχθεί καθοριστική. Τα αποτελέσματά της άλλαξαν ριζικά την εικόνα των ελληνικών τραπεζών, συνέβαλαν στην επαναφορά της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα και ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη απέναντι στην ελληνική οικονομία και το χρηματοπιστωτικό της σύστημα.

Ως συνέπεια αυτής της πορείας, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας, με το 2025 να χαρακτηρίζεται ως χρονιά – ορόσημο και τους διεθνείς οίκους να προεξοφλούν τη συνέχιση της θετικής δυναμικής και το 2026.

Ριζική μείωση των κόκκινων δανείων στις τράπεζες

Τα στοιχεία εννεαμήνου για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες δείχνουν ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα σε επίπεδο ομίλων έχουν περιοριστεί στα 5,2 δισ. ευρώ, όταν το 2019 ανέρχονταν σε 70,46 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας τότε περίπου το 45% του συνόλου των δανείων.

Παρά τις διαδοχικές κρίσεις και το επιβαρυμένο διεθνές περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να μειώνουν τα προβληματικά τους ανοίγματα και να εμφανίζουν χαμηλούς -και διαρκώς βελτιούμενους- δείκτες κινδύνου για τη δημιουργία νέων καθυστερήσεων, σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες, ιδίως μεγάλων οικονομιών, όπου παρατηρείται επιδείνωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων.

Οι εξελίξεις αυτές, ωστόσο, δεν αναιρούν την επόμενη μεγάλη πρόκληση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά τον «Ηρακλή»: την ουσιαστική εκκαθάριση των κόκκινων δανείων και από την πραγματική οικονομία. Το έργο αυτό αφορά κυρίως στους servicers και, σε δεύτερο χρόνο, τις ίδιες τις τράπεζες, με στόχο την επαναφορά βιώσιμων δανειοληπτών στο τραπεζικό σύστημα. Ακολουθούν οι επιδόσεις ανά τράπεζα:

  • Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2025 η Εθνική Τράπεζα εμφάνιζε μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μόλις 0,9 δισ. ευρώ σε επίπεδο ομίλου, με τον δείκτη ΜΕΑ να διαμορφώνεται στο 2,5%.
  • Στο ίδιο επίπεδο κινήθηκε και η Τράπεζα Πειραιώς, με δείκτη 2,5% και μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 1,1 δισ. ευρώ.
  • Η Eurobank κατέγραψε δείκτη ΜΕΑ 2,8%, με προβληματικά ανοίγματα 1,5 δισ. ευρώ, ενώ
  • στην Alpha Bank ο αντίστοιχος δείκτης ανήλθε σε 3,5%, με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα 1,7 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με την ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, βάσει στοιχείων τέλους α΄ εξαμήνου 2025, το συνολικό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ατομική βάση διαμορφώθηκε στα 5,8 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 2,4% σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2024. Η μείωση αυτή αποδίδεται κυρίως σε εισπράξεις, πωλήσεις και διαγραφές δανείων. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων υποχώρησε στο 3,6% τον Ιούνιο του 2025, από 3,8% στο τέλος του 2024, πλησιάζοντας αισθητά τον μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών της Τραπεζικής Ένωσης, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 2,2%.

Ανάλογη βελτίωση καταγράφηκε και στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες, όπου ο δείκτης ΜΕΔ περιορίστηκε στο 5,9% τον Ιούνιο του 2025. Συνολικά, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του Μαρτίου 2016 φτάνει πλέον το 94,5%, ήτοι περίπου 101,4 δισ. ευρώ.

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, η υποχώρηση των προβληματικών δανείων καταγράφηκε σε όλα τα χαρτοφυλάκια, με τη μεγαλύτερη συμβολή να προέρχεται από τα επιχειρηματικά δάνεια. Ειδικότερα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 3,4% ή 124 εκατ. ευρώ, με τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση να αφορά στα δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων (-6,8% ή 82 εκατ. ευρώ) και ακολούθως εκείνα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (-3,9% ή 56 εκατ. ευρώ).

Τέλος, ο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από συσσωρευμένες προβλέψεις ενισχύθηκε σημαντικά, φτάνοντας τον Ιούνιο του 2025 στο 41,6%, με τις συνολικές προβλέψεις να ανέρχονται σε 2,4 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα ο βαθμός κάλυψης των ΜΕΔ στην Ελλάδα να ξεπερνά πλέον τον μέσο όρο των μεγάλων τραπεζών της Ευρωζώνης, ενισχύοντας περαιτέρω τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

Αναδημοσίευση από Απογευματινή