Τράπεζες: Δέκα χρόνια από τη μαύρη σελίδα των capital controls

Πώς οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν από τα «μαρμαρένια αλώνια» των capital controls στα σαλόνια της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας

Οι CEO των Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης, Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου, Eurobank, Φωκίων Καραβίας και της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς © EUROKINISSI/ΙΝΤΙΜΕ/Powergame.gr

Από το κρεβάτι της εντατικής στα σαλόνια της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας βρέθηκαν οι ελληνικές τράπεζες μέσα στην τελευταία δεκαετία, καταφέρνοντας να ανακάμψουν από την χειρότερη κρίση επιβίωσης στις οποίες τις έσυρε η ελληνική δημοσιονομική κρίση και οι χειρισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ το 2015 και να επανέλθουν δριμύτερες στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού τραπεζικού χάρτη.

Η κορύφωση του δράματος για τις ελληνικές τράπεζες εκτυλίχθηκε το βράδυ της Παρασκευής της 26ης Ιουνίου 2015 με το διάγγελμα του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος αναφορικά με τη συμφωνία διάσωσης από τους εταίρους. Είχαν προηγηθεί μήνες αβεβαιότητας με την «περήφανη» διαπραγμάτευση του τότε Υπουργού Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη με τους εταίρους, την Ελλάδα να βρίσκεται εκτός προγράμματος προσαρμογής, τον κίνδυνο του Grexit προ των πυλών και εκροές καταθέσεων 45 δισ. ευρώ από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 2015.

Η εξαγγελία για το δημοψήφισμα επέτεινε την αγωνιώδη αβεβαιότητα για το μέλλον της χώρας και οδήγησε τους πολίτες στα ATMs για μαζικές αναλήψεις των καταθέσεών τους. Κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, καθώς η έλλειψη ρευστότητας (και όχι η έλλειψη κεφαλαίων) θα έβαζε λουκέτο στις ελληνικές τράπεζες. Προκειμένου να σταματήσει η αιμορραγία των καταθέσεων, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου επιβλήθηκαν τα capital controls, το βράδυ της Κυριακής 28 Ιουνίου 2015, με ισχύ από τη Δευτέρα 29 Ιουνίου.

Οι τράπεζες έκλεισαν και παρέμειναν κλειστές μέχρι τις 20 Ιουλίου (και το Χρηματιστήριο Αθηνών παρέμεινε κλειστό ως τις 3 Αυγούστου), με τους καταθέτες να αποσύρουν εντός του Σαββατοκύριακου 27 – 28 Ιουνίου καταθέσεις 1 δισ. ευρώ και να αδειάζουν από μετρητά το 50% των 5.000, τότε, ΑΤΜ της χώρας.

Οι τράπεζες προσέφυγαν για την άντληση ρευστότητας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τον δανεισμό τους από τον Μηχανισμό Έκτακτης Παροχής Ρευστότητας (ELA) να προσεγγίζει στο διάστημα των επομένων μηνών τα 90 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι τον πρώτο καιρό από την επιβολή των capital controls, το όριο για τις ημερήσιες αναλήψεις μετρητών είχε τεθεί στα 60 ευρώ και πρακτικά στα 50, αφού αυτό το ποσό έδινε η πλειοψηφία των ΑΤΜ. Παράλληλα, δεν επιτρεπόταν καμίας μορφής μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, ενώ οι περισσότερες εμπορικές συναλλαγές έπρεπε να λάβουν την έγκριση της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών της ΤτΕ.

Τα capital controls διήρκεσαν για 50 ολόκληρους μήνες, από τις 28 Ιουνίου του 2015 όταν επιβλήθηκαν, μέχρι τη νομοθετική απόφαση της 26ης Αυγούστου 2019 για την άρση τους. Τον Ιούλιο του 2019 είχε έρθει στην εξουσία η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρώτη θητεία της να θέτει σε άμεση προτεραιότητα την εξυγίανση και ανάκαμψη των ελληνικών τραπεζών, προκειμένου αυτές να μπορέσουν να διαδραματίσουν ξανά τον ρόλο τους στην χρηματοδότηση της οικονομίας.

Καταλύτης για την επίτευξη του στόχου αυτού ήταν η δημιουργία και υλοποίηση του σχεδίου «Ηρακλής», το οποίο διαπραγματεύθηκε με τις Βρυξέλλες ο τότε αρμόδιος υφυπουργός για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, Γιώργος Ζαββός. Επρόκειτο για μία μεγάλη διαπραγματευτική επιτυχία της κυβέρνησης, καθώς το σχέδιο «Ηρακλής» εγκρίθηκε α) αν και η Ελλάδα δεν είχε την επενδυτική βαθμίδα, β) χωρίς να επιβαρυνθεί ο Έλληνας φορολογούμενος και γ) χωρίς η δραστική μείωση των κόκκινων δανείων για την εξυγίανση των τραπεζών να προσμετρηθεί στην κεφαλαιακή τους βάση, απομειώνοντας τα κεφάλαιά τους.

