Μία ενδεχόμενη επιμονή του Ντόναλντ Τραμπ σε οικονομικά και εμπορικά μέτρα υψηλού ρίσκου απειλεί να φέρει νέα αναταραχή στις διεθνείς αγορές, σύμφωνα με προειδοποιήσεις κορυφαίων τραπεζιτών και διαχειριστών κεφαλαίων, οι οποίοι ανησυχούν για την αυξανόμενη εφησυχασμένη στάση των επενδυτών.
Παρά τη θεαματική πορεία των αγορών από την άνοιξη μέχρι σήμερα — με τον δείκτη S&P 500 να έχει ενισχυθεί σχεδόν 30% από τον Απρίλιο — ορισμένοι ισχυροί παίκτες της Wall Street εκφράζουν πλέον φόβους ότι η άνοδος αυτή στηρίζεται σε υπερβολικά αισιόδοξες εκτιμήσεις πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ, θα μετριάσει τελικά τις πιο επιθετικές πολιτικές του, ιδίως στο πεδίο του εμπορίου και των δημοσιονομικών.
Ο Βενσάν Μορτιέ, επικεφαλής επενδύσεων της Amundi — της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων στην Ευρώπη — τόνισε χαρακτηριστικά πως «είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει εφησυχασμός γύρω από το λεγόμενο “Taco trade”», χρησιμοποιώντας μια ειρωνική φράση που περιγράφει την άποψη της Wall Street ότι ο Τραμπ απειλεί αλλά τελικά κάνει πίσω. «Η ιδέα ότι πάντα υποχωρεί, έχει περάσει πολύ βαθιά στο αφήγημα», εξηγεί.
Αντίστοιχα, ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, Τζέιμι Ντάιμον, ένας από τους πλέον προβεβλημένους τραπεζίτες των ΗΠΑ, σημείωσε σε εκδήλωση την Πέμπτη ότι «δυστυχώς, υπάρχει εφησυχασμός στην αγορά». Εξέφρασε την ανησυχία ότι οι επενδυτές θεωρούν δεδομένο πως η πολιτική των δασμών του Τραμπ δεν θα προχωρήσει, κάτι που — όπως είπε — είναι μια λανθασμένη εκτίμηση: «Ο Τραμπ πάντα αγαπούσε τους δασμούς».
Νέες απειλές δασμών και στροφή στην επιθετικότητα
Παρότι ο Τραμπ «πάγωσε» προσωρινά την εφαρμογή των νέων εκτεταμένων δασμών που είχε εξαγγείλει στις αρχές Απριλίου — την επονομαζόμενη “ημέρα απελευθέρωσης” — οι αγορές ανέκαμψαν δυναμικά, παραβλέποντας τις νέες απειλές του. Αυτήν την εβδομάδα, ο Τραμπ στόχευσε ξανά με δασμούς μεγάλες οικονομίες, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, ο Καναδάς και η Βραζιλία, δηλώνοντας αποφασισμένος να επιβάλει «ανταποδοτικούς» δασμούς από την 1η Αυγούστου, εάν δεν επιτευχθούν διμερείς εμπορικές συμφωνίες. Μέχρι στιγμής, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο, η Κίνα και το Βιετνάμ έχουν καταλήξει σε τέτοιες συμφωνίες.
Παρά τις απειλές, οι περισσότεροι αναλυτές επενδυτικών τραπεζών συνεχίζουν να μεταφέρουν στους πελάτες τους την εκτίμηση ότι ο Τραμπ θα κάνει πίσω από τις πιο ακραίες προτάσεις του για να αποφύγει αναταράξεις. Αυτή η στάση διατηρεί τις προσδοκίες μεταβλητότητας στις αμερικανικές αγορές χαμηλές και μειώνει το κόστος δανεισμού για τις εταιρείες. Όπως σημειώνει η Goldman Sachs, «η σχετική αδιαφορία των αγορών απέναντι στις εξαγγελίες δασμών του Τραμπ αυτή την εβδομάδα, σε σχέση με το χάος του Απριλίου, εξηγείται εν μέρει από την έλλειψη αξιοπιστίας των απειλών του».
