Η ακτινογραφία των κόκκινων δανείων των τραπεζών

Στο τέλος του 2024 το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε υποχωρήσει σε 6 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 39,8%

Κόκκινα δάνεια ©123rf

Μεγάλο συμμάζεμα στα «κόκκινα» δανειακά τους χαρτοφυλάκια έχουν επιτύχει οι ελληνικές τράπεζες, φέρνοντας το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδα χαμηλότερα, όχι μόνο προ κρίσης, αλλά και από την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Στο τέλος του 2024 το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε υποχωρήσει σε 6 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 39,8% ή 3,9 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2023 (9,9 δισ. ευρώ) και σε 6,5 δισ. ευρώ (σε ενοποιημένη βάση), παρουσιάζοντας μείωση κατά 35,9% ή 3,7 δισ. ευρώ, από 10,2 δισ. ευρώ το 2023, όπως καταγράφουν τα στοιχεία της ΤτΕ . Με βάση τα αποτελέσματα α’ τριμήνου από τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες, τα «κόκκινα» δάνεια μειώθηκαν σε 5,1 δισ. ευρώ, με τον μέσο όρο του δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) να έχει υποχωρήσει στο 2,9%.

Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν επιτύχει μέχρι το τέλος του 2024 οι ελληνικές τράπεζες φτάνει στο δυσθεώρητο 94,4% ή 101,2 δισ. ευρώ, σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδο  που είχε καταγραφεί τον Μάρτιο του 2016. Η μείωση αυτή υλοποιήθηκε ουσιαστικά από το 2020, όταν η κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε με τις Βρυξέλλες και ενεργοποίησε το σχήμα προστασίας ενεργητικού «Ηρακλής». Η περαιτέρω βελτίωση των ΜΕΔ το 2024 οφείλεται κυρίως στη διενέργεια συναλλαγών τιτλοποίησης ΜΕΔ για χαρτοφυλάκια ύψους 3,7 δισ. ευρώ της Τράπεζας Αττικής και της Παγκρήτιας Τράπεζας (μετά τη συγχώνευσή τους), τα οποία συμπεριέλαβε ο «Ηρακλής». Σημειώνεται ότι με στοιχεία Δεκεμβρίου 2024 το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ που είναι ενταγμένο στο πρόγραμμα «Ηρακλής» ανέρχεται σε 40,7 δισ. ευρώ (από 42,8 δισ. τον Δεκέμβριο του 2023), ενώ το ύψος των χορηγηθεισών εγγυήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται πλέον σε 15,7 δισ. ευρώ .

Στο τέλος Δεκεμβρίο ο δείκτης ΜΕΔ για το σύνολο των ελληνικών τραπεζών είχε μειωθεί στο 3,8% έναντι 6,7% το 2023 και 2,3% στην Ευρωζώνη. Στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων υποχώρησε σε 6,1% τον Δεκέμβριο του 2024, από 37,6% τον Δεκέμβριο του 2023.

Από τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ που καταγράφηκε σε όλα τα δανειακά χαρτοφυλάκια το 2024 η σημαντικότερη σημειώθηκε στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο (-46,6%, ή 3,16 δισ. ευρώ σε απόλυτα νούμερα) και συγκεκριμένα στα δάνεια ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (-63,3%), ενώ άξια αναφοράς είναι και η μείωση στα ναυτιλιακά δάνεια (-46,1%) και στα δάνεια προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (-41,3%). Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι 33,6% των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αβέβαιης είσπραξης (σ.σ. σε καθυστέρηση πληρωμής έως 30 ημέρες), 40% είναι ανοίγματα σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και 26,4% απαιτήσεις που έχουν καταγγελθεί (σ.σ. απλήρωτες για πάνω από 2 χρόνια). Το σύνολο των ρυθμισμένων δανείων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες ανέρχεται σε 5,5 δισ. ευρώ, ενώ το 10,3% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.

«Κόκκινα» δάνεια των τραπεζών βρίσκονται και υπό την διαχείριση των servicers. Τα δάνεια αυτά ανέρχονταν σε 15,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024, μειωμένα κατά 2,9 δισ. ευρώ (2023: 18,7 δισ. ευρώ), κυρίως λόγω ενεργειών διαχείρισης και πώλησης χαρτοφυλακίων σε αγοραστές πιστώσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του χαρτοφυλακίου που διαχειρίζονται οι εταιρείες διαχείρισης για λογαριασμό τραπεζών αποτελεί το χαρτοφυλάκιο στεγαστικής πίστης (46%), ενώ ακολουθούν το χαρτοφυλάκιο επιχειρηματικής πίστης (45%) και το χαρτοφυλάκιο καταναλωτικής πίστης (9%). Το 2024 οι αποπληρωμές και ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων αναφορικά με τα ανοίγματα που διαχειρίζονται οι servicers για λογαριασμό τραπεζών διαμορφώθηκαν σε 1,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,5 δισ. ήταν αποπληρωμές και 0,1 δισ. ρευστοποιήσεις υφιστάμενων εξασφαλίσεων.

Σημειώνεται ότι το μεγάλο στοίχημα παραμένει η έξοδος από την οικονομία των «κόκκινων» δανείων που δεν βρίσκονται πια στους ισολογισμούς των τραπεζών, καθώς έχουν αγοραστεί από funds, που με τη σειρά τους έχουν αναθέσει τη διαχείριση των δανείων αυτών στους servicers. Πρόκειται για δάνεια 71,6 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 82% των υπό διαχείριση ανοιγμάτων, ύψους 87,4 δισ. ευρώ που διαχειρίζονταν οι servicers στο τέλος του 2024 (σ.σ. το υπόλοιπο 18% ή 15,8 δισ. ευρώ αφορά σε δάνεια που διαχειρίζονται για λογαριασμό των τραπεζών).