Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως η αγορά των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα μεγαλώνει και έχει περιθώρια σημαντικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τις ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας και την ιδιωτική ασφάλιση υγείας, η κατά κεφαλή ετήσια δαπάνη υγείας στην Ελλάδα το 2021 ανήλθε σε 1.874 ευρώ έναντι 4.029 ευρώ του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Με δεδομένο πως «ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των συνολικών δαπανών (35% το 2019 και 34% το 2023) καλύπτεται απευθείας από τα νοικοκυριά (out-of-pocket), κυρίως με τη μορφή συμμετοχής για φάρμακα και άμεσων πληρωμών για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη των χρηματοδοτούμενων από το δημόσιο παροχών, επισκέψεις σε ιδιώτες ειδικούς ιατρούς, κλπ», θα περίμενε κανείς νέες επενδύσεις στην ιδιωτική υγεία.
Προς την ίδια κατεύθυνση δείχνουν και τα στοιχεία για τα έσοδα της αγοράς ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας που από 1,6 δισ. ευρώ το 2019 προσέγγισε τα δύο δισ. το 2022 και σήμερα κινείται υψηλότερα από τα δύο δισ. ευρώ. Γι’ αυτό και από τα 25 ιδιωτικά θεραπευτήρια που λειτουργούν στην Ελλάδα, τα εννέα έχουν προχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε αύξηση του αριθμού κλινών. Από 1.975 κλίνες αυξήθηκαν σε 2.203.
Όμως οι ασφαλιστικές εταιρείες που παρέχουν συμβόλαια υγείας υποστηρίζουν πως το θεσμικό πλαίσιο δυσχεραίνει την ίδρυση νέων ιδιωτικών νοσοκομείων με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο ανταγωνισμός και να οδηγούμαστε στις σημερινές υψηλές τιμές των ασφαλιστηρίων υγείας.
Σήμερα τα εν λειτουργία ιδιωτικά θεραπευτήρια καλύπτονται από τρία διαφορετικά νομικά καθεστώτα (!), ανάλογα με το έτος ίδρυσης. Γι’ αυτό και στην έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού αναφέρεται πως «οι ρυθμιστικές ασυμμετρίες από την παράλληλη εφαρμογή τριών διαφορετικών καθεστώτων αδειοδότησης, λειτουργίας και επέκτασης των κλινών των ιδιωτικών κλινικών φαίνεται να προκαλούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, καθώς τίθενται διαφορετικές προδιαγραφές ως προς το προσωπικό, τον εξοπλισμό, τους χώρους και τον ελάχιστο αριθμό κλινών, με αποτέλεσμα τη διατήρηση κλινικών τριών ταχυτήτων».
Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού από τη μια πλευρά, η διατήρηση του ρυθμιστικού πλαισίου επέτρεψε στις παλαιότερες κλινικές να διατηρήσουν το status quo με χαμηλότερες απαιτήσεις και κόστος λειτουργίας έναντι των καινούριων υποδομών, ωστόσο καθίσταται δυσκολότερη η δυνατότητα επιχειρηματικής ανάπτυξης μέσω αναβάθμισης των κτιριακών υποδομών και αύξησης της χωρητικότητάς τους. Από την άλλη πλευρά, οι ιδιωτικές κλινικές που υπάγονται στις νεότερες διατάξεις λειτουργούν με περισσότερες απαιτήσεις και αυξημένο συγκριτικά κόστος και τίθενται σε μειονεκτική θέση ως προς το θέμα αυτό έναντι των παλαιοτέρων κλινικών.
Ως εκ τούτου, «κρίνεται σκόπιμος ο περαιτέρω εξορθολογισμός του ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών (εγχείρημα που εκκίνησε ήδη με το ν. 4600/2019), προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η αύξηση της δυναμικότητάς τους για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας». Στην ίδια έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, πάντως, τονίζεται ότι το νομικό πλαίσιο δεν βάζει άμεσα εμπόδια στην ίδρυση νέων κλινικών. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, τα έμμεσα εμπόδια είναι ουκ ολίγα και προβληματίζουν τόσο υφιστάμενους «παίκτες», όσο και πιθανούς νέους επενδυτές.
Σήμερα οι μεγαλύτεροι όμιλοι στον τομέα της παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας είναι ο όμιλος Hellenic Healthcare Group (που ανήκει πλέον στο επενδυτικό σχήμα ADQ της Pure Health από το Άμπου Ντάμπι), o όμιλος Ιατρικού Αθηνών, ο όμιλος ΙΑΣΩ, ο όμιλος ΗΜΙΘΕΑ (συμπεριλαμβανομένου του ομίλου EUROMEDICA (ο οποίος ανήκει στην Τράπεζα Πειραιώς), ο όμιλος Βιοϊατρική. Ακολουθούν τρεις αυτόνομοι «παίκτες», η Ευρωκλινική Αθηνών (που προ ημερών εξαγοράστηκε από την ασφαλιστική εταιρεία Generali), η Νοσηλευτική ΑΕ (κλινική Αγ. Λουκάς-Θεσσαλονίκη) και η Κλινική Δραγίνη ΑE (Mediterraneo Hospital), που το 2023 είχαν έσοδα περί τα 160 εκατ.
Για να διαχειριστούν καλύτερα το κόστος των υπηρεσιών υγείας, οι ασφαλιστικές εταιρείες επενδύουν σε ιδιωτικές κλινικές. Η πρώτη κίνηση είχε γίνει με την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την CVC που τότε ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος της Hellenic Healthcare Group. Πρόσφατα, όμως, η CVC πώλησε την Εθνική Ασφαλιστική στην Τράπεζα Πειραιώς (που έχει παρουσία στην ιδιωτική υγεία μέσω της ΗΜΙΘΕΑ), ενώ η Generali Hellas εξαγοράζει την Ευρωκλινική Αθηνών. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού τονίζουν πως από τις ιδιωτικές κλινικές εκφράζεται η άποψη ότι συνέργειες μεταξύ παρόχων υγείας και ασφαλιστικών εταιρειών θα κατευθύνουν το μεγαλύτερο μέρος των ασφαλισμένων προς τους μεγάλους ομίλους υπηρεσιών υγείας». Το σίγουρο είναι πως βρισκόμαστε μπροστά σε νέες αλλαγές στον κλάδο.