Στην έβδομη μείωση επιτοκίων μετά τον Ιούνιο του 2024 προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΕΚΤ, με το επιτόκιο καταθέσεων να μειώνεται κατά 0,25 μονάδες βάσης στο 2,25%, όπως ανέμεναν οι περισσότεροι αναλυτές, καθώς οι ανατροπές στο παγκόσμιο εμπόριο που έφερε η κυβέρνηση Τραμπ στο τερέν των δασμών δημιουργούν μια διπλή πρόκληση στην ευρωζώνη για την οικονομία αλλά και για τις τράπεζες.
Πώς θα ανταποκριθεί: α) στην άνοδο του ευρώ που ενισχύεται -περισσότερο εξ αντανακλάσεων λόγω της πτώσης του δολαρίου- απλώνοντας τις αποπληθωριστικές τάσεις και β) στην πίεση που συνεχίζει να δέχεται η οικονομική ανάπτυξη, οδηγώντας σε «προληπτικές» κινήσεις, όπως αναμένεται να υπογραμμίσει η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη Τύπου η οποία ακολουθεί πάντα μετά τις ανακοινώσεις για τα επιτόκια.
Μετά τη συνεδρίαση του Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΕΚΤ, φαινόταν έτοιμη να κάνει μια παύση στην πορεία της νομισματικής πολιτικής με τις διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων, έξι κατά σειρά. Ωστόσο, η μάχη των δασμών, σε συνδυασμό με την άνοδο του ευρώ και την αδυναμία της ευρωοικονομίας, δείχνει πως το πιθανότερο είναι, όπως λένε οι περισσότροι αναλυτές, να προχωρήσει η ΕΚΤ στην έβδομη κατά σειρά μείωση επιτοκίων από τον Ιούνιο, κατεβάζοντας το κόστος δανεισμού.
Τον Μάρτιο είχε προχωρήσει στην έκτη μείωση των επιτοκίων της από τον Ιούνιο και πέμπτη διαδοχική από τον Σεπτέμβριο με ακόμα μία κίνηση 25 μονάδων βάσης (0,25%), όπως ήταν ευρέως αναμενόμενο, που οδήγησε το επιτόκιο καταθέσεων της ευρωτράπεζας στο 2,5%. Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ επισήμαναν μεταξύ άλλων ότι η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού βρίσκεται σε καλό δρόμο και ότι οι πιο πρόσφατες προβολές συμβαδίζουν με τις προηγούμενες προοπτικές.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι εμπειρογνώμονες της τράπεζας αναθεώρησαν ξανά προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη -σε 0,9% για το 2025, 1,2% για το 2026 και σε 1,3% για το 2027.
Αυτά έγιναν τον τελευταίο μήνα, πριν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοινώσει το τσουνάμι των δασμών και την ένταση που προκάλεσε στο μέτωπο του εμπορικού πολέμου και τις δηλώσεις ΗΠΑ-Κίνας-Ε.Ε., που άναψαν τα αίματα στην εμπορική διαμάχη.
Τον Μάρτιο τα επιτόκια έδειχναν να βρίσκονται στο άνω άκρο του εύρους που θεωρείται «ουδέτερο», μια ανάπαυλα από την ΕΚΤ έμοιαζε λογική -ιδιαίτερα δεδομένης της «ευρω-ευφορίας» που προκάλεσε η αλλαγή πορείας στη δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας και η πρόθεση της Ευρώπης να αυξήσει τις δαπάνες για άμυνα και ασφάλεια, γεγονός που είχε βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της ευρωζώνης. Ωστόσο, από την «Ημέρα της Απελευθέρωσης», ημέρα ανακοίνωσης των δασμών Τραμπ, και έπειτα, η παύση δεν είναι πλέον επιλογή της ΕΚΤ, εκτιμούν οι περισσότεροι αναλυτές .
Οι δασμοί που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Ε.Ε. και σε πολλές άλλες χώρες έχουν επαναφέρει ανησυχίες για την ανάπτυξη της ευρωζώνης, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Η ενίσχυση του ευρώ σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών της ενέργειας προσθέτουν αποπληθωριστικές πιέσεις, τις οποίες εντείνουν οι τρέχουσες εμπορικές εντάσεις. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ -που πριν από λίγες εβδομάδες έδειχνε διστακτική ανάμεσα σε μια παύση ή μια νέα μείωση- αναγκάζεται να συνεχίσει τον κύκλο χαλάρωσης αυτήν την εβδομάδα, λένε οι αναλυτές της ING.
Επίθεση Τραμπ στον Πάουελ της Fed για να μειώσει τα επιτόκια
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε την Πέμπτη ότι η αποπομπή του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed), Τζερόμ Πάουελ, «δεν μπορεί να έρθει αρκετά γρήγορα», ενώ επανέλαβε την έκκλησή του προς την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να μειώσει τα επιτόκια.
Ο Τραμπ, με ανάρτησή του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Truth Social, επανέλαβε τη θέση του υπέρ της μείωσης των επιτοκίων, δηλώνοντας πως ο Πάουελ «θα έπρεπε να είχε μειώσει τα επιτόκια, όπως έκανε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εδώ και καιρό, αλλά οπωσδήποτε πρέπει να τα μειώσει τώρα».
Το βασικό επιτόκιο της Fed βρίσκεται επί του παρόντος στο εύρος 4,25%-4,50%, όπου διατηρείται από τον Δεκέμβριο, έπειτα από αρκετές μειώσεις στα τέλη του περασμένου έτους.
Οι δηλώσεις του Τραμπ ήρθαν μία ημέρα μετά την ομιλία του Πάουελ στη Λέσχη Οικονομικών του Σικάγο, όπου ο πρόεδρος της Fed τόνισε ότι «η ανεξαρτησία της Fed είναι ευρέως κατανοητή και υποστηρίζεται στην Ουάσιγκτον και στο Κογκρέσο, όπου πραγματικά έχει σημασία».