Η πορεία στο σήμερα

Η πορεία εξυγίανσης και ανάκαμψης έφερε την επενδυτική βαθμίδα στις ελληνικές τράπεζες, με την Εθνική να ανοίγει τον δρόμο στις 30 Απριλίου 2024 και την Eurobank να ακολουθεί, λαμβάνοντας μάλιστα rating πάνω από αυτό του Ελληνικού Δημοσίου. Οι αναβαθμίσεις των ελληνικών συστημικών τραπεζών ήρθαν ύστερα από περίπου 15 χρόνια και 16 χρόνια μετά την τελευταία φορά (2008) που είχαν μοιράσει μέρισμα στους μετόχους τους. Η επιστροφή στη διανομή μερισμάτων, το καλοκαίρι του 2024, σηματοδότησε την επιστροφή των ελληνικών τραπεζών σε πλήρη κανονικότητα, με τα επιχειρησιακά πλάνα των τραπεζών να προβλέπουν διανομή κερδών 50% – 70% από τα κέρδη του 2025 και εφεξής μέχρι το 2027/2028.

Έχοντας επιστρέψει πλήρως σε ιδιωτικά χέρια μετά την αποεπένδυση του ΤΧΣ, επίσης ορόσημο για την επιστροφή τους στην κανονικότητα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιτύχει ισχυρή κερδοφορία, υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα, υπεροχή έναντι των ευρωπαϊκών σε σχεδόν όλους τους βασικούς δείκτες, ανοίγονται πάλι στο εξωτερικό και προσελκύουν ισχυρούς μακροπρόθεσμους ξένους επενδυτές, με πρόσφατο παράδειγμα την στρατηγική συμμετοχή της UniCredit στην Alpha Bank που θα ενισχυθεί εντός του έτους μέχρι το 30%. Στις σημαντικές εξελίξεις εξωστρέφειας που έχουν σημειώσει τον τελευταίο χρόνο οι ελληνικές τράπεζες συγκαταλέγονται επίσης η κίνηση της Eurobank να αποκτήσει τον έλεγχο της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο, οι εξαγορές της τράπεζας AstroBank στην Κύπρο, καθώς και των εξειδικευμένων χρηματοοικονομικών εταιριών FlexFin και Axia Ventures από την Alpha Bank και η σύναψη σύμβασης αγοράς του 90,01% της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς.

Την αλλαγή σελίδας για τις ελληνικές τράπεζες κωδικοποίησε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, μιλώντας στην γενική συνέλευση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών στις 23 Ιουνίου. Ο Υπουργός επεσήμανε:

Πρώτον, το ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) στο σύνολο των δανείων σε επίπεδο τραπεζικού τομέα, το οποίο στο τέλος του α΄ τριμήνου 2025 είχε υποχωρήσει στο 3,8%. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ και σηματοδοτεί σύγκλιση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (2,3%).

Δεύτερον, την μέση απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – RoE) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, η οποία ανήλθε σε περίπου 13% το α΄ τρίμηνο 2025, με τα καθαρά κέρδη τριμήνου να ξεπερνούν το 1 δις. ευρώ.

Τρίτον, τα ισχυρά κεφαλαιακά περιθώρια, με τον μέσο Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας να ανέρχεται σε περίπου 20%, συγκλίνοντας ουσιαστικά με τον αντίστοιχο της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τα στοιχεία α΄ τριμήνου 2025 που ανακοίνωσαν οι τράπεζες, η ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας συνεχίζεται και ταυτόχρονα οι τράπεζες διατηρούν ισχυρά επίπεδα ρευστότητας με δείκτες αρκετά άνω των εποπτικών ορίων.

Τέταρτον, την ισχυρή πιστωτική επέκταση, με τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα τον Απρίλιο του 2025 να «τρέχει» με ρυθμό αύξησης 10,9%.

Πέμπτον, την χρηματοδότηση των τραπεζών από την ΕΚΤ, η οποία παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα από τον Δεκέμβριο του 2024. Στα τέλη Μαΐου ανερχόταν σε 2,6 δισ. ευρώ (από 14,3 δισ. τον Δεκέμβριο 2023), όταν ακριβώς πριν από 10 χρόνια, η χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος από τον Μηχανισμό Έκτακτης Παροχής Ρευστότητας (ELA) της ΕΚΤ ανερχόταν σε 89 δισ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι πλέον η πρόοδος των ελληνικών τραπεζών δεν περιορίζεται μόνο στις τέσσερις μεγάλες, καθώς με την εξυγίανση της Attica Bank και τη συγχώνευσή της με την Παγκρήτια Τράπεζα έχει δημιουργηθεί ένας δυναμικός πέμπτος τραπεζικός πόλος, στον οποίο περιλαμβάνονται και άλλες μικρές τράπεζες, με προεξάρχουσα την Optima bank.