Οι μετοχές της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας Renault έπεσαν κατά 17% την Τετάρτη, μετά τη μείωση των προβλέψεων της εταιρείας για το 2025 και την ανακοίνωση του διορισμού νέου προσωρινού διευθύνοντος συμβούλου, Duncan Minto.
Η μετοχή που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Παρισιού έκλεισε με πτώση 15,6%, σημειώνοντας νέο χαμηλό 52 εβδομάδων. Πρόκειται για τη χειρότερη ημέρα συναλλαγών από ον Μάρτιο του 2020.
Σε ενημέρωση που δημοσιεύθηκε αργά την Τρίτη, η Renault ανακοίνωσε ότι στοχεύει σε λειτουργικό περιθώριο κέρδους περίπου 6,5% φέτος, από προηγούμενη πρόβλεψη περίπου ή άνω του 7%.
Η εταιρεία στοχεύει επίσης σε ελεύθερες ταμειακές ροές μεταξύ 1 δισεκατομμυρίου ευρώ (1,16 δισεκατομμύρια δολάρια) και 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, από περίπου ή πάνω από 2 δισεκατομμύρια ευρώ που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη.
Η Renault ανακοίνωσε επίσης τον διορισμό του Duncan Minto ως προσωρινού διευθύνοντος συμβούλου, μετά την ξαφνική παραίτηση του Luca de Meo τον περασμένο μήνα, μετά από περίπου πέντε χρόνια στην ηγεσία της εταιρείας.
«Ο Duncan Minto, ο οποίος είναι επί του παρόντος CFO του Ομίλου Renault, θα εξασφαλίσει την καθημερινή διαχείριση της εταιρείας μαζί με τον Jean-Dominique Senard, ο οποίος θα κατέχει τη θέση του Προέδρου της Renault s.a.s., της εταιρείας που διαχειρίζεται τις δραστηριότητες του Ομίλου, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου», ανέφερε η Renault σε ανακοίνωσή της.
Η Renault αναμένεται να ανακοινώσει τα εξαμηνιαία της αποτελέσματα στις 31 Ιουλίου.
Οι αναλυτές της γερμανικής Deutsche Bank μείωσαν τον στόχο τιμής τους στα 47 ευρώ, από 55 ευρώ, μετά την ανακοίνωση της προειδοποίησης της Renault για τα κέρδη.
«Ενώ ο νέος οδηγός περιθωρίου κέρδους παραμένει σταθερός σε σχέση με τους ανταγωνιστές, θεωρούμε την προειδοποίηση ως ένα προφανές επιπλέον πλήγμα για το κλίμα των μετοχών», ανέφεραν οι αναλυτές της Deutsche Bank σε έκθεσή τους.
Οι αναλυτές της JPMorgan, εν τω μεταξύ, δήλωσαν ότι η νέα διοικητική δομή της Renault θα αντιμετωπίσει περαιτέρω προκλήσεις από την υποτονική ζήτηση στην Ευρώπη, τις συνεχιζόμενες εμπορικές εντάσεις και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τους κινέζους κατασκευαστές.