Μέτρα στήριξης των ευάλωτων νοικοκυριών, όπως και καλύτερη προσφορά στέγης, ζητά ο Νίκος Βέττας, μετά και την έκθεση της ΤτΕ και την αρνητική πρωτιά της Ελλάδα στην ΕΕ στο κόστος στέγασης,
Ο Γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών., μιλώντας στο ραδιόφωνο του Πρώτου Προγράμματος 91,6 και 105,8 υπογράμμισε αρχικά τα εξής: «Δεν ήταν πάντα φθηνή η στέγη αλλά υπήρχε και ένα μεγάλο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, οπότε ένα μέρος των δαπανών ίσως δεν φαινόταν στην καθημερινότητα του νοικοκυριού, διότι ήταν συσσωρευμένη η αποταμίευση μιας ζωής που έμπαινε στο σπίτι σου. Υπάρχουν πολλές εκτιμήσεις, πολλές συζητήσεις και πολλές μελέτες. Εγώ θα ήθελα να σας πω λίγο για τη συγκεκριμένη μελέτη που έχει κάνει η ερευνητική ομάδα του ΙΟΒΕ με την υποστήριξη της Τράπεζας της Ελλάδος».
Και συμπλήρωσε «Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα τα οποία δεν είναι κατά τα άλλα δημοσιεύσιμα για τιμές των ακινήτων σε όλη τη χώρα, όπως επίσης και για τα διαθέσιμα εισοδήματα την κατανομή τους στη χώρα. Διότι, το ζήτημα της προσιτότητας της στέγασης δεν είναι εξίσου μεγάλο πρόβλημα παντού. Για παράδειγμα, μπορείς να βάλεις κάπως αυθαίρετα ένα όριο το οποίο η διεθνής βιβλιογραφία βάζει συνήθως το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός σου, αν πηγαίνει σε δαπάνες στέγασης και εάν το ξεπερνάς αυτό θεωρείται ότι δεν είναι προσιτή η στέγη σου. Να σπεύσω να πω ότι οι δαπάνες στέγασης δεν είναι μόνο το ενοίκιο. Επηρεάζεται εάν έχεις στεγαστικό δάνειο και ποιο επιτόκιο έχεις πάρει για το στεγαστικό δάνειο και επηρεάζεται πάρα πολύ, ιδίως τα τελευταία χρόνια, από το κόστος ενέργειας και το πως θα θερμάνεις ή θα διατηρήσεις σταθερή τη θερμοκρασία στο σπίτι σου από όλα αυτά. Και είχαμε την ευχέρεια να έχουμε τέτοια πολύ αναλυτικά δεδομένα με πολύ μεγάλη γεωγραφική ανάλυση μέσα στη χώρα και να το συγκρίνουμε σε δύο χρονικές στιγμές, το 2018 και το 2021».
Και συμπλήρωσε «Θα είχε επίσης, ενδιαφέρον να κάνουμε αυτή την έρευνα και όταν υπάρξουν δεδομένα και πιο πρόσφατα, αλλά ουσιαστικά υπάρχει μία μεγάλη επιδείνωση όσον αφορά το ζήτημα της προσιτότητας στη στέγη, καθώς ναι μεν έχουν ανέβει τα πραγματικά εισοδήματα των Ελλήνων, μετά τον πληθωρισμό αλλά η στέγη έχει ανακάμψει. Η αγορά ακινήτων και τα ενοίκια ανέβηκαν πολύ περισσότερο σε αυτό το διάστημα. Στις αστικές περιοχές, η έρευνά μας βρίσκει ότι το 1/3 περίπου του πληθυσμού δεν έχει προσιτή στέγη. Δηλαδή, για το 1/3 περίπου του πληθυσμού στις αστικές περιοχές ξεπερνάνε οι δαπάνες στέγασης, σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα που έχουμε, το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος».
Όσο για το ποια είναι η εκτίμησή του για το μέλλον, τι θα συμβεί με αυτό το θέμα τα επόμενα χρόνια, επισήμανε «Νομίζω ότι θα υπάρξει μια μάχη με το χρόνο μιας θετικής και μιας αρνητικής τάσης. Η θετική τάση θα είναι αυτή που θα βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος ή στην άμβλυνση του: Είναι ότι όπως λέγαμε πριν από το 2010 και μετά, ουσιαστικά πάγωσε η οικοδομική δραστηριότητα. Δεν χτιζόταν τίποτα, δεν ανακαινιζόταν τίποτα, δεν είχαμε ούτε χρήματα ούτε και τη διάθεση να το κάνουμε αυτό. Τώρα ξανά πήρε μπρος. Και επειδή όλα στο τέλος της ημέρας είναι προσφορά και ζήτηση, η προσφορά έρχεται σιγά σιγά να κουμπώσει στην υψηλή ζήτηση που υπάρχει. Αυτό θα βοηθήσει και ότι μέτρο βοηθήσει την προσφορά (διότι, δεν είναι μόνο η δημιουργία νέου αποθέματος, αλλά είναι το να μπαίνει πιο γρήγορα στην αγορά το υφιστάμενο απόθεμα για να αμβλυνθούν και τα όποια διοικητικά εμπόδια που πολλές φορές υπάρχουν για αυτό. Αυτό το οποίο όμως, δεν θα βοηθήσει και είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα από μόνο του, είναι η τάση στον πληθυσμό. Δηλαδή, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει μα τι συζητάτε τώρα για στεγαστική κρίση σε μία χώρα της οποίας ο πληθυσμός μειώνεται; Πως γίνεται; Εξαφανίστηκαν τα σπίτια; αφού οι άνθρωποι μειώνονται και έχει μειωθεί σημαντικά ο πληθυσμός τουλάχιστον μισό εκατομμύριο στη 10ετία. Και η απάντηση εδώ είναι ότι έχει αλλάξει η κατανομή του πληθυσμού στο χώρο, η δομή των νοικοκυριών».
Τέλος, ανέφερε «Οι μεγάλες τάσεις είναι αυτές που σας είπα: Η στέρηση στην προσφορά που είχαμε και οι δημογραφικές και πληθυσμιακές τάσεις. Άρα, βραχυχρόνια θα πρέπει να υπάρχουν μέτρα στήριξης των ευάλωτων νοικοκυριών. Μεσοπρόθεσμα θα πρέπει κανείς να διαχειριστεί το πώς θα έχει καλύτερη προσφορά στέγης».