Πράγματι, ο δείκτης S&P 500 έκλεισε σε νέο ιστορικό υψηλό την Πέμπτη, ενώ την Παρασκευή παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος. Ωστόσο, κάποιοι επενδυτές ανησυχούν ολοένα και περισσότερο πως αυτή τη φορά ο Τραμπ μπορεί να επιμείνει στις απειλές του και να αιφνιδιάσει τις αγορές.
«Θα έρθει η μέρα της κρίσης;»
Ο Ρόμπερτ Τιπ, επικεφαλής παγκόσμιων ομολόγων στην PGIM, σημειώνει: «Το κλίμα εφησυχασμού ίσως εξαφανιστεί απότομα. Οι δασμοί που τελικά επιβλήθηκαν δεν είναι αμελητέοι. Κι όμως, οι αγορές προχωρούν ακάθεκτες. Θα υπάρξει μέρα της κρίσης;»
Αλλά οι δασμοί δεν είναι το μόνο στοιχείο που προκαλεί ανησυχία. Ο Τραμπ συνεχίζει να πιέζει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) να μειώσει τα επιτόκια, υπονομεύοντας την ανεξαρτησία της. Παράλληλα, το Κογκρέσο ενέκρινε το νέο σχέδιο προϋπολογισμού του, το οποίο, σύμφωνα με ανεξάρτητους αναλυτές, θα αυξήσει δραματικά το δημόσιο χρέος τα επόμενα χρόνια.
Οι ανησυχίες αυτές έχουν ήδη φανεί στην αγορά συναλλάγματος, με το δολάριο να καταγράφει τη χειρότερη απόδοσή του για εξάμηνο από το 1973. Η Amundi διατηρεί χαμηλή έκθεση στο δολάριο στις περισσότερες επενδυτικές στρατηγικές της, σύμφωνα με τον Μορτιέ, ο οποίος προβλέπει περαιτέρω υποχώρηση του αμερικανικού νομίσματος έναντι άλλων νομισμάτων.
Η «ασφαλής αγκαλιά» των ΗΠΑ αμφισβητείται
Ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο είναι η αίσθηση ότι οι ΗΠΑ χάνουν τον χαρακτήρα τους ως «ασφαλές καταφύγιο» για τους επενδυτές. Ανώτερο στέλεχος μεγάλης αμερικανικής τράπεζας δήλωσε ότι οι πολιτικές του Τραμπ και το φορολογικό του σχέδιο έχουν πλήξει την εικόνα των ΗΠΑ ως αξιόπιστου θεματοφύλακα σταθερότητας και ασφάλειας. «Οι επενδυτές ξανασκέφτονται πλέον σοβαρά την έκθεσή τους στην Αμερική. Πολλοί παραδέχονται ότι το “premium ασφάλειας” της αμερικανικής αγοράς έχει διαβρωθεί».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά τον ίδιο, είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα που εκτινάσσεται: «Πρόκειται για το μεγαλύτερο ειρηνικό έλλειμμα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η λύση είναι απλή — λιγότερες δαπάνες, περισσότερα έσοδα — αλλά το να το αγνοεί κανείς πλήττει την αγορά ομολόγων και τελικά το ίδιο το δολάριο».
Τέλος, τραπεζίτης παγκόσμιου τραπεζικού κολοσσού επισημαίνει ότι το επενδυτικό κόστος στις ΗΠΑ έχει ανέβει αισθητά, ενώ ταυτόχρονα ανησυχητικές εξελίξεις στο εσωτερικό, όπως οι επιθέσεις σε δικηγορικά γραφεία, πανεπιστήμια και ΜΜΕ, υπονομεύουν την εικόνα θεσμικής σταθερότητας της χώρας: «Οι διεθνείς επενδυτές πάντα πίστευαν ότι τέτοια φαινόμενα αφορούν αναδυόμενες αγορές, όχι την πιο ισχυρή και θεωρητικά πιο σταθερή οικονομία του κόσμου».