Στην πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) «Health at a Glance 2025» (η Υγεία με μια ματιά το 2025) η Ελλάδα εμφανίζει ανάμεικτα στοιχεία για την υγεία του πληθυσμού και τις επιδόσεις του συστήματος περίθαλψης και πρόληψης.
Παρά την ανάκαμψη μετά την πανδημία, η οποία σταδιακά φαίνεται να αποκαθιστά το προσδόκιμο ζωής στις περισσότερες χώρες, το τοπίο παραμένει απαιτητικό. Γήρανση πληθυσμού, άνοδος χρόνιων νοσημάτων, ανάγκη για ανθεκτικότερες υποδομές και για πιο αποδοτική αξιοποίηση πόρων συνθέτουν μια εικόνα συνεχούς πίεσης.
Κι αν κάτι γίνεται αντιληπτό από τα αποτελέσματα, είναι ότι η απλή αύξηση της χρηματοδότησης δεν αρκεί: η ποιότητα, η οργάνωση και η στόχευση των πολιτικών έχουν μεγαλύτερη σημασία από ποτέ.
Επιδόσεις αλλά και αδυναμίες
Στην περίπτωση της χώρας μας, η έκθεση σκιαγραφεί ένα σύστημα υγείας που ταλαντεύεται ανάμεσα σε επιδόσεις που εντυπωσιάζουν και σε αδυναμίες που επιμένουν.
Το προσδόκιμο ζωής φτάνει τα 81,8 έτη, ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (81,1). Μόλις 7% δηλώνει κακή ή πολύ κακή υγεία, μια από τις καλύτερες αυτο-αξιολογήσεις διεθνώς (ΟΟΣΑ: 8%).
Ταυτόχρονα, η θνησιμότητα που θα μπορούσε να είχε αποτραπεί, καθώς και η θνησιμότητα που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με κατάλληλη θεραπεία, βρίσκονται σε ελαφρώς ευνοϊκότερη θέση για την Ελλάδα σε σύγκριση με τον μέσο όρο.
Ωστόσο, η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις στους παράγοντες κινδύνου για την υγεία.
Το ποσοστό των ενήλικων που καπνίζουν καθημερινά ανέρχεται σε 24,9 % — σχεδόν διπλάσιο του μέσου όρου στον ΟΟΣΑ.
Το ποσοστό ενηλίκων που δεν επιτελούν επαρκή σωματική δραστηριότητα είναι επίσης υψηλό (40 % έναντι 30 %). Αντίθετα, η παχυσαρκία εμφανίζεται σε χαμηλότερα ποσοστά (12 % έναντι 19 % του ΟΟΣΑ), ενώ η κατανάλωση αλκοόλ ανά κάτοικο είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο.
Η πρόσβαση και η ποιότητα της περίθαλψης στη χώρα παρουσιάζουν επίσης σημαντικά περιθώρια βελτίωσης. Όλη η ελληνική πληθυσμιακή ομάδα καλύπτεται από βασικές υπηρεσίες υγείας — κάτι που υπερβαίνει τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, μόλις το 27 % των πολιτών δηλώνει ικανοποίηση με τη διαθεσιμότητα ποιοτικής περίθαλψης, έναντι του 64 % κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ. Επιπλέον, το 12,1 % του πληθυσμού αναφέρει ότι δεν κάλυψε τις ανάγκες του για υγειονομική περίθαλψη, ενώ ο μέσος όρος είναι μόλις 3,4 %.
Σε ό,τι αφορά στους πόρους και τη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας, η Ελλάδα ξοδεύει περίπου 3 607 δολάρια (σε ισοδύναμο αγοραστικής δύναμης) ανά κάτοικο, λιγότερα από τα 5 967 δολάρια που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ. Οι δαπάνες υγείας αντιστοιχούν στο 8,1 % του ΑΕΠ, έναντι 9,3 % κατά μέσο όρο.
Πολλοί γιατροί, λίγοι νοσηλευτές
Ως προς το ανθρώπινο δυναμικό, η χώρα διαθέτει 6,6 ιατρούς ανά 1 000 κατοίκους (πολύ πάνω από τον αντίστοιχο μέσο όρο των 3,9), αλλά μόλις 3,8 νοσηλευτές ανά 1 000 κατοίκους — σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο των 9,2. Το σύστημα μακροχρόνιας φροντίδας από εργαζόμενους υπολείπεται — με μόλις 0,2 εργαζόμενους ανά 100 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, έναντι 5,0 στον μέσο όρο.
Η έκθεση παρουσιάζει ένα σύστημα που διαθέτει τα βασικά «υλικά» –επάρκεια γιατρών, καθολική κάλυψη, θεμελιώδεις δομές –αλλά δεν τα αξιοποιεί με τρόπο που να μεταφράζεται σε αποτελεσματικότητα, ισοτιμία και εμπιστοσύνη. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια στιγμή που χρειάζεται στρατηγικές αποφάσεις: η δυνατότητα για βελτίωση υπάρχει, αλλά μόνο μέσα από συντονισμένες, μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις.
Προκλήσεις σε βασικούς τομείς
Συνολικά, η Ελλάδα εμφανίζει ισχυρά σημεία όπως το υψηλό προσδόκιμο ζωής και σχετικά χαμηλά ποσοστά αυτοκτονιών, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζει προκλήσεις σε βασικούς τομείς της δημόσιας υγείας, στην επάρκεια των υπηρεσιών και στη χρηματοδότηση. Τα υψηλά ποσοστά καπνίσματος και έλλειψης σωματικής δραστηριότητας, η περιορισμένη ικανοποίηση των πολιτών από το σύστημα υγείας και η χαμηλή δαπάνη ανά κάτοικο υπογραμμίζουν την ανάγκη για στοχευμένες παρεμβάσεις.
Το επόμενο στοίχημα για τη χώρα είναι να ενισχύσει την πρόληψη, να βελτιώσει την πρόσβαση στη φροντίδα και να εξασφαλίσει επαρκείς πόρους ώστε να υποστηρίξει τις ανάγκες ενός γερασμένου πληθυσμού στο πλαίσιο ενός πιο ανθεκτικού και δίκαιου συστήματος υγείας στο μέλλον.
Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά ολόκληρη την έρευνα εδώ.