Στα 5,1 δισ. ευρώ έχει μειωθεί το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα του α’ τριμήνου 2025, με τους δείκτες NPE να διατηρούνται σε επίπεδα από 2,6% έως 3,8%. Πρόκειται για επίπεδα «κόκκινων» δανείων και αντίστοιχων δεικτών, που απέχουν έτη φωτός από το αρνητικό υψηλό των 107,2 δισ. ευρώ, που είχαν βρεθεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τον Μάρτιο του 2016, όταν πάνω από το ήμισυ των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών ήταν στο «κόκκινο».
Η απόσταση που χωρίζει το σήμερα από το χθες είναι μακρινή ακόμη και σε σχέση με το 2019, όταν ο «Ηρακλής» ανέλαβε να καθαρίσει «κόκκινα» δάνεια ύψους 75 δισ. ευρώ, τα οποία αντιστοιχούσαν στο 45% των συνολικών χορηγήσεων των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών. Ο «Ηρακλής ΙΙΙ», πλέον, υποδέχεται τα εναπομείναντα «κόκκινα» χαρτοφυλάκια (σ.σ. χθες η Εθνική Τράπεζα ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της συναλλαγής «Frontier ΙΙΙ», κατόπιν λήψης της εγγύησης από το Ελληνικό Δημόσιο για τις ομολογίες υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας της τιτλοποίησης που εντάχθηκε στον «Ηρακλή ΙΙΙ»), συμβάλλοντας καταλυτικά και στην εξυγίανση της Attica Bank για τη δημιουργία του πέμπτου τραπεζικού πόλου.
Σημειώνεται ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τραπεζικό σύστημα είναι πλέον χαμηλότερα από τα χαμηλότερα επίπεδα προ κρίσης, συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2007, όταν ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων βρισκόταν στο 5,2%. Τότε, δε, δεν υπήρχε ακόμη ο αυστηρότερος κανονισμός για τον ορισμό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), με τον οποίο στα «κόκκινα» δάνεια εμπίπτουν όσα βρίσκονται σε καθυστέρηση πληρωμής άνω των 30 ημερών και ως «κόκκινα» δάνεια λογίζονταν όσα ήταν σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.
Πάντως, το μέγα ζητούμενο είναι τα «κόκκινα» δάνεια να βγουν και από την πραγματική οικονομία, όσο θα ρυθμίζονται και θα εξυγιαίνονται από τις εταιρείες διαχείρισης. Στα χέρια των τελευταίων βρίσκονται συνολικά «κόκκινα» δάνεια 70 δισ. ευρώ, με το 90% αυτών να τα διαχειρίζονται οι Intrum, DoValue, Cepal και Qquant.
Η μείωση των «κόκκινων» δανείων έχει αποδεσμεύσει σημαντικά κεφάλαια που κρατούσαν οι τράπεζες ως προβλέψεις για επισφάλειες, με αποτέλεσμα το κόστος πιστωτικού κινδύνου για τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες να έχει μειωθεί στο τέλος του α’ τριμήνου 2025 κατακόρυφα και να διαμορφώνεται από 59 έως και 35 μονάδες βάσης.
Με βάση όσα ανακοίνωσαν οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους:
- Στην Εθνική Τράπεζα ο δείκτης ΜΕΑ διαμορφώθηκε σε 2,6%, ενώ οι δείκτες κάλυψης από σωρευμένες προβλέψεις είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις μειώθηκαν περαιτέρω, ανερχόμενες σε 39 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο 2025 (45 εκατ. το δ’ τρίμηνο 2024), με το κόστος πιστωτικού κινδύνου να διαμορφώνεται στις 45 μονάδες βάσης. Η περαιτέρω μείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου ήταν αποτέλεσμα της απουσίας νέων ροών μη εξυπηρετούμενων δανείων, με τα υπόλοιπα ΜΕΑ σε επίπεδο Ομίλου να παραμένουν κάτω από 1 δισ. ευρώ.
- Στην Τράπεζα Πειραιώς ο δείκτης NPE παρέμεινε στο επίπεδο του προηγούμενο τριμήνου, στο 2,6%, σε σύγκριση με 3,5% ένα χρόνο πριν, εξαιτίας της οργανικής βελτίωσης των NPEs, με την κάλυψη NPE να αυξάνεται στο 64%, ενισχυμένη κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως. Τα NPE του Ομίλου διαμορφώθηκαν σε 1,1 δισ. στο τέλος Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 1,3 δισ. έναν χρόνο πριν. Το α’ τρίμηνο 2025 οι προβλέψεις δανείων, εξαιρουμένων προμηθειών εξυπηρέτησης NPE και δαπανών συνθετικών τιτλοποιήσεων παρέμειναν στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο των 15 εκατ. ευρώ, σταθερές σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά και με έναν χρόνο πριν, συνέπεια της συνετής οργανικής διαχείρισης NPE. Το οργανικό κόστος κινδύνου επί των καθαρών δανείων συμπεριλαμβανομένων προμηθειών διαχείρισης NPE, διαμορφώθηκε στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο των 35 μ.β. το α’ τρίμηνο 2025, από 41 μ.β. το προηγούμενο τρίμηνο και 51 μ.β. έναν χρόνο πριν.
- Στη Eurobank ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) διαμορφώθηκε σε 2,9% και η κάλυψή τους από τις σωρευτικές προβλέψεις σε 89,1%. Σε επίπεδο Ομίλου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια διαμορφώνονται σε 1,5 δισ. ευρώ. Οι προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων αυξήθηκαν έναντι του α’ τριμήνου 2024 κατά 7,5% σε 76 εκατ. ευρώ και αντιστοιχούσαν σε 59 μονάδες βάσης επί των μέσων χορηγήσεων.
- Στην Alpha Bank ο δείκτης NPE παρέμεινε αμετάβλητος σε τριμηνιαία βάση, σε 3,8%, με τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα να διαμορφώνονται σε 1,5 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο Ομίλου, ο δείκτης κάλυψης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε σε 50%. Το κόστος πιστωτικού κινδύνου διαμορφώθηκε σε 53 μονάδες βάσης.