Στην ανάρτησή του, ο Τραμπ χαρακτήρισε τον Πάουελ «πάντα καθυστερημένο και λανθασμένο» και επέκρινε την ομιλία του της Τετάρτης, αποκαλώντας την «άλλο ένα, και τυπικό, απόλυτο χάος!».
Δύο μεγάλες προκλήσεις για την ΕΚΤ
Όπως και τον Οκτώβριο, η μείωση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «προληπτική» -μια μείωση που δεν μπορεί να βλάψει- ενώ η αδράνεια θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη βούληση της ΕΚΤ να στηρίξει την ανάπτυξη και ίσως οδηγούσε σε περαιτέρω αδικαιολόγητη ενίσχυση του ευρώ. Σε περίπτωση που διέφυγε της προσοχής, η σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της νομισματικής ένωσης, προσθέτουν οι ίδιοι αναλυτές.
Με τη νέα μείωση η ΕΚΤ θα χρειαστεί επίσης να αλλάξει ρητορική. Αντί για τη δήλωση πως «η νομισματική πολιτική γίνεται αισθητά λιγότερο περιοριστική», είναι πιθανό να επισημάνει ότι με το επιτόκιο καταθέσεων στο 2,25%, αυτό πλέον βρίσκεται εντός του ουδέτερου εύρους.
Κοιτώντας μπροστά, η ΕΚΤ καλείται να διαχειριστεί τουλάχιστον δύο μεγάλες προκλήσεις: οι συνεχιζόμενες εμπορικές εντάσεις και το υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας στο πεδίο της ανάπτυξης ενδέχεται να την οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις των επιτοκίων απ’ όσες είναι έτοιμη να παραδεχτεί σήμερα. Την ίδια ώρα, η ενίσχυση του ευρώ όχι μόνο έναντι του δολαρίου, αλλά και άλλων νομισμάτων, θα ασκήσει περαιτέρω αποπληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές.
Η προληπτική αντιμετώπιση αυτών των πιέσεων ίσως οδηγήσει την ΕΚΤ να ανοίξει τουλάχιστον λεκτικά την πόρτα σε ακόμη πιο επεκτατική νομισματική πολιτική.
Στρατηγικοί αναλυτές των μεγαλύτερων τραπεζών της Wall Street (όπως η JPMorgan, Goldman Sachs κ.ά.), βλέπουν περαιτέρω περιθώριο αδυναμίας για το δολάριο και εξ αντανακλάσεως ανόδου του ευρώ, καθώς οι συνέπειες της επιβολής των δασμών από τον Τραμπ αρχίζουν να διαχέονται στην οικονομία και τις αγορές.
«Αν οι δασμοί πιέσουν τα περιθώρια κέρδους των αμερικανικών εταιρειών και τα πραγματικά εισοδήματα των καταναλωτών, όπως πιστεύουμε ότι θα συμβεί, τότε μπορεί να πλήξουν αυτήν την αίσθηση αμερικανικής “εξαίρεσης” και να κλονίσουν το βασικό θεμέλιο της ισχύος του δολαρίου», τονίζουν. Η ζήτηση για αντιστάθμιση κινδύνου απέναντι σε πιθανή υποχώρηση του δολαρίου έχει εκτιναχθεί σε υψηλό πενταετίας, καθώς η πολιτική δασμών της κυβέρνησης Τραμπ απειλεί να υπονομεύσει τη δυναμική της αμερικανικής οικονομίας.
Το δύσκολο παιχνίδι με τους δασμούς
Η νέα τάξη πραγμάτων στο παγκόσμιο εμπόριο που προωθεί η Αμερική έχει μεταβάλει τις μακροοικονομικές προοπτικές, με βάση τις οποίες λαμβάνονται οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής, κυρίως οι προοπτικές για την ανάπτυξη. H EKT προέβλεπε στις αρχές του Μαρτίου, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τον αντίκτυπο από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, μία αναιμική ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης, της τάξης του 0,9%.
Μετά την ανακοίνωση των ανταποδοτικών δασμών, ύψους 20% για τις περισσότερες εισαγωγές από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι προοπτικές για την ανάπτυξη επιδεινώθηκαν, παρά τη μείωσή τους στη συνέχεια στο 10% για ένα διάστημα 90 ημερών. Και αυτό γιατί μπορεί ο σκοπός να είναι η επίτευξη μιας συμφωνίας μέσα από διαπραγματεύσεις των εμπορικών αξιωματούχων της Ε.Ε. με τους Αμερικανούς ομολόγους τους, αλλά το ποιο θα είναι το αποτέλεσμά τους δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Γι’ αυτό, άλλωστε, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε την Πέμπτη ότι τα αντίμετρα της Ε.Ε. θα ξεκινήσουν να ισχύουν, αν οι διαπραγματεύσεις δεν είναι ικανοποιητικές, προσθέτοντας ότι «όλες οι επιλογές παραμένουν στο τραπέζι».
Οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ έχουν επηρεαστεί αρνητικά, καθώς ισχύουν ήδη οι ελάχιστοι δασμοί 10%, όπως και οι κλαδικοί δασμοί 25% που είχαν ανακοινωθεί τον προηγούμενο μήνα για τον χάλυβα, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα. Το τοπίο, επομένως, για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είναι ήδη πολύ διαφορετικό σε σχέση με το προηγούμενο εμπορικό καθεστώς.
Επιπλέον, η αβεβαιότητα για την εμπορική πολιτική κλονίζει το επιχειρηματικό κλίμα και οδηγεί σε αναστολή επενδύσεων, έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο με τους δασμούς.