Στο επίκεντρο των ανακοινώσεων που θα κάνει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ, θα βρίσκεται το στεγαστικό, το οποίο απασχολεί ιδιαίτερα τους Έλληνες πολίτες καθώς έχει εξελιχθεί σε ένα δυσβάστακτο βάρος. Σύμφωνα με την έρευνα του Global Property Guide, στη χώρα μας καταγράφεται άνοδος της τάξεως του 68% – και λίγο παραπάνω – στην τελευταία δεκαετία. Την ίδια στιγμή, όπως αναφέρουν και τα στοιχεία της Deloitte, η Αθήνα βρίσκεται σήμερα ανάμεσα στις λιγότερο προσιτές πόλεις για την απόκτηση κατοικίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς οι Έλληνες πρέπει να πληρώσουν 15,3 φορές τον ετήσιο ακαθάριστο μισθό τους για την αγορά ενός νεόδμητου διαμερίσματος 70 τ.μ.
Η εκρηκτική αύξηση των τιμών σε συνδυασμό με τη χαμηλή αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο η πρόσβαση στη στέγη μοιάζει περισσότερο με πολυτέλεια παρά με βασικό κοινωνικό αγαθό. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά επεκτείνεται και στην περιφέρεια, με την ενοικίαση ή την αγορά κατοικίας να αποτελεί πρόκληση για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Εν μέσω αυτής της κατάστασης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να παρουσιάσει ένα πλέγμα παρεμβάσεων που θα στοχεύουν τόσο στην αύξηση της προσφοράς κατοικιών όσο και στη διευκόλυνση της πρόσβασης των πολιτών στη στέγη. Κεντρικός άξονας του σχεδίου θα είναι η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Ακίνητα του Δημοσίου που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της ΕΤΑΔ, αλλά και διαμερίσματα και κατοικίες που προέρχονται από σχολάζουσες κληρονομίες και κληροδοτήματα, πρόκειται να ενεργοποιηθούν ώστε να μπουν σταδιακά στην αγορά.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί, στην Ελλάδα καταγράφονται περίπου 6.500 εκκρεμείς κληρονομιές, εκ των οποίων οι 4.500 παραμένουν σχολάζουσες, χωρίς δηλαδή νόμιμο ιδιοκτήτη. Παράλληλα, περισσότερα από 75.000 ακίνητα τα οποία ανήκουν σε ιδρύματα και δημόσιους φορείς παραμένουν αδρανή, χωρίς χρήση και χωρίς σχέδιο αξιοποίησης. Στο σύνολο αυτό προστίθενται περίπου 25.000 ακίνητα που βρίσκονται μπλοκαρισμένα σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες σε όλη τη χώρα παραμένουν κενές και χωρίς λειτουργική αξιοποίηση.
Ιδιαίτερη αναφορά αναμένεται να γίνει και σε ένα νέο πρόγραμμα «Σπίτι μου», καθώς η ζήτηση για το «Σπίτι μου ΙΙ» ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη και ο διαθέσιμος προϋπολογισμός του αναμένεται να εξαντληθεί μέχρι το τέλος του έτους. Η νέα φάση του προγράμματος θα επιδιώξει να δώσει περαιτέρω λύσεις σε νέους και νέες οικογένειες που αναζητούν πρώτη κατοικία. Το πρόγραμμα προβλέπεται να τεθεί σε εφαρμογή το δεύτερο εξάμηνο του 2026.Η τρίτη εκδοχή του στεγαστικού προγράμματος εστιάζει στη διεύρυνση των δικαιούχων.
Σε φορολογικό επίπεδο, στο τραπέζι βρίσκονται αλλαγές στα κλιμάκια φορολόγησης των εισοδημάτων από ενοίκια. Στόχος είναι να δοθούν κίνητρα σε ιδιοκτήτες ώστε να επαναφέρουν στην αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης κλειστά διαμερίσματα, αλλά και να περιοριστεί το φαινόμενο της φοροδιαφυγής από τα πραγματικά εισοδήματα των ενοικίων. Αντίθετα, απομακρύνεται το σενάριο ενός γενικευμένου «φόρου αδράνειας» για τα κλειστά ακίνητα, που είχε συζητηθεί τις τελευταίες ημέρες. Αυτή τη στιγμή περισσότερες από δύο εκατομμύρια κατοικίες παραμένουν κενές ή αναξιοποίητες, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας που είχε παρουσιάσει πρόσφατα η BluPeak Estate Analytics.
Στο πλαίσιο των ανακοινώσεων για την αγορά κατοικίας θα περιλαμβάνεται και η παράταση για ακόμη ένα έτος και το 2026 της αναστολής του ΦΠΑ στα νεόδμητα ακίνητα. Εξάλλου από το 2026 θα ισχύσει και ο διπλασιασμός του ΕΝΦΙΑ στα κενά οικιστικά ακίνητα που έχουν στην ιδιοκτησία τους οι τράπεζες και οι servicers που θεωρούνται και οι μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες κατοικιών που σήμερα μένουν αναξιοποίητες.Με το στεγαστικό να έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο πιεστικούς κοινωνικούς και οικονομικούς πονοκεφάλους, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού αναμένονται να καθορίσουν το επόμενο διάστημα το πλαίσιο συζήτησης γύρω από το δικαίωμα στη στέγη.
