Με υπερβάλλουσα ρευστότητα, που αναζητεί δανειολήπτες, για να διοχετευτεί στην πραγματική οικονομία, βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες. Με το α’ εξάμηνο του 2025 να οδεύει στο κλείσιμό του, οι ελληνικές τράπεζες εκτιμούν ότι θα επιτύχουν φέτος πιστωτική επέκταση 8 – 10 δισ. ευρώ, τη στιγμή που διαθέτουν υπερπλεόνασμα ρευστότητας, για να χρησιμοποιηθεί σε νέες χρηματοδοτήσεις. Τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ για τον Απρίλιο 2025 δείχνουν ότι το σύνολο των καταθέσεων των τραπεζών ανέρχεται σε 205,943 δισ. ευρώ, με τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) στα 198,367 δισ. ευρώ και από την άλλη πλευρά, το σύνολο των δανείων σε 158,978 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 124,106 δισ. είναι τα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Από τα μεγέθη αυτά προκύπτει ότι οι τράπεζες έχουν στα ταμεία τους πλεόνασμα ρευστότητας 74,261 δισ. από τη διαφορά καταθέσεων – δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα. Η ζυγαριά που γέρνει σημαντικά προς την πλευρά της ρευστότητας αποτυπώνεται και στον λόγο δανείων προς καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ο οποίος ενισχύθηκε τον Δεκέμβριο του 2024 στο 60,6% από 58,8% τον Δεκέμβριο του 2023. Ο συγκεκριμένος δείκτης είναι χαμηλότερος κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των τραπεζών της Ευρωζώνης, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 2024 ανερχόταν σε 100,4%.
Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο powergame.gr, οι τράπεζες θέλουν διακαώς να δώσουν περισσότερα δάνεια, ωστόσο δεν υπάρχει αντίστοιχη ζήτηση. Από τις επιμέρους κατηγορίες δανείων, τα δάνεια αυτοκινήτου τρέχουν με υψηλές ταχύτητες και πλησιάζουν τα προ κρίσης επίπεδα, ενώ πολύ καλά πηγαίνουν και τα προσωπικά δάνεια. Μέτρια είναι η κατάσταση της πιστωτικής επέκτασης στη στεγαστική πίστη, καθώς οι αποπληρωμές παλαιότερων δανείων, της περιόδου 2006 – 2010, υπερσκελίζουν τις νέες χορηγήσεις.
Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά, μόνο το 2007 οι τράπεζες έδωσαν στεγαστικά δάνεια 12 δισ. ευρώ και οι αποπληρωμές τους μόνο για φέτος ανέρχονται σε 600 – 700 εκατ. ευρώ. Την κατάσταση αυτή δεν μπορούν να σώσουν οι νέες εκταμιεύσεις, που για φέτος υπολογίζονται κοντά στα 2 δισ. ευρώ, ενώ το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες, που είχαν δημιουργηθεί για την αύξηση της στεγαστικής πιστωτικής επέκτασης, λόγω της έλλειψης προσφοράς ακινήτων, αλλά και της μεγάλης αύξησης στις τιμές πώλησης των διαθέσιμων.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι οι τιμές των ακινήτων έχουν εξακοντιστεί και ο μέσος μισθός παραμένει κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα, λειτουργεί ανασταλτικά για τη λήψη στεγαστικού δανείου. Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ, την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός (σ.σ. το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού και των φόρων από τον ονομαστικό μισθό) στη χώρα μας μειώθηκε κατά 32,8%. Την περίοδο 2019-2024 η μείωση διαμορφώθηκε στο 1,1%, παρά την αύξηση του μέσου ετήσιου πραγματικού μισθού κατά 2,9% τη διετία 2023-2024.
Συνεχίζοντας την περιγραφή της εικόνας της αγοράς και στα επιχειρηματικά δάνεια, οι τραπεζίτες αναφέρουν ότι οι μικρές επιχειρήσεις θέλουν να δανείζονται μόνο εφόσον μπορούν να ενταχθούν σε προγράμματα που προσφέρουν επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση είναι στα δάνεια των μεγάλων επιχειρήσεων και αυτό χάρη στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο βαίνει όμως προς τη λήξη του.
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες θέλουν να δώσουν περισσότερα δάνεια, ειδικά όσο υποχωρούν τα επιτόκια, προκειμένου να αυξήσουν τους ισολογισμούς τους. Άλλωστε, διαθέτουν πολλά κεφάλαια και μπορούν να «αγοράσουν» περισσότερα στοιχεία σταθμισμένα για τον κίνδυνο (RWA) στο ενεργητικό τους. Η αύξηση των χορηγήσεων, που θα απορροφήσει το πλεόνασμα ρευστότητας που διαθέτουν οι τράπεζες, θα τις αναγκάσει να αναζητήσουν και περισσότερες καταθέσεις, με συνέπεια να αυξηθούν και οι αποδόσεις για τους καταθέτες.