Βέβαια, ακόμα και αν υλοποιηθούν αυτά τα μέτρα, η αγορά ισχυρίζεται ότι αποτελούν μια ασπιρίνη, που δεν θα λύσει το πρόβλημα, καθώς η Αθήνα κατέχει σήμερα τη 2η θέση της Ευρώπης με τα ακριβότερα σπίτια για τους κατοίκους της. Συγκεκριμένα, η πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπως αναφέρει η έρευνα της Deloitte, βρίσκεται πίσω από το Άμστερνταμ όπου και εκεί απαιτούνται συνολικά 15,4 ακαθάριστοι ετήσιοι μισθοί για την απόκτηση κατοικίας. Η κατάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα είναι κάπως καλύτερη, χωρίς όμως να παύει να προβληματίζει, καθώς στη Θεσσαλονίκη απαιτούνται 11,4 ετήσιοι μισθοί, ενώ η Πάτρα περιορίζεται στο 8,1, αν και ακόμη κι εκεί η πρόσβαση στη στέγη απαιτεί περισσότερα χρόνια εργασίας σε σχέση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.
Η εικόνα της στέγασης στις πρωτεύουσες της Ευρώπης αναδεικνύει μεγάλες διαφοροποιήσεις στο πόσους ετήσιους μισθούς χρειάζεται ένας πολίτης για να αποκτήσει ένα τυπικό σπίτι. Στην Ουγγαρία, η Βουδαπέστηαπαιτεί 11,4 ετήσιους μισθούς, αποτυπώνοντας την έντονη πίεση που δέχεται η αγορά ακινήτων στην πρωτεύουσα. Στην Πολωνία, η Βαρσοβία βρίσκεται λίγο χαμηλότερα, με 9,7 μισθούς, ενώ στη Σερβία το Βελιγράδι κινείται στα 9,8, δείχνοντας παρόμοια δυσκολία πρόσβασης στην ιδιοκατοίκηση.
Το Λονδίνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, διατηρεί τον δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς στο ιστορικό του κέντρο απαιτούνται 10,8 ετήσιοι μισθοί, ενώ στις εξωτερικές ζώνες το κόστος μειώνεται ελαφρώς, στους 9,6 μισθούς. Στην Ιταλία, η Ρώμη βρίσκεται στους 8,1 μισθούς, αντανακλώντας μια πιο προσιτή –αν και όχι εύκολη– πραγματικότητα σε σχέση με τις βορειοευρωπαϊκές πόλεις.
Στη Δανία, η Κοπεγχάγη απαιτεί 9,3 μισθούς, καταγράφοντας μια από τις υψηλότερες αναλογίες στη Σκανδιναβία. Αντίθετα, στην περιοχή των Βαλκανίων οι αντιθέσεις είναι πιο έντονες: η Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας φτάνει τα 11,7 ετήσιους μισθούς –ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πανευρωπαϊκά–, ενώ το Ζάγκρεμπ της Κροατίας περιορίζεται στους 7,5 μισθούς, προσφέροντας μια πιο ισορροπημένη εικόνα.
Η Αθήνα βέβαια καταγράφει μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις στις τιμές νέων κατοικιών στην Ευρώπη, με άνοδο 10,8% σε ετήσια βάση, γεγονός που την τοποθετεί στην έκτη θέση ανάμεσα στις πρωτεύουσες με τη μεγαλύτερη ανατίμηση. Η άνοδος αυτή υπογραμμίζει τη δυναμική που έχει αποκτήσει η ελληνική αγορά ακινήτων, με την Αθήνα να ακολουθεί τον δρόμο άλλων πρωτευουσών της ΝΑ Ευρώπης που βλέπουν έντονες ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Στην κορυφή της κατάταξης βρίσκονται η Ιερουσαλήμ (+25,2%), τα Τίρανα (+25%) και η Βαρσοβία (+21,8%), ενώ ακολουθούν η Λιουμπλιάνα (+12,2%) και η Βουδαπέστη (+10,9%). Σε διψήφια επίπεδα κινήθηκαν και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπως το Άμστερνταμ (+10,1%) και η Μαδρίτη (+9,7%), ενώ το Βουκουρέστι (+9,2%) και το Ζάγκρεμπ (+8,7%) ενισχύουν την εικόνα μιας γενικευμένης ανόδου στις αγορές της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης.
Πιο συγκρατημένες αυξήσεις καταγράφονται στη Βιέννη (+6,8%), την Πράγα (+4,4%), την Κοπεγχάγη (+4%) και τις Βρυξέλλες (+3,9%), ενώ σε οριακά θετικά ποσοστά κινούνται το Λονδίνο (inner) (+1,6%), η Ρώμη (+1%), το Βελιγράδι (+0,9%), η Μπρατισλάβα (+0,7%) και η Λισαβόνα (+0,1%).
Αντίθετα, αρκετές μεγάλες αγορές της Δυτικής Ευρώπης παρουσιάζουν πτώση τιμών. Το Ελσίνκι σημείωσε μείωση -1,1%, το Βερολίνο -1,4%, το Παρίσι -1,9% και το Λουξεμβούργο -2,5%, ενώ η Άγκυρα κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση με -6,3%.
Παράλληλα, στον μέσο όρο της ευρωζώνης κατατάσσεταιη χώρα μας και ,με βάση την αύξηση των ενοικίων την τελευταία πενταετία, αν και στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου και συγκεντρώνεται η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, ο ρυθμός της ανόδου είναι πολύ υψηλότερος. Σύμφωνα με ανάλυση της Global Property Guide, τα τελευταία πέντε χρόνια, τα ενοίκια στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 15,3%, ποσοστό που κατατάσσει την χώρα μας στην 11η θέση της Ευρωζώνης, πάνω από χώρες όπως η Ολλανδία, όπου η αύξηση την ίδια περίοδο διαμορφώθηκε σε 14,8%, η Γερμανία με αύξηση 9,1%, η Ιταλία με 8,1% και η Ισπανία με 7,